Πίσω από την πόρτα του σπιτιού μας στην Παραμυθιά, είχαμε μια πολύ όμορφη καλημέρα. Ο καθρέφτης πάντα καθαρός βλέπεις το σπίτι είχε και κομψές θυγατέρες που έβλεπαν το πρόσωπο τους καθώς καθρεφτίζονταν. Λαμπερός, χαρούμενος με χρώματα ζωντανά υπέροχα. Βέβαια η καλημέρα μας ήταν και αντικείμενο παιχνιδιού, αφού εμείς κάναμε χίλιες γκριμάτσες μπροστά του.
Αγνοούσαμε τις ωραίες κυρίες που ήταν ζωγραφισμένες και που άλλοι λέγανε πως ήταν οι Αγίες Σοφία και οι κόρες της Αγίες Ελπίδα Αγάπη και πίστη. Και βέβαια οι Αγίες μας δεν είχαν καμιά δουλειά στην καλημέρα μας. Ήταν οι χάριτες μας έλεγε ο παππούς και μεις τον παππού μας πιστεύαμε.
Όμως, σαν σπίτι με δύο κόρες κομψές, όπως είπαμε και έξη μαθήτριες κοπτικής ραπτικής δεν έφτανε ένας καθρέφτης. Καθρέπτη είχαμε στο εργαστήριο της θείας μου της Γιωργίτσας ένα τεράστιο καθρέφτη με μια ξύλινη κορνίζα δυο φορές το μπόι μου. Μη γελάσετε, ορίστε μας, μια χαρά κοντή είμαι. Αυτόν τον είχαμε για τις πρόβες, βλέπεις τότε καμιά κομψή κυρία δεν ντύνονταν με ετοιματζίδικα, αυτές έπρεπε να ράψουν με οδηγό τα φιγουρίνια. Και στην Παραμυθιά είχε πάρα πολλές κομψές κυρίες. Και να δεις που όλες τις γυναίκες αυτός ο καθρέφτης τις έδειχνε όμορφες κομψές, εμείς τον λέγαμε ο μαγικός καθρέφτης.
Μα και πίσω από την πόρτα του χειμωνιάτικου είχαμε ένα καθρέπτη καλημέρα που τον είχε φτιάξει ο πατέρας μας με ένα καθρεφτάκι κολλημένο πάνω σε μια σανίδα ζωγραφισμένη όπως ο πίνακας μας στο σχολείο. Δεν είχε όμως τη μαγεία της καλημέρας μας, στο σπίτι το καλό, είχε όμως τρία καρφιά καρφωμένα που ήταν κρεμασμένα δυο μικρές πετσέτες για τα χέρια και ένα πανί που το είχε η γιαγιά μας να σκουπίζει τους ατμούς από το μαγείρεμα. Ενώ στην καλή μας καλημέρα είχε κρεμασμένη μια πετσέτα καρό πολύχρωμη.
Εκεί μπροστά στην καλημέρα μας πολλές φορές σχεδίαζα τη ζωή μου. Μας φώναζε η γιαγιά να μη στεκόμαστε πολύ μπροστά στον καθρέπτη… γιατί… μα ποιος την άκουγε. Και μόνο να βλέπεις το είδωλο σου από μόνο του είναι θαύμα.
Είχαμε και δυο μικρούς καθρεύτες κρεμασμένους στην καρυδιά μας σε πρόκες που ήταν καρφωμένες στον κορμό της. Αυτοί ήταν για τους άνδρες όταν ξιουρίζουνταν.
Είχαμαν ένα παλιό καφόμπρικο και ένα κουτί από κονσέρβα. Βάζαμε ζεστό νερό στο παλιόπμρικο που ήταν και στραβό στην άκρη και από κει ο παππούς ο Θείος και ο πατέρας έριχναν στο κουτί που ήταν από κονσέρβα. Είχαν μια ξυριστική μηχανή πολύ όμορφη με μια βίδα που γύριζε και άνοιγε πάνω να μπει το ξυραφάκι ή και να βγει. Με ένα πινέλο έβαζαν πολύ σαπουνάδα στο πρόσωπο τους και μετά ξουρίζονταν. Μετά έπαιρναν τα τσουμπλέκια κι έβγαζαν το ξυραφάκι το σκούπιζαν προσεκτικά για την άλλη φορά και το έβαζαν σε εφημερίδα. Κάποτε έφεραν δώρο στον παππού μας από την Αθήνα ένα τσαντάκι με φερμουάρ που μέσα είχε πινέλο, ξυριστική μηχανή, ξυραφάκια, νυχοκόπτη, κλπ Δύο θήκες είχε το τσαντάκι. Ο παππούς μας ποτέ δεν το χρησιμοποίησε το έδωσε στο θείο μας το Σωκράτη. Εκτός από τα καθρεφτάκια των ανδρών είχαν και οι κυρίες τα δικά τους κομψά καθρεφτάκια.
Όταν πήγαιναν στα Γιάννενα όλο και κάτι έφερναν δώρο στα κορίτσια. Νομίζετε πως Παραμυθιά Γιάννενα ήταν μια δυο ώρες; Ήταν περισσότερες ώρες, από ότι είναι σήμερα Παραμυθιά Αθήνα.
Έφερναν λοιπόν στα κορίτσια καθρεφτάκια χτένες, θήκες για κραγιόν… μέσα η μάνα μου έξω εγώ ήμουν λέει μικρή. Έφερναν πότε χτένες ασημένιες ή σαν ασημένιες πότε καθρεφτάκια ασημένια ή σαν ασημένια να βάζουν το κραγιόν του ένα απλό ροζ απαλό κραγιόν ΤΟ ΚΑΛΟΝ έτσι το έλεγαν και πούδρα έβαζαν.
Πήγαινα κρυφά να βάλω και γω μα συγνώμη ήταν σα να έβαζες στο στόμα σου κάτι κολλώδες, μπλιαχ, χάλια, όσο για την πούδρα και το τάλκ μου θύμιζε τους ποπούς των μικρών μου αδελφών, που η μάνα μας τους έβαζε τάλκ και η γιαγιά μας της έδινε ένα πράσινο ταλκ που το έκανε μόνη της με φύλλα από μυρτιά που η γιαγιά μας την έλεγε σμυρτιά ή σμέρτα. Αυτή μοσχοβόλαγε και όμως δεν ήταν για πρόσωπα ήταν βλέπεις πράσινη.
Εκεί ανάμεσα στα άλλα ξεχώριζε η κεραλοιφή. Τρεις τέσσερεις είχαμε στο σπίτι. Με φροξυλάνθια για το κάψιμο, ή με βάλσαμο ή με αλτάνα, με χαμομήλι για το πρόσωπο τους, με δυόσμο ή κανελογαρύφαλα νομίζω για τον ιδρώτα μα δεν είμαι σίγουρη. Για ένα είμαι σίγουρη, πως οι αλοιφές ή κρέμες δεν ήταν όλες το ίδιο, σε πυκνότητα. Άλλες τις έκανε με πιο πολύ λάδι και άλλες με λιγότερο.
Εγώ αυτό δεν το θυμάμαι, άκουγα όμως τη μάνα μου όταν έδινε τη συνταγή να λέει πέντε λάδι δυο κερί ή έξη λάδι δυο κερί. Η δεύτερη ήταν για τα εγκαύματα άπλωνε ευκολότερα.
Σήμερα θα σταθώ μπροστά στην καλημέρα τη καλή, εκεί πάνω εκτός τις ζωγραφιές που είχε από μόνη της είχαμε κολλημένες ή μάλλον στεριωμένες φωτογραφίες η μια του θείου μας του Μήτσιου η ίδια που είχαμε στο δωμάτιο μας στο τζάκι απάνω, που μας χαμογελούσε πάντα φορώντας τη στρατιωτική του στολή και το όπλο του παρά πόδας, περήφανος και όμορφος. Ήταν ο θείος μας. Είχαμε μια φωτογραφία από το γάμο της θείας μου της Αθηνάς. Αυτές τις φωτογραφίες τις έχω πάνω από το κρεβάτι μου στο σπίτι μου τώρα, μαζύ με τον παππού μου τη γιαγιά μου τους άλλους μου παππούδες τον πατέρα μου τη μάνα μου και ότι έχει σφραγίσει τη ζωή μου.
Δεν θα σας πω ποτέ πως εκεί μπροστά σε τούτη την καλημέρα έπαιρνα πόζες κυρίας καταστρέφοντας τα τακούνια από τα παπούτσια των κοριτσιών.
Ήθελα τόσο να μεγαλώσω, ήθελα τόσο να γίνω σαν αυτές που έβλεπα στον κινηματογράφο. Μα όταν μεγάλωσα, άλλα ήθελα, άσε που τίποτε δεν μου άρεσε από κείνα που τότε μπροστά στον καθρεύτη φορούσα και έκανα γκριμάτσες παίρνοντας πόζες βαμπ.
Αν μου έδωσαν κανένα χέρι ξύλο; ‘Όχι. Και ύστερα ήρθε η γνώση, ήρθε η αλήθεια η ζωή με όλα όσα μπορεί να σου δώσει καλά ή κακά.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στο σπίτι που μεγάλωσα και που η αγάπη είχε το θρόνο της κι ας είχαμε τις διαφορές μας.
.H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation