Η οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης ( ΑΟΖ ) με τη Τουρκία θεωρείται σήμερα στην Ελλάδα ως η μόνη διαφορά με τη χώρα αυτή. Είναι πλέον στερεή η πεποίθηση ότι η διαφορά αυτή έχει αυστηρά νομικό και διμερή χαρακτήρα και ότι η επίλυση της επιβάλλεται επί τέλους να πραγματοποιηθεί οριστικά και αμετάκλητα.
Οι μέχρι τώρα αμφιταλαντεύσεις και δισταγμοί ευνόησαν τη διεύρυνση των τουρκικών απαιτήσεων, με αναμοχλεύσεις σχετικά με τα χωρικά μας ύδατα και το καθεστώς του εναερίου χώρου και άλλες αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Τουρκίας σε πολλά επίπεδα. Ενώ το Κυπριακό παραμένει μέχρι σήμερα άλυτο, η Τουρκία ομιλεί για γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, ψηφίζει νόμο casus belli ( αιτία πολέμου ) για το νόμιμο δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, αμφισβητεί το δικαίωμα αμύνης των νησιών του Αιγαίου, επεκτείνει τις βλέψεις της στα Βαλκάνια , και υποδαυλίζει μειονοτικό ζήτημα στη Δυτική Θράκη και τα Δωδεκάνησα. Πέραν του μεγαλοϊδεατισμού του Erdogan για «γαλάζια πατρίδα» και επανασύσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Από τα πρώτα χρόνια η Τουρκία στις διεκδικήσεις της επικαλείται το διεθνές δίκαιο, αλλά το ερμηνεύει με διαφορετικό τρόπο από ότι η Ελλάδα-είναι εξάλλου γνωστό ότι η ίδια δεν υπέγραψε τη συμφωνία του Μondego Bay για το δίκαιο της θαλάσσης, αν και η ίδια την εφάρμοσε στη Μαύρη θάλασσα. Γρήγορα όμως η στάση της αλλάζει. Μετά το 1974 η Τουρκία επικαλείται τον «πολιτικό χαρακτήρα και τη ζωτική σπουδαιότητα της υπόθεσης», αν και κατά καιρούς δέχεται την ελληνική άποψη για δικαστική επίλυση της διαφοράς.
Στις 31 Μαΐου 1975 οι πρωθυπουργοί Ελλάδας και Τουρκίας Καραμανλής και Demirel συμφώνησαν στο ανακοινωθέν των Βρυξελλών ότι κατ’ εξαίρεση των άλλων διαφορών η διαφορά για την υφαλοκρηπίδα-τότε δεν είχε εμφανιστεί ακόμα η αντίστοιχη έννοια της ΑΟΖ- θα παρεπέμπετο στο δικαστήριο της Χάγης. Και ενώ η ελληνική πλευρά επιδίδεται στη σύνταξη του προβλεπόμενου συνυποσχετικού, η Τουρκία κωλυσιεργούσε και πρότεινε διμερείς διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα να έχουμε μονομερή προσφυγή στη Χάγη από τη χώρα μας. Η Ελλάδα δεν κατόρθωσε βέβαια να αποσπάσει μία απόφαση του δικαστηρίου επί της ουσίας, που θα έλυνε μια για πάντα τη διαφορά της με τη Τουρκία, υπάρχει όμως ένα σημείο της απόφασης που η ελληνική άποψη έγινε δεκτή, και αυτό αφορά το νομικό χαρακτήρα της διαφοράς, τον οποίο αρνιόταν μέχρι τότε πεισματικά η Τουρκία στις γραπτές παρατηρήσεις της προς το Δικαστήριο.
Ακολούθησε η συνάντηση εμπειρογνωμόνων στη Βέρνη στις 2 Νοε 1976 . Στο πρακτικό αναφέρεται η ίδρυση μεικτής επιτροπής από εθνικούς αντιπροσώπους με εντολή να διερευνήσει τη διεθνή πρακτική σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ώστε να καταλήξει σε ορισμένες αρχές και κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μέσα από αυτήν την έκφραση, που γίνεται επίκληση σε αρχές και κριτήρια, αναγνωρίζεται ο νομικός χαρακτήρας της διαφοράς. Στη συνάντηση στις 11 Μαρτίου 1978 μεταξύ Καραμανλή και Ετσεβίτ γίνεται λόγος για συνέχιση των διαπραγματεύσεων, οι οποίες όντως συνεχίστηκαν μέχρι το 1981, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Στη περίοδο 1982 επιτεύχθηκε το λεγόμενο moratorium που «πάγωνε» τα πράγματα, με την έννοια της αποχής των δύο μερών από κάθε δήλωση ή ενέργεια, χωρίς όμως πρόθεση για διαπραγματεύσεις. Παρά ταύτα η Τουρκία προέβαινε σε συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου, και σε δηλώσεις που πυροδοτούσαν την τεταμένη κατάσταση. Το Νοέμβριο του 1983 ανακήρυξε το ψευδοκράτος της Βόρειας Κύπρου και η ένταση συνεχίσθηκε με την Τουρκία να επικαλείται το πρακτικό της Βέρνης και να αμφισβητεί την υφαλοκρηπίδα ολόκληρου του Αιγαίου. Στη πραγματικότητα το πρακτικό της Βέρνης είχε καταστεί ανενεργό, αφού είχε διακοπεί κάθε διαπραγμάτευση για το θέμα. Αυτή η ένταση οδήγησε στη γνωστή κρίση του 1987, όταν το sismic εξήλθε στο Αιγαίο συνοδευόμενο από πολεμικά πλοία. Μετά την ελληνική αποφασιστικότητα που αποσόβησε την ένοπλη αναμέτρηση άρχισε μεταξύ των πρωθυπουργών Παπανδρέου και Ozal ένας διάλογος με σημειώματα που οδήγησε στη πολυσυζητημένη συνάντηση και στο ανακοινωθέν του Νταβός τον Ιανουάριο του 1988. Παρόμοια συνάντηση στο Νταβός έχουμε και μεταξύ Κ. Μητσοτάκη-Γιλμάζ τον Οκτώβριο του 1991, αλλά και αυτή συνάντησε την αδιάλλακτη τουρκική θέση, που συνεχίσθηκε με τις συνεχόμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου
Η Ελλάδα έχει σήμερα συμφέρον να επιδιώξει τη δικαστική επίλυση της διαφοράς με την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μετά την υπογραφή συνυποσχετικού από τις δύο χώρες. Κατά κανένα όμως τρόπο δεν πρέπει να δεχθεί η ελληνική πλευρά να αναφερθεί ή έστω να υπονοηθεί στο συνυποσχετικό ότι ολόκληρο το Αιγαίο μέχρι των εξωτερικών ορίων των της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης είναι υπό αμφισβήτηση, όπως έχει υποστηρίξει η Τουρκία. Αλλά και θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι όσο κι’ αν πιστεύουμε ότι οι θέσεις μας είναι πιο στέρεες από τις τουρκικές, η νομολογία του δικαστηρίου μέχρι τώρα στην εκδίκαση παρόμοιων περιπτώσεων ( Μάλτα-Λιβύη, Λιβύη-Τυνησία κλπ ) δείχνει ότι σε κανένα διάδικο δεν επιδικάσθηκε ακριβώς ότι εζήτησε.
Ο νομικός χαρακτήρας της διαφοράς είναι κατοχυρωμένος από την απόφαση του 1978 και η Ελλάδα μπορεί να τον επικαλεσθεί στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Επίσης το 1976 με την προσφυγή στο δικαστήριο της Χάγης η Ελλάδα αμφισβήτησε τη νομιμότητα των εκχωρήσεων της Τουρκίας του 1973-74 και των ερευνητικών δραστηριοτήτων του sismic στις 6,7,και 8 Αυγ. 1976. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι ερευνητικές δραστηριότητες που διεξάγονται μονομερώς, όπως αυτές της Τουρκίας πρόσφατα και παλαιότερα, δεν μπορούν να δημιουργήσουν δικαιώματα.
Από την άλλη το δικαστήριο απέρριψε τη θέση ότι η αρχή της μέσης γραμμής έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, και υιοθέτησε ότι η οριοθέτηση πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις αρχές της ευθυδικίας. Η τουρκική θέση στηρίζεται στη δήλωση αυτή και υποστηρίζει ότι οι αρχές της ευθυδικίας στο Αιγαίο δεν δίνουν πλήρη επήρεια στα ελληνικά νησιά. Αλλά νεότερες αποφάσεις του δικαστηρίου αναβάθμισαν την αξία της μεθόδου της μέσης γραμμής, σε σχέση με άλλα γεωμορφολογικά και γεωλογικά κριτήρια που εφάρμοζε μέχρι τώρα.
Δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ σύμφωνα με το δίκαιο της θαλάσσης έχουν και τα νησιά, εφ’ όσον αυτά κατοικούνται και έχουν οικονομική ζωή, όπως συμβαίνει με τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Πλέον αυτού τα νησιά αυτά που είναι συγκρότημα νησιών, κυριαρχούν του θαλάσσιου χώρου, και οι δεσμοί των νησιών με τον ηπειρωτικό χώρο και μεταξύ τους είναι ιστορικοί, πολιτισμικοί, πολιτικοί και οικονομικοί. Επομένως μια γραμμή οριοθέτησης που θα εγκλώβιζε τα νησιά σε τμήματα τουρκικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ θα διέκοπτε την ενότητα αυτή, που είναι απαραίτητη για την επιβίωση τους. Τούτο επιβάλλεται και για λόγους ασφαλείας, η δε τουρκική θέση να παραμείνουν τα νησιά αυτά ανοχύρωτα και απροστάτευτα δείχνει τις δικές τους προθέσεις.
Έωλο είναι και το επιχείρημα της Τουρκίας ότι το Αιγαίο αποτελεί κλειστή ή ημίκλειστη θάλασσα, και πρέπει να ακολουθηθούν ειδικοί κανόνες οριοθέτησης με τη συγκατάθεση όλων των παρακτίων κρατών. Αυτή η πρόταση υποβλήθηκε από τη Τουρκία στις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της σύμβασης για το δίκαιο της θαλάσσης το 1982, αλλά απορρίφθηκε απ’ όλα τα κράτη. Το άρθρο 123 της σύμβασης του 1982 δεν αναφέρει αυτόν τον κανόνα.
Η περιοχή της οριοθέτησης στο Αιγαίο είναι διάσπαρτη από ελληνικά νησιά τα οποία βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση από τις τουρκικές ακτές, με μέγιστη απόσταση 25,5 ν. μίλια και ελάχιστη 0.85 ν. μίλια. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου της Χάγης του 1985 ( Μάλτα – Λιβύη ) η τεχνική μέθοδος της μέσης γραμμής ικανοποιεί εκ πρώτης όψεως τις απαιτήσεις των αρχών της ευθυδικίας. Η μέση αυτή γραμμή θα πρέπει να περνά μεταξύ των ανατολικών νησιών του Αιγαίου Σαμοθράκη, Λήμνο, Λέσβο, Χίο, Σάμο, Αγκαθονήσι, Φαρμακονήσι, Κάλυμνο, Κώ, Νίσσυρο, Σύμη, Ρόδο και Καστελόριζο και των απέναντι τουρκικών ακτών, καθώς και της Ίμβρου και Τενέδου.
Αυτή η μέση γραμμή είναι με λόγο ακτών ένα προς ένα, και αφήνει μικρή ποσότητα υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ στη Τουρκία. Γι’ αυτό είναι δυνατό να υιοθετηθεί μία δεύτερη γραμμή μεταξύ της γραμμής αυτής και των ελληνικών νησιών , που την μεταβάλλει σε μια μέση γραμμή με λόγο ένα προς τρία. Αυτή η γραμμή αφήνει περισσότερη υφαλοκρηπίδα στη τουρκική πλευρά, δεν εγκλωβίζει τα ελληνικά νησιά, ούτε δημιουργεί δακτύλους που εμποδίζουν την μεταξύ τους ελεύθερη επικοινωνία. Ικανοποιεί και το κριτήριο της αναλογικότητας, δηλαδή τη σχέση των εκτάσεων της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ που αναλογεί σε κάθε κράτος με το μήκος των ακτών του στη περιοχή της οριοθέτησης.
Η θέση της Τουρκίας όμως συνεχίζει να παραμένει σε απόλυτη αδιαλλαξία. Ενέργειες όπως οι συνεχείς παραβάσεις και παραβιάσεις του εναερίου μας χώρου, οι κλιμακούμενες ανακηρύξεις NAFTEX, οι έρευνες για υδρογονάνθρακες και μάλιστα εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, το κλείσιμο της Αγίας Σοφίας και άλλα «νταηλίκια» δεν δημιουργούν κλίμα για έναρξη συνομιλιών και προδίδουν την αναξιοπιστία και κακοπιστία της άλλης πλευράς. Η Τουρκία αρνείται την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, και η επίκληση του γίνεται κατά καιρούς για προσχηματικούς αποκλειστικά λόγους. Επιμένει σε διμερή διαπραγμάτευση και θα αποφύγει ένα δικαστικό διακανονισμό, όπου οι διάδικοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και του δικαστή. Επιθυμεί και αποβλέπει να μας οδηγήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από θέσεως ισχύος, επιδιώκοντας τη φθορά των δυνάμεων μας ή τη δημιουργία τετελεσμένων. Αλλά η ισχύς και η αποτελεσματικότητα των ενόπλων μας δυνάμεων είναι βέβαιο ότι θα τους απογοητεύσει.-
*Ο Γιώργος Γκορέζης είναι υποστράτηγος ε.α., συγγραφέας, αρθρογράφος, ιστορικός ερευνητής. Διετέλεσε πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Στρατιωτικής Ιστορίας.
Join the Conversation