Πάνε πολλά χρόνια από τότε. Η φτώχεια ήταν για τους πολλούς και οι λίγοι,,αφεντάδες των πολλών.Τα χρόνια πέρασαν ήρθαν πόλεμοι και κάποτε η πολυπόθητη κόρη ΕΙΡΗΝΗ.Σήκωσαν το κεφάλι και ξεκίνησαν το κυνήγι της ζωής. Ήταν δύσκολα όλα γύρω ρημάδια.
Στους μπαξιέδες έφυγαν οι τσουκνίδες και γέμισαν λαχανικά και λουλούδια, κότες και σκυλιά. Σαν υπήρχε ψωμί χίλιες δόξες Κύριε. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δεν λέει. Άμα τον είχαμαν μια χαρά. Και όταν η ζωή μας βήμα βήμα πορεύονταν κάποιοι τρελάθηκαν. Γυάλισε το μάτι τους.. Πλούτη πλούτη πλούτη και ζήλεια γιατί αυτός κι όχι εγώ…. Έτσι σκορπίσαμαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Τα δολάρια και τα μάρκα το βελγικό φράγκο κλπ ήταν στους δρόμους τους έλεγαν.Έφυγαν σαν τα πουλιά να βρουν το χρήμα να ξεχαστούν να γίνουν κάτι αδερφέ… Περπάτησαν πολύ μέχρι που τα τσαρούχια τους έλλοιωσαν μέχρι που μάτωσαν τα πόδια τους και τότε στάθκαν πήραν ανάσα και κατέβηκαν στα υπόγεια να κοιμηθούν και να δουλέψουν.Τούτο το μεροκάματο το είχαν και στην Ελλάδα και τούτες τις δουλειές ήταν ίδιες με αυτές που ΄΄αφκαν πίσω τους.Αυτά ήταν στον τόπο τους….. Δεν χρειάζονταν να κλάψουν εκεί δεν ήταν μάνα να τους παρηγορήσει. Και μερικοί κατάφεραν να βρουν μια ανάσα να ανεβούν στον πάνω κόσμο τι κι αν πούλαγαν σάντουιτσ και στην Ελλάδα κουλούρια πουλούσαν.. Πέρασαν χρόνια έστελναν στη μάνα μέσα στο γράμμα ένα δυο δολάρια κι εκείνη τα έκρυβε στο εικονοστάσι.
Αφού ήταν καλά,,, έφυγε και κάποιος χωριανός και όλοι στα γράμματα περνούσαν καλά και όλοι τα βράδια κλαίγανε με το αχ μάνα μου. Ευτυχώς ήταν και η εκκλησιά τους εκεί σαν σε εξομολόγηση ξαλάφρωνε η καρδιά τους. Και κείνο το σφίξιμο στο ψυχό λες και πέρναγε σαν ο παπάς του έσφιγγε το χέρι βάζοντας μέσα πέντε δολάρια. Θα ήθελε να μην τα πάρει αλλά τα είχε ανάγκη..
Μια μέρα είχαν περάσει χρόνια το αφεντικό τους κλείδωσε πριν φύγει. Δεν είχαν καταλάβει πως τους κλείδωσε. Εκεί το βράδυ καθάριζαν και το πρωί συνέχιζαν μια βάρδια ετοιμάζοντας στην κουζίνα τα λαχανικά κλπ κλπ.Κάποιος έπαθε δύσπνοια. Θέλησαν να τον βγάλουν έξω να ανασάνει.. Τίποτε. Πήγαν να ανοίξουν τα παράθυρα ήταν κλειδωμένα απ έξω τις σιδεριές. .Τρόμαξαν. Αν έπιανε φωτιά θα καιγότανε σαν τα ποντίκια.Δυο τρεις κανόνισαν να φύγουν ναύλα όμως δεν υπήρχαν.
Έψαχναν για κανένα καράβι φορτηγό να τους πάει στη χώρα και να δούλευαν δώδεκα ώρες την ημέρα. Βρήκαν ένα σαπιοκάραβο από κάποιο νησί. Τους λυπήθηκε ο καπετάνιος. Θα φέρετε φαγητό γιατί δεν θα έχουμε είναι μετρημένα. Μαζεύανε ότι περίσσευε και το κρατούσαν αν ήταν ψωμί λεμόνι, κρεμμύδια ότι ήταν.. Όταν ήταν να φύγουν είχαν τρία κουτιά μεγάλα γεμάτα. Μπήκαν έκαναν τον σταυρό τους και περπατούσαν κι αυτοί σχεδιάζοντας πως θα γυρίσουν και τι θα πουν στη μάνα τους..
Κάποτε μετά από σαράντα πέντε μέρες έφτασαν Λαύριο. Ελλάδα Αθήνα Αττική.Δεν φανερώθηκαν σε κανέναν.Βρήκαν δουλειά σε μια οικοδομή βαριά δουλειά αλλά και καλά λεφτά μα πάνω από όλα ελευθερία. Και γέλαγαν οι τρεις μαζί σαν θυμούνταν το άγαλμα της Ελευθερίας.
Μετά πήγαν στο χωριό αναγκάστηκαν αφού κάποιος τον είδε και το είπε στο καφενείο του χωριού.. Αφού το έμαθαν έπρεπε να γυρίσει. Θα τον πουν ακαμάτη μα τώρα είχε σπίτι στην Αθήνα με νοίκι που θα έφερνε και την μάνα του. Πατέρα δεν είχε και γιατί θα παντρεύονταν να κάνει φαμίλια και να χαρεί την υπόλοιπη ζωή του…
Κάποτε για πολλούς το όνειρο της ξενιτιάς ήταν μαύρο σκοτεινό γεμάτο δάκρυα.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation