Η Παραμυθιά κάθε Σάββατο είχε γιορτή. Είχε το παζάρι της. Ήταν η Παραμυθιά το κέντρο της Θεσπρωτίας η μεγαλύτερη πόλη με όλες τις αρχές. Μητρόπολη, τράπεζες, Γυμνάσιο, Οικοκυρική Σχολή, οικοτροφείο, νηπιοτροφείο, γιατρούς και προ παντός ήταν εμπορικό κέντρο.
Στην είσοδο και στην έξοδο της πόλης υπήρχαν πολλά εξοχικά κέντρα, και οικόπεδα στα οποία τα Καλοκαίρια στήνονταν θέατρα και σκηνές για καραγκιοζοπαίχτες. Όλο και κάποιοι συγγενείς θα έρχονταν στα σπίτια, όλο και κάτι θα έπρεπε να έχουν για φαγητό. Ύστερα και κείνοι όλο κάτι έφερναν πεσκέσι από το χωριό. Λίγη γκίζα, λίγη φέτα, λίγο τουλουμίσιο, ή λίγο καλαμποκάλευρο φρεσκοαλεσμένο. Τούτο το αλεύρι έτσι και δεν είναι φρέσκο πικραίνει, γίνεται για τσι κότες.
Αύριο Σάββατο ήταν μια μέρα όπως οι γιορτές, κοσμοαντάμωσιες, ψώνια καφενεία γεμάτα κόσμο και μαγειρεία που σου έσπαζαν τη μύτη καθώς πέρναγες απ΄έξω. Ο Λάμπρο Μίχος μόστραρε τα πλαστάρια του και όλοι έμεναν να παραγγείλουν να το πάρουν για το χωριό. Και αν δεν μπορούσαν όλο θα έπαιρναν λόγο για πόνο. Όλοι οι φούρνοι της Παραμυθιάς ήταν καλοί όμως ο κόσμος της επαρχίας ένα πλαστάρι ήθελαν του Λάμπρου Μίχου.
Από τα χωριά γύρω θα έρχονταν πολλές γυναίκες μα και άνδρες να πουλήσουν ότι είχαν στα μποστάνια τους ή στα κοπάδια τους. Εκτός από τους πωλητές, κάθε Σάββατο έρχονταν και οι μανάδες των παιδιών που πήγαιναν στο Γυμνάσιο.Θα έφερναν καθαρά ρούχα, ψωμί μια μεγάλη κουλούρα καλαμποκίσια ή ένα κουστό. Θα έπαιρναν και τα άπλυτα να τα φέρουν το άλλο Σάββατο. Αν είχε καμιά μουλάρι κανόνιζαν να τα φορτώσουν στο ζώο και να φέρουν και λίγα μποστανικά ή αυγά για πούλημα.
Τα αυγά είχαν πολύ μεγάλη πέραση γιατί τα αγόραζαν τα ζαχαροπλαστεία και τα εστιατόρια. Ανάλογα με την παραγωγή του κάθε τόπου, θα έφερναν ελιές ή τυρί και πάντα λίγη πίτα, λαχανόπιτα ή ζυμαρόπιτα για τα παιδιά τους που πήγαιναν στο Γυμνάσιο. Όσο κι αν σήμερα φαίνεται περίεργο πολλά παιδιά σπούδασαν με ψωμί, κρεμμύδι, ελιές και κάπου κάπου λίγο τυρί…. Κρεατόπιτα; Που κρέας αυτό ήταν για τις μεγάλες γιορτές, τους γάμους και τα πανηγύρια.
Ο κάθε ένας από τους πουλητές, είχε τη θέση του στο παζάρι, που άρχιζε από την οδό Καραμανλή, τον πλάτανο έκεί πάνω από το μαγαζί του Κωστάκη του Μητσιώνη και έφτανε στην πλατεία στο πηγάδι, σε όλα τα δρομάκια και λίγο πιο κάτω. Στο γαλατά στέκονταν άνδρες και γυναίκες που πούλαγαν ζώα και ξύλα. Οι πιο πολλές γυναίκες που πούλαγαν ξύλα και κότες οι άνδρες πούλαγαν σφαχτά. Αρνιά, κατσίκια, γίδες προβατίνες και μουνούχια. Από τα ζώα, άλλα ήταν για σφάξιμο κι άλλα για «έχος».
Η Παραμυθιά είχε χρήμα που κινούνταν μιας που είχε πολλούς υπαλλήλους. Πολλοί από τους υπαλλήλους ήταν ξένοι έτσι νοίκιαζαν σπίτια, έτρωγαν σε εστιατόρια, ακόμη και τα παιδιά όλο και κάποιο τζίρο έκαναν.
Στην Παραμυθιά τα εμπορικά περίμεναν το Σαββάτο σαν Παχαλιά. Όλο κάτι για προίκα των κοριτσιών θα αγόραζαν, όλο και λίγο τσίτι ή αλατζά, ακόμη και λίγο κάποτο για βρακιά. Πάει ο καιρός που δεν είχαν βρακί στον κ–ο τους και πιστρώνουνταν με την ποδιά τους.
Ακόμα πολλές γυναίκες είχαν βγάλει τις κάλτσες τις μάλλινες και φορούσαν κάλτσες μπαμπακερές. Θυμάμαι παλιά πόσο παλιά, δεν ξέρω ένα Σάββατο αλλιώτικο.
Η αγορά ήταν γεμάτη κόσμο γύρω από το Δημαρχείο άνδρες παραμυθιώτες και ξένοχωρίτες. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν πολλοί παπάδες, σχεδόν τρέχοντας.
Η Μητρόπολη είχε συμβούλιο και στο Δημαρχείο έβγαζαν στο σφυρί το καντάρι της πόλης μας. Με τη ντουντούκα του πέρναγε ο ντελάλης και φώναζε πριν από μέρες πως θα βγει το καντάρι στο Σφυρί. Μα και κείνο το Σάββατο που ήταν η μέρα που θα έβγαινε στο σφυρί ο τελάλης φώναζε. Στις έντεκα η ώρα θα γίνει ο πλειστηριασμός για το καντάρι. Στις έντεκα η ώρα θα γίνει πλειστηριασμός για το καντάρι. Με το καντάρι ζύγιαζαν όλα τα μεγάλα βάρη και τούτο γιατί υπήρχαν καντάρια βαρεμένα.
Πωλήσεις αγορές μόνο με τούτο το καντάρι ζυγιάζουνταν. Ακόμη τα Σάββατα περνούσε η αγορανομία. Πήγαιναν στα μαγαζιά έπαιρναν τα ζύγια και τα ζύγιαζαν με αυτά που είχαν μαζί τους. Πολλά ήταν λειψά. Αυτά κατάσχονταν. Τα άλλα σφραγίζονταν με το χρόνο που πέρασαν τον έλεγχο. Έχω στο σπίτι μου δυο τρία μέτρα βάρους διακοσίων δραμιών στρογγυλά με μια τρύπα στη μέση μεγάλα με πολλές σφραγίδες.
Μα αν θέλανε να σε κλέψουν, ήταν εύκολο. Όλο κι εύρισκαν τρόπους. Τα πορτοκάλια πουλιούνταν με το κομμάτι όπως τα πεπόνια και τα κυδώνια. Τα καρπούζια τα μπαζιά το σπανάκι τα μπιζέλια με την οκά. Τα μαρούλια, σαλάτες με το κομμάτι… Με την οκά πουλιούνταν και τα όσπρια το καλαμπόκι και το στάρι. Τα υφάσματα στα εμπορικά με τον πήχη. Οι κλωστές με την οκά ή τα μετάξια με το ματσάκι.
Τα τσιγάρα σε κουτί των δέκα ή σε κουτί των είκοσι. Αυτό για τους έχοντες. Οι άλλοι χύμα ΠΑΠΠΑΣΤΡΑΤΟΣ από μια μεγάλη κούτα. Έπαιρναν τρία, πέντε και για να μην τσαλακώνουν είχαν ταμπακέρες. Όποιος δεν είχε ταμπακέρα στο έξω πάνω τσεπάκι του πουκάμισου ή του σακακκιού. Οι ταμπακέρες ήταν από χαρτί, από δέρμα, μα και πολύτιμες με σκαλίσματα μπρούτζινες, ασημένιες, χρυσή δεν είχα δει μα λέγανε πως υπήρχαν. Τον καπνό που τον πούλαγαν λαθραία τον έβαζαν σε μια δερμάτινη σακούλα σαν πουγκί που την είχαν κρεμασμένη στο λαιμό.
Θυμάμαι το θείο μου τον Αλέξη, να βγάζει τη σακούλα από το γκιόξι, να κόβει με το σουγιά πάνω σε ένα ξύλο τον καπνό ψιλό- ψιλό και μετά να στρίβει τσιγάρο. Η μάνα μου του έκανε καφέ και κείνος έκανε το τσιγάρο του πάντα στη γωνιά όπου πέταγε και τον καπνό. Μια φορά του τελείωσε το χαρτί και έκανε τσιγάρο από την εφημερίδα του πατέρα μου για χαρτί.
Θυμάμαι τη γυναίκα που συναντούσα στην πόρτα του σπιτιού μας καθώς ξεζαλώνουνταν το ζαλίκι τα ξύλα. Η μάνα μου της έκανε καφέ την πλήρωνε και της έβαζε λίγη βυσσινάδα ή γλυκό ανάλογα με τον καιρό. Ήταν μια λεβεντογυναίκα από τη Σαλονίκη.
Θυμάμαι μια βάβω, πάνω από 80 χρονών κυρτωμένη από τα χρόνια, που έρχονταν να φέρει στα τρία εγγόνια της τραχανά και καρύδια σε ένα σακκούλι στην πλάτη και λεφτά κρυμμένα στο γκιόξι.Τι λεφτά,,, πενταροδεκάρες. Πόσα θυμάμαι, και τούτες οι θύμισες είναι ποτάμι που μόλις πιάσω το μολύβι ξεχύνονται και με πνίγουν με ταράζουν.
Δεν είναι εύκολο, ακόμη και αν οι αναμνήσεις σου είναι τρυφερές, γλυκές, να μην κλάψεις. Το σπίτι μας που το πήρε η θεία μου, έπεσε, δεν υπάρχει πια. Στη βρυσοπούλα κάποιος έκλεψε τον κρουνό της και βάλανε ένα σιδεροσωλήνα. Τα δένδρα λεν πως δεν λυγίζουν. Τότε γιατί τα δικά μου δένδρα, ήταν κυπαρίσσια, χάθηκαν; Χέρια βέβηλα τα σκότωσαν.
Όπως χέρια βέβηλα σκότωσαν τα γκαλντερίμια. Αυτά τα ψηλά λυγερόκορμα κυπαρίσσια ήταν μια ομορφιά. Και ήταν μια πανέμορφη γωνιά για .όλη την πόλη μας. Η βρυσοπούλα, ο πλάτανος η μεγάλη και η μικρή πέτρα που ξεκούραζαν τα βράδια τις βάβες καθώς λέγανε τα χάλια τους. Και ο έξω μικρός κήπος μας, με τα δικά μου κυπαρίσσια. Απορώ πως κανένας δε σκέφθηκε να κάνει κάπου εκεί ένα νεανικό περίπτερο με καφέδες και αναψυκτικά. Έναν παράδεισο.
Πολλά άλλαξε ο χρόνος, άλλα προς το καλό κι άλλα προς την καταστροφή. Εκείνο που δεν μπόρεσαν να αλλάξουν είναι τα υπέροχα βράχια της. Τις κατηφοριές της και τις ανηφοριές της. Πόσο όμορφα νοιώθω όταν τα παιδιά μου με πάνε πάνω στην Αμυγδαλιά και κοιτάω γύρω τους βράχουν και τα ξεκώμματα να μαρτυράνε μυστικά αιώνια.
Έτσι ήταν η πόλη μας κάποια Σάββατα και η ταραγμένη μου ματιά, τρέχει και τα κάνει όλα μια αγκαλιά, σε έναν κύκλο που μέσα θέλω να είναι χαρές και πίκρες. Ζωή και θάνατος. Βλέπεις, τώρα μόνο οι φωτογραφίες μου μιλούν και γω τις κοιτώ και τους χαμογελώ. Βάζω το χέρι στην καρδιά μου και τους λέω. Εδώ σας έχω και στο μυαλό μου. Και μου χαμογελούν και μου μιλούν οι φωτογραφίες και σκέπτομαι που όταν θύμωναν μαζί μου και με φώναζαν μικρή αλαφροΐσκιωτη, ξεχνώντας το πριγκίπισσα, το κούκλα μου, κοριτσάκι μας…..
Πόσο λαχταρώ να δω στις πόρτες τις φιλενάδες να μου φωνάζουν, έλα να σε χτενίσουμε και να παίζει η Μαρίνα και η Κασσιανή με τα ατίθασα μαλλιά μου τα μπουφοειδή. Να δω την κυρά Ζωή να ξεφουρνίζει αφράτα καρβέλια ψωμί και να μου λέει. Φάε μωρε άφαγο φάε.
Να δω το θείο μου τα Χαρίση που αφού μοιράσει το γάλα να έρθει στην αγκωνή να ξεκουράσει λίγο τα πόδια του και να φύγει πάλι πάνω στο γομάρι του για το χωριό μας την Κρυσταλλοπηγή που τότε τη λέγανε Κεφαλόβρυσο και μεις τη λέγαμε κάτω Σέλλιανη. Να μαζευτούν εκεί στο σπίτι όλα τα τσιουπριά για να ακούσουν την τύχη τους, που ήταν γραμμένη στον τελβέ του καφέ.
.H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation