Πίναμε το καφεδάκι μας, σκέτο,βλέπεις λίγο η πίεση ή το ζάχαρο μας το θυμίζουν. Την κοιτάω είμαστε στην ίδια ηλικία όμως δεν μοιάζει ούτε για εξήντα πέντε.. Θυμάσαι Μαρία της είπα; Θυμάσαι το σχολείο μας… Και κείνη άρχισε να μου λέει πράγμα που ήθελα πολύ. Είχε ωραίο λόγο κι έμοιαζε να θέλει να μοιραστεί τη ζωή της…
Πάνε πάνω από εβδομήντα χρόνια που άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο. Μην φανταστείτε πως το σχολείο είναι αυτό που ξέρετε σήμερα.
Μια φορά κι έναν καιρό όταν αρχίζαμε στο σχολείο από την πρώτη τάξη είχαμε ήδη περάσει από το σχολείο της μαμάς και της γιαγιάς. Είσαι τεσσάρων χρονών μεγάλη είσαι θα προσέξεις τα αδελφάκια σου και τα πρόσεχες.
Ήταν οι ζωντανές κούκλες που πάνω τους μάθαινες πως θα τους δίνεις το γάλα αφού είχες εκπαιδευτεί να ταΐζεις με το μπουκάλι μπιμπερό τα αρνάκια.
Στο άλλο σχολείο άρχιζες να ζωγραφίζεις γράμματα με τόνους οξείες περισπωμένες και πνεύματα. Και όταν πήγαινες στη Δευτέρα ήσουν η τέλεια δασκάλα να μαθαίνεις τα μικρά μέχρι το εκατό. Τώρα εσύ ήξερες ως το χίλια Ε ε μεγάλωσες.
Εκεί στο πρώτο σχολείο προχωράς θα πάρεις την τσάπα για το σκάλο. Δύσκολη δουλειά πολλή δύσκολη. Τα δύσκολα είναι για τους έξυπνους έτσι σου έλεγαν και το έκανες. Ήσουν έξυπνη της το έλεγε η μάνα της…
Και κει στα δέκα πέντε ή δέκα έξη ήσουν έτοιμη, έτσι είπαν κ εγώ τους πίστευα…Ήξερες γραφή και ανάγνωση αριθμητική, φυσική θρησκευτικά, αυτά τα μάθαινα καλά όλο με ρώταγε ο παπα- Φώτης τα μεσημέρια όταν πέρναγε από το σπίτι μας.. Ήξερες τα νοικοκυριά μας και τα ζωντανά. Είχες μάθει να φασκιώνεις να πλένεις και να νανουρίζεις τα παιδιά σου. Άντε να μπεις στη θύρα του δικού σου σπιτιού. Ξενοθύρα. Κανείς δεν σε ρώτησε ποιον κι αν θέλεις κάποιον. Αυτά τα κανόνιζε ο πατέρας σου. Που ακούστηκε τσούπρα πράγμα και να τη ρωτήσουν
Και δεν μίλησες οι καλές τσούπρες δεν μιλούν μούγκα…. Σου το έλεγαν από μικρή να το χωνέψεις. Οι κοπέλες δεν πρέπει να μιλούν. Εγώ δεν κραίνω δεν μιλώ, εγώ θα πάρω τον καλό..
Εκεί στα τριάντα σου είχες τρεις τσούπρες και δυο παιδιά κι αυτά μικρά,,,. Σου είπαν καιρός να λογοδώσεις τη μεγάλη. Αγρίεψες,,πάει σχολειό θα το τελειώσει και βλέπομαι….Στο Λάμποβο πούλησες τρεις χασιές μου είπες και τα λεφτά τα έδεσε κόμπο το μαντήλι σου…Σαν ήρθε το Χεινόπωρο με τα καλά του ήρθε ο αδελφός μου. Θα πάρω την τσούπρα στην Αθήνα θα την έχω σπίτι μου θα της βρω δουλειά.
Έχουμε εδώ δουλειές με φούντες είπε η πεθερά μου που γεννοβόλαγε ακόμα.
Ας πάει λίγο μάνα και έρχεται. Καλά τα κανόνισες μουρμούριζε η πεθερά σου…Ήξερες πως τώρα που έκανες και παιδιά ήταν αλλοιώς…
Ας πάει αλλά μην σουρτουκέψει. Προίκα τους η τιμή τους και τρεις χασιές.
Τις πούλησα μάννα να της πάρω πάπλωμα και σεντόνια τώρα όλες παίρνουν πάπλωμα και σεντόνια..
Αυτά μου είπες κι ένα μύθο τον μύθο του Πεύκου και της Ροδιάς…Κρατάς όλα σου τα βιβλία ντυμένα με μπλε κόλλα και ετικέτες. Τα αδέλφια μου τα είχαν κάνει κουρέλια φιλενάδα, εγώ όμως τα ήθελα μου είπες κάποτε, να τα κράτησες και τα διαβάζεις και θυμάσαι όλο θυμάσαι..Γιατί αν τα αφήσεις θα σε αφήσουν…
Και τώρα να δεις που κοίταγα τα παιδιά μου κοίταγα και το πρόσωπό μου καθώς γερνούσε κοίταγα και το πρόσωπο της μάνα μας,,και είχε το πρόσωπό της μια γαλήνη.Πως ποιο μυστικό είχε… τι μάγια έβαζε στο προσκεφάλι της…
Δεν την ρώτησα, κανένα μας δεν την ρώτησε. Βλέπαμε τον άνισο αγώνα της και τον τρόπο της,,, να μην χαλάσει η οικογένεια αλλά να μην χάσει και τα παιδιά της, αγράμματα μέσα σε μια οικογένεια με είκοσι άτομα, που για να χωράν όλο κι έκαναν στο περβόλι καλύβες…
Ακόμα θυμάμαι το ποίημα που είπα στην Τρίτη του Δημοτικού.
Η Εργασία
Ξημερώνει Αυγή δροσάτη
με το πρώτο της πουλί,
λες και κράζει τον εργάτη,
στη φιλόπονη ζωή.
Πριν αχνίσει κάθε αστέρι,
με χαρούμενη καρδιά,
νέοι μεσόκοποι και γέροι,
τρέξτε όλοι στη δουλειά.
Τώρα εκείθε οι φροντίδες
ας πετάξουνε καθώς,
ξαφνιασμένες νυχτερίδες,
όπου αγνάντεψαν το φως.
Μη σας είναι ο ξένος πλούτος
εν αγκάθι στην καρδιά,
πέστε αζήλευτα ΄΄είναι τούτος΄΄
εργασίας κληρονομιά.
Σηκωθήτε η γη χαρίζει
μόνο άφθονο καρπό
αν ο κόπος την ποτίζει
μ΄ένα ίδρωτα συχνό.
Όταν σε πνίγει η ζωή, όταν θυμάσαι τότε νομίζεις πως ήταν η ζωή κάποιου άλλου. Γελούσες όσο μου μιλούσες για σένα για τα όχι για την πίκρα για το πείσμα που κρυβότανε μέσα σου και που το έκρυβε καλά, εκείνο το χαμόγελο της καρτερίας.
Εγώ απλά έγραψα ότι μου είπες. Έβαλα κι εγώ τις λέξεις στη σειρά. Έπαιξα μαζί τους και μη με κοιτάς περίεργα αυτό έμαθα να κάνω…
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation