«Αυτός εκεί που δε λέει μιλιά θα φάει πολλή Τουρκιά». Αλή πασάς για τον Μάρκο Μπότσαρη
– «Πού πας ορέ Μάρκο; με τούτους πας να πολεμήσεις; Εκείνοι είναι μεγάλο ασκέρι». Λέει ο Καραϊσκάκης, αφού τον είδε με λίγους Σουλιώτες.
– «Αν σε ρωτήσουν πού πάω, να τους πεις, ότι ο Μάρκος πάει για να σκοτωθεί». Απαντάει φεύγοντας ο Σουλιώτης ήρωας. Και πήγε…
-«Μάνα δε γέννησε στην Ελλάδα δεύτερο Μάρκο… Ούτε είδα, ούτε θα ιδώ τέτοιον πολεμάρχη». Είπε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης για τον Μάρκο Μπότσαρη.
– «Ο Μάρκος εσώθει από την φθοράν. Μοναδικόν φαινόμενον αγνού και αδιάφθορου χαρακτήρος. Ανιδιοτελής, πιστός εις τους φίλους, αξιοπρεπής προ των εχθρών, γενναίος και μετριόφρων ηνδρώθη σιωπών και αναμένων. Δεν εδολιεύθη ούτε αυτόν τον Αλή. Δεν τον ήκουσαν ποτέ να ομιλή δια τας πράξεις του». Διονύσιος Κόκκινος
Μεταξύ τους οι Σουλιώτες μπορεί να μάλωναν, θύμωναν, τρώγονταν πολλές φορές, μα ήταν σαν να μάλωναν στην ίδια την φαμίλια, στο ίδιο σπίτι. Κι όμως ο αγώνας ήταν αγώνας. Πάλεψαν για την λευτεριά και απόσπασαν τον θαυμασμό όλης της χώρας.
Από την πλευρά των Τούρκων, δύο ασκέρια υπό τους Μουσταή Πασά της Σκόνδρας με 12.000 Αλβανούς και 3.000 Μιρντίτες (Αλβανοί βουνίσιοι ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί) και Ομέρ Βρυώνη πασά των Ιωαννίνων με 4.000 Τουρκαλβανούς, χωρισμένοι σε τρία τμήματα, ξεκινούν σε παράλληλη κάθοδο προς το Μεσολόγγι. Οι 5.000 μιρντίτες και μουσουλμάνοι, υπό τον Τσελαλεντίν μπέη, στρατοπέδευσαν στο Κεφαλόβρυσο.
Κατάλαβε ο Μάρκος τις δύσκολες ώρες και δεν κάθισε καθόλου μέσα στην πολιτεία, αλλά πήρε 350 όλους Σουλιώτες.
Μεταξύ αυτών οι περισσότερο αδιάλλακτοι ήσαν οι Τζαβελλαίοι, παλαιοί αντίζηλοι των Μποτσαραίων, φέροντες ήδη βαρέως ότι δεν είχε προαχθεί σε στρατηγό ο επιφανέστερος τούτων, Ζηγούρης Τζαβέλλας. Οι δε περισσότεροι οπλαρχηγοί της Δυτικής Ελλάδος, οι οποίοι είχαν προσφέρει σημαντικές πολεμικές υπηρεσίες, δεν ανέχονταν να γίνει στρατηγός ένας ξένος. Κατόπιν προτροπής και του Μεταξά, ο Μάρκος μίλησε με τους Σουλιώτες Ενωτικά, διότι έπρεπε να πολεμούν όλοι μαζί σαν Σουλιώτικο σώμα, με την ικανότητα και τις αξίες τους. Τους μίλησε αρβανίτικα για να τον καταλαβαίνουν όλοι και στο τέλος, έβγαλε το έγγραφο με το οποίο του είχε δοθεί το αξίωμα του στρατηγού, το έφερε στα χείλη του σε ένδειξη σεβασμού και το έσκισε ενώπιον όλων.
«Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό».
Οι καπεταναίοι απάντησαν, πως πολλές φορές είχαν νικήσει τους Γκέγκηδες και θα τους νικήσουν και τώρα σε τούτα τα βουνά που διάλεξαν να κατεβούν. Όλοι μαζί με τον θρυλικό αρχικαπετάνιο, τον Μάρκο Μπότσαρη, ανεβαίνουν για τα βουνά του Καρπενησιού.
Τζαβέλλας, Φωτομάρας, Ζέρβας, Γιολδάσης με τα αδέρφια του, Ζαχαράκη και Κώστα Σερέτη, Σιαδήμας, Κοντογιαναίοι της Φθιώτιδας τάχτηκαν στα Λακώματα της Σανιάδας που είναι στις πλαγιές του Κόρακα.
Ο Μάρκος και οι Σουλιώτες προχώρησαν στο Μικρό Χωριό. Μόλις έφτασαν έστειλε ο Μάρκος τρία ψυχωμένα παλικάρια να συγκεντρώσουν πληροφορίες για τον εχθρό. Τα ξαδέρφια του, τον Τούσια (Θανάση) Μπότσαρη, τον Νάση (Θανάση) Κουτσονίκα και τον Γιάννη Μπαϊραχτάρη. Τον μπαϊραχτάρη (σημαιοφόρο) του.
Ήταν 7 Αυγούστου που τούτα τα παλικάρια μπήκαν στο εχθρικό στρατόπεδο να το κατασκοπεύσουν, αφού τίποτα δεν διέφερε από τον εχθρό, ούτε στο ντύσιμο ούτε στην γλώσσα. Μπήκαν μέσα, ημέρα που είναι πιο χαλαρά τα πράγματα, έπιασαν κουβέντα με κάποιον τουρκαλβανό, τον κέρασαν και καπνό. Από αυτόν έμαθαν πάνω στην κουβέντα το σύνθημα τους, ότι τάχα δεν το θυμόντουσαν. Αφού γύρισαν το στρατόπεδο, είδαν και μάζεψαν πληροφορίες. Αν κάποιος τουρκαλβανός αμφέβαλε, τους έλεγε το σύνθημα. Αμέσως απαντούσαν με το παρασύνθημα, οπότε τους θεωρούσαν δικούς τους.
Σύνθημα των τουρκαλβανών: «Γκούρι». Παρασύνθημα: «Θίκα».
Μετάφραση: «Η πέτρα» «Το μαχαίρι».
Τιμή σε τούτα τα παλικάρια, τον Τούσια Μπότσατη, Τον Νάση Κουτσονίκα και τον Γιάννη Μπαϊραχτάρη. Γύρισαν την ίδια μέρα και είπαν όσα είδαν και άκουσαν στον Μάρκο. Αμέσως ο αρχικαπετάνιος έστειλε γράμμα στα Λακώματα:
«Αδερφοί καπεταναίοι. Εγώ ήρθα και έχω σκοπό να προσβάλω τον πασά. Αν θέλετε κατεβάτε κάτω στον Άγιο Νικόλαο του χωριού Κλαψίου να κουβεντιάσουμε και να τον χτυπήσουμε μαζί κι αν δεν θέλετε μην έρχεστε».
«Δεν είμαστε γυναίκες να μην πάμε», είπαν οι Σουλιώτες και πήγαν στον Άη Νικόλα. Εκεί τους περίμενε ο Μάρκος και μιλήσανε.
Ο εχθρός είχε πολύ στρατό και όση φθορά και αν υφίστατο στις αρχές, θα κατόρθωνε να ανασυνταχθεί και να αντιτάξει δυναμική άμυνα. Ο Μάρκος σκέφτηκε να χτυπήσει τις κεφαλές των του εχθρού, ώστε να τον παραλύσει. Αυτό θα γινόταν με επίθεση μέχρι τις σκηνές των πασάδων οι οποίοι θα εφονεύοντο ή θα αιχμαλωτίζοντο από τους άνδρες του οι περισσότεροι. Έτσι ακέφαλος ο εχθρικός στρατός, θα ήταν ανίκανος για δράση και έτσι η εκστρατεία του Μουσταή θα ματαιωνόταν. Ίσως δεν έπρεπε να είναι μπροστάρης στην επίθεση ο ίδιος ο Μάρκος για να αποφύγει να πάθει αυτό που πήγε να προκαλέσει στον εχθρό, βάζοντας την δική του ζωή σε κίνδυνο, όπως και έγινε.
Τα μεσάνυχτα 8 προς 9 Αυγούστου του 1823, ο Μάρκος με 350 μπαρουτοκαπνισμένους “Σουλιώτες”, εκ των οποίων οι 20 Ευρυτάνες, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες, εισβάλουν στο στρατόπεδο του Κεφαλόβρυσου από τη ποταμιά.
Ως γνωστόν, η ενδυμασία των τουρκαλβανών είναι πανομοιότυπη με τη φουστανέλα των Ελλήνων, επίσης ίδια είναι και η γλώσσα τους, η αρβανίτικη και αυτό το εκμεταλλεύεται ο Μάρκος με τους πολεμιστές του. Όμως, για να γνωρίζονται μεταξύ τους, φοράνε μαντίλια στο κεφάλι και ανασκουμπώνουν τα μανίκια τους. Οι Σουλιώτες, για την αναμεταξύ τους αναγνώριση (για την αποφυγή σύγχυσης), χρησιμοποιούν το σύνθημα «τσίλι γιε τι;”» (ποιος είσαι συ;) και ως παρασύνθημα το «χέκουρ» (σίδερο). Με αυτόν τον τρόπο εισέβαλαν στο κέντρο του στρατοπέδου, χωρίς να τους πάρουν είδηση. Οι περισσότεροι τουρκαλβανοί κοιμόντουσαν και οι υπόλοιποι, αμέριμνοι από την ήσυχη νύχτα του Αυγούστου, δεν υποψιάζονται το κακό που τους περιμένει. Οι Σουλιώτες, σαν τα ξωτικά της νύχτας, διαβαίνουν ανάμεσά τους και μέσα απ’ τις φορεσιές τους, σιγά -σιγά, φανερώνονται τα αστραφτερά γιαταγάνια τους.
Είχαν μάθει οι Τουρκαλβανοί Γκέγκηδες από μαντατοφόρο που δείλιασε και πήγε προσκύνησε, ότι ο Μάρκος θα τους επιτεθεί. Δεν τον πίστευαν ότι θα τους χτυπήσουν 1.250 άνθρωποι και μάλιστα τον «υπερήφανο» στρατό των Σκοντράνων και γέλασαν.
Έτσι λοιπόν, όπως αποφάσισε ο Μάρκος το βράδυ 8 με 9 Αυγούστου 1823, να μπει από την είσοδο της κοιλάδας ακολουθώντας το ρέμα και θα χτυπούσε άξαφνα. Οι άλλοι Σουλιώτες, Ευρυτάνες κ.α. με τον Κίτσο Τζαβέλλα θα ’πρεπε να πέσουν πάνω στον εχθρό από την άλλη μεριά, από την κιάφα (διάσελο) του Άη Αντρέα και από το γεφύρι του Δεσπότη, έτσι θα έβαζαν τον εχθρό στην μέση.
Προείπαμε ότι η ενδυμασία των τουρκαλβανών είναι πανομοιότυπη με τη φουστανέλα των Ελλήνων, επίσης ίδια είναι και η γλώσσα τους, η αρβανίτικη. Αυτό και ότι γνώριζαν και τα συνθηματικά των τουρκαλβανών (Γκούρι – θίκα), το εκμεταλλεύεται ο Μάρκος με τους πολεμιστές του.
Στις 8 Αυγούστου την νύχτα οι οπλαρχηγοί με τον Τζαβέλλα, έφτασαν στον Άη Αντρέα και έστειλαν ανιχνευτές. Με ακρίβεια κινήθηκε και ο Τζαβέλλας, από την ανατολική πλευρά, όπου οι δικοί του πήγαν σε αυτό το πέρασμα.
Από την άλλη μεριά ο Μάρκος με τους άντρες του έμπαινε στην ρεματιά το βράδυ που όρισαν, όπως είχαν μιλήσει. Για να περάσουν από τα καραούλια χρησιμοποίησαν τα συνθήματα των τουρκαλβανών που είχαν φέρει μαζί με τις υπόλοιπες πληροφορίες, ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Νάσης Κουτσονίκας και ο Γιάννης Μπαϊραχτάρης, ξαδέρφια του Μάρκου. Όταν άκουγαν το σύνθημα των τουρκαλβανών, «Γκούρι», απαντούσαν με το τουρκαλβανικό παρασύνθημα: «Θίκα».
Σύνθημα μεταξύ των Σουλιωτών για να μη σκοτωθούν μεταξύ τους είχαν το: «Τσίλι γιε τι;» (ποιος είσαι) και παρασύνθημα: «Χέκουρ» (σίδερο).
Ξαφνικά, την γαλήνη της νυχτιάς την αναστατώνει η σάλπιγγα της επίθεσης. Τότε άρχισε το μεγάλο γιουρούσι, μοναδικό στην ιστορία των Σουλιωτών. Το Κεφαλόβρυσο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μετατρέπεται σε ένα απέραντο «σφαγείο» Τουρκαλβανών. Το απερίγραπτο μακελειό συνεχίστηκε ως πριν χαράξει στο Κεφαλόβρυσο και γέμισε η κοιλάδα σφαγμένα κουφάρια. Τους βρήκε τέτοιο κακό μέσα στην νύχτα στο ορδί τους και πάνω στον πρώτο ύπνο που νόμισαν ότι ήταν λάθος, ατύχημα και φώναζαν: «Χατάς…χατάς…». Απάντησε ο ίδιος ο Μάρκος φωνάζοντας:
– Δεν είναι χατάς (λάθος), σας σφάζει ο Μάρκος.
Οι Σουλιώτες, αλαλάζουν σαν δαιμονισμένοι και σφάζουν ασταμάτητα, για να μην προλάβουν οι τουρκαλβανοί να συνέρθουν. Τρέχουν πανικόβλητοι «οι αήττητοι» του Μουσταή Πασά της Σκόνδρας πανικοβλημένοι και πνιγμένοι στο αίμα. Οι Σουλιώτες ορμούν με ακόμα περισσότερη μανία και αστείρευτο πάθος. Μεγάλος είναι ο πανικός και η σύγχυση που επικρατεί στους τουρκαλβανούς. Δεν ξέρουν από ποιον να φυλαχτούν και σφάζονται μεταξύ τους.
Ο Κουτσονίκας γράφει, ότι ο Κίτσος Τζαβέλλας με τους δικούς του πολέμησε από την άλλη μεριά ως πριν το χάραμα που υποχώρησαν όλοι.Τα σπαθιά βούλιαζαν στις σάρκες των τουρκαλβανών και έκοβαν τα κεφάλια τους, σφύριζαν οι σφαίρες στην λαγκαδιά και στα φυλλώματα των πλατάνων, σαν χαλάζι. Μια σφαίρα βρήκε τον Μάρκο στο βουβώνα, μα δεν την κατάλαβε και συνέχιζε την σφαγή.
Το σώμα υπό τον Κίτσο Τζαβέλα υποχώρησε μετά από σύντομη ανταλλαγή πυρών, γράφει η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ’, σ. 303.
Αλλά μόνον ολίγοι υπό τον Κίτσον Τζαβέλλαν επέπεσαν εκ του ετέρου μέρους, των πολλών απειθησάντων. Σπ.Τρικούπης. Ιστ. της Ελληνικής Επαναστάσεως σελ. 41 τ. Γ΄.
Αυτή είναι η πρώτη καταδρομική επίθεση στη παγκόσμια πολεμική ιστορία που έχει καταγραφή και ήταν σχέδιο του Μάρκο Μπότσαρη.
Τον Μάρκο έμελλε εκείνο το βράδυ να τον σταματήσει μόνο ο θάνατος από το να πιάσει τον Σκόντρα αιχμάλωτο ή να του πάρει το κεφάλι!
Ο Μουσταή Πασά της Σκόντρας ταμπουρωμένος πίσω από την μάντρα με όλους τους σωματοφύλακες και ο Μάρκος όρμησε κατά κει. Από κοντά του o ξάδερφός του Νάσης Κουτσονίκας, αδερφός του Λάμπρου, καθώς ο άλλος ξάδερφός του Τούσιας Μπότσαρης, έσφαζε τουρκαλβανούς λίγο πιο πέρα. Δεν πρόκανε ο Κουτσονίκας να κρατήσει το λαβωμένο στο βουβώνα θηρίο, προτού βγάλει το κεφάλι από τον τοίχο να χιμήξει. Το βόλι από τον αφρικανό υποτακτικό του Μουσταή τον βρήκε στο μάτι και τον τραυμάτισε θανάσιμα.
Με το χάραμα της 9 Αυγούστου οι Σουλιώτες αποχωρούν χωρίς τον κίνδυνο να τους ακολουθήσει κανείς. Οι Σουλιώτες λουσμένοι πατόκορφα απ’ το εχθρικό αίμα γελούν με το κατόρθωμά τους. Μαζί τους, εκτός τα πολλά λάφυρα, σέρνουν αιχμάλωτο και τον διοικητή του στρατοπέδου, τον Άγο Βασιάρη.
Δίπλα του ο Νάσης Κουτσονίκας βλέπει με πόνο και συντριβή να πέφτει ο Μάρκος. Τον φορτώνεται ο άλλος εξάδερφός του, ο Τούσιας Μπότσαρης για να τον κατεβάσουν μέσα στην νύχτα προτού το αντιληφτούν τα παλικάρια ότι ο Μάρκος πάει και χάσουν το ηθικό τους.
Όταν απομακρύνονται αρκετά από το διαλυμένο στρατόπεδο οι Σουλιώτες και χάνονται οι κραυγές του πόνου και της απελπισίας, φτάνουν σε ένα αναπάντεχο θέαμα. Σε ένα πλάτωμα του Κώνισκου, βλέπουν τον αρχηγό τους, το Μάρκο, νεκρό. Δίπλα του, οι συνοδοί του σκυφτοί και αμίλητοι. Η χαρά της νίκης μετατρέπεται σε οδύνη και το μίσος της εκδίκησης τρελαίνει το μυαλό τους. Με μιας γονατίζουν τον αιχμάλωτο Άγο Βασιάρη μπρος στο σώμα του αρχηγού τους, όπως ορίζουν τα αρχαία πολεμικα έθιμα και τον σφάζουν.
Ο θάνατος του ήρωα Μάρκου Μπότσαρη
Ο Μάρκος είχε πιάσει τον Άγο Βασιάρη που ήταν αρχηγός του στρατοπέδου και τον παρέδωσε στους Σουλιώτες να τον κρατήσουν. Εκείνοι όμως μετά τον θάνατο του Μάρκου, τον σκότωσαν.
Η είδηση για τον χαμό του Μάρκου Μπότσαρη έγινε στριγγιά φωνή και μεγάλο μοιρολόι και πέταξε πάνω από βουνά, φαράγγια και κάμπους από όλη την όλη την επαναστατημένη Ελλάδα. Και έφτασε και εδώ πάνω στην Ήπειρο, στην Θεσπρωτία και στο ερημωμένο Σούλι στην γενέτειρα του Μάρκου και όλων των Σουλιωτών.
Τον Μάρκο τον πήγαν στο Μεγάλο Χωριό 5 η ώρα το πρωί και από κει συνοδεία 100 Σουλιώτες για το Μεσολόγγι. Έφτασαν 11 η ώρα στο μοναστήρι του Προυσού όπου είχε αποσυρθεί ο Καραϊσκάκης μετά την αρρώστια του. Φτάνοντας η πομπή των Σουλιωτών, βγήκε κλαίγοντας ο Καραϊσκάκης και πάει στον νεκρό Μάρκο και τον ασπάζεται. Αποχαιρετώντας τον δε, λέει:
«Μακάρι αδερφέ Μάρκο από τέτοιον θάνατο να πάενα κι εγώ».
Περπατώντας πολύ γρήγορα και ασταμάτητα οι Σουλιώτες με τον νεκρό Μάρκο, έφτασαν στο Αγρίνιο 11 η ώρα προτού τα μεσάνυχτα και από εκεί στο Μεσολόγγι στις 10 Αυγούστου στις 9 με 10 η ώρα το πρωί.
Βαρύ πένθος για τον 33χρονο αρχικαπετάνιο Μάρκο Μπότσαρη στο Μεσολόγγι. Ο πρώτος έπαρχος υποδέχτηκε τον Μάρκο και τον ασπάστηκε. Η Μάρω, αδερφή του Μάρκου ζήτησε να τον πάρει στο σπίτι της για τις τελευταίες φροντίδες και να τον κλάψει. Συνηθισμένη από θανάτους η φάρα των Μποτσαραίων, όπως και όλων των Σουλιωτών.
«Ήταν γραμμένο έτσι να πάει και ο Μάρκος μου, από τότε που γεννήθηκα δεν άκουσα και δεν είδα τίποτε άλλο από σκοτωμούς, πόλεμο και κακό».
Είπε μέσα στα άλλα η αδερφή του Μάρκου η Μάρω. Κι έκλαψε τον αδερφό της με έναν γοερό θρήνο, που εξιστορούσε την ζωή του από το Σούλι που γεννήθηκε ως την Κέρκυρα, στην Ιταλία, στα νησιά, παντού όπου περπάτησε ο ήρωας και ανέβασαν τον θρήνο πολύ ψηλά και έφτασαν και στο Καρπενήσι που άφησε την τελευταία του πνοή τούτος ο αετός που ήταν του Σουλίου και έγινε ολόκληρης της Ελλάδας. Ο θάνατος του Μάρκου, χαρακτηρίστηκε ως «εθνική συμφορά».
Συμφωνία επιβλητική οι 33 κανονιές όσες και τα χρόνια του Μάρκο Μπότσαρη του Σουλιώτη, που αντηχούσαν κάθε ένα τέταρτο.
Η κηδεία του Μάρκου
Η κηδεία του Μάρκο Μπότσαρη. Μελανογραφία του Αθανασίου Ιατρίδη
Ο ίδιος ο έπαρχος Κ. Μεταξάς γράφει: «Ο νεκρός πέρασε στο σπίτι του θριαμβευτικά, ντυμένος με τα καλά του και σκεπασμένος με την Ελληνική σημαία. Κι ο λαός σε ατελείωτη σειρά περνούσε και φιλούσε τον ελευθερωτή της πατρίδας».
Το απόγευμα έγινε η κηδεία, ξεκινώντας από το σπίτι του έπαρχου για να δειχτεί πως τον κηδεύει το έθνος. Τούτη η πομπή έμοιαζε με έναν θρίαμβο σαν εκείνο των αυτοκρατόρων της Ρώμης ή των Βυζαντινών στρατηγών. Μπροστά οι τουρκαλβανοί αιχμάλωτοι, άλογα των πασάδων με τις τούρκικες σημαίες από πάνω. Ακολουθούσαν οι παπάδες με τον Δεσπότη, κι αμέσως ύστερα ο νεκρός που τον σήκωναν ψηλά, στα δυνατά τους μπράτσα 12 παλικάρια του, ενώ κοντά στο φέρετρο ακολουθούσε η Μάρω και οι άλλοι συγγενείς του, ο Έπαρχος οι καπεταναίοι, ο λαός. Γυναίκες με ξέπλεκα μαλλιά ριγμένα στην πλάτη συμπλήρωναν την πορεία, ενώ ακολουθούσαν φορτιάτικα ζώα με όλα τα όπλα και τα σπαθιά, που πιάστηκαν στην μάχη. Τελευταία έρχονταν οχτώ χιλιάδες γιδοπρόβατα και έκλεινε ο θρίαμβος.
Μετά την νεκρώσιμη ακολουθία θάφτηκε μπροστά στον ιερό ναό της εκκλησιάς «Παναγία» δίπλα στον τάφο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.
Δεν υπήρχε άνθρωπος απλός κι επίσημος που να μην τον συγκίνησε ο θάνατος του Μάρκου.
Πριν το ξημέρωμα της 9ης Αυγούστου 1823 ο Μάρκος Μπότσαρης από την μάχη στο Κεφαλόβρυσο πέρασε στην αιωνιότητα.
Οι απώλειες της μάχης εκατέρωθεν
Το νυχτερινό γιουρούσι που ξημέρωνε η 9 Αυγούστου 1823, στα Πλατάνια του Κεφαλόβρυσου, οι Έλληνες – Σουλιώτες είχαν ακόμη 59 νεκρούς, εκτός του Μάρκου και 42 τραυματισμένους. Κατά τον Σπ. Τρικούπη, 36 εφονεύθησαν, και 20 επληγώθησαν.
Σκότωσαν 1.000 Τουρκαλβανούς και πλήγωσαν λιγότερους. Έπιασαν αιχμαλώτους και πήραν 1.600 τουφέκια, 1.800 πιστόλες και 300 σπαθιά. Πήραν ακόμα, 1.200 άλογα, 30 μουλάρια, 4 σημαίες και χιλιάδες γιδοπρόβατα.
Όμως κάποιοι ιστορικοί μιλάνε για 3.000 απώλειες των Τούρκων, ο Πρόκες Όστεν για 2.000 και ένα τραγούδι για 1.200.
Πολλά τραγούδια γράφτηκαν για τον Μάρκο. Τραγούδια που εξυμνούσαν την παλικαριά του, τις μάχες που έδωσε αλλά και θρήνοι και μοιρολόγια, για τον θάνατό του σε αρβανίτικα και σε ελληνικά. Όλη η Δυτική αλλά και η υπόλοιπη Ελλάδα θρήνησε αυτό το παλικάρι, τον μετρημένο, τον ντροπαλό και λιγομίλητο και γνωστικό, τον άξιο και έξυπνο αρχικαπετάνιο, που στις μάχες γινόταν θηρίο ανήμερο και τον έτρεμαν και σέβονταν και οι εχθροί του. Κάποιοι έκλαψαν την απώλεια τέτοιου παλικαριού, όπως ο πασάς Ισμαήλ Πλιάσα, από σεβασμό στον Μάρκο κι ας ήταν οχτρός.
Έγραψαν πολλοί ποιητές και συγγραφείς για τον Μάρκο. Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη συγκίνησε τους φιλέλληνες σε Ευρώπη και Αμερική. Αρκετά ποιήματα αφιερωμένα σ’ αυτόν από πολλούς Ευρωπαίους ποιητές, ακόμη και ο Ζακυνθινός συνθέτης Παύλος Καρρέρ το1858 παρουσίασε την όπερα «Μάρκος Μπότσαρης». Μία πλατεία του Στρασβούργου έχει το όνομα του Έλληνα οπλαρχηγού και μια ταμπέλα γράφει εν συντομία ποιος ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης. Το γαλλικό κράτος τίμησε το 1911 τον Μάρκο Μπότσαρη, δίνοντας σ’ έναν από τους σταθμούς του παρισινού μετρό τ’ όνομά του («Botzaris»). Στο Στρασβούργο υπάρχει πλατεία που έχει το όνομά του: «Square Markos Botzaris».
Μετά την Έξοδο και τη κατάληψη του Μεσολογγίου, τον Απρίλιο του 1826, οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ και οι Τουρκαλβανοί του Κιουταχή συνέχισαν με άγρια λαφυραγωγία του Μεσολογγίου, οι αιγύπτιοι στρατιώτες εντόπισαν το μνήμα του Μάρκου και αποπειράθηκαν να το συλήσουν. Τότε οι αλβανοί μαχητές προτείνοντας τα καρυοφύλλια και τα γιαταγάνια τους προστάτευσαν τον τάφο του αγωνιστή από τη βεβήλωση, δηλώνοντας ότι δεν θα επέτρεπαν τη μετά θάνατον προσβολή της μνήμης ενός τέτοιου άντρα-πολεμιστή!
Γράφτηκε όμως και ότι οθωμανοί και τουρκαλβανοί άνοιξαν τον τάφο του Μπότσαρη αναζητώντας τα πολύτιμα όπλα του.
Λέγεται ότι Μουσταής Πασάς αναφώνησε πως «Θα ήθελα να έχω την παλληκαριά του».
Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία του και τη σημαντική συμβολή του στον Αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και δίκαια θεωρείται εθνικός ήρωας. Είναι ο μόνος ίσως που δεν θα του βρει κάποιος ούτε ένα ψεγάδι, σε αυτό το ανδρείο παλικάρι, τον συνετό άνδρα, τον έξυπνο στρατιωτικό, τον ακέραιο χαρακτήρα. Ο μεγαλύτερος ήρωας που γέννησε η Ήπειρος και από τους μεγαλύτερους ήρωές της κατά την ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Χαρακτηρίστηκε ως ο «Λεωνίδας» της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας.
Ήταν παράδειγμα ανδρείας και ήθους και πρέπει κάποια στιγμή η γενέτειρα Θεσπρωτία να τον τιμήσει με ανδριάντα στην πρωτεύουσά της.
Γκιόλιας Μ., Ιστορία Της Ευρυτανίας στους Νεότερους Χρόνους (1393 – 1821), Εκδόσεις «ΠΟΡΕΙΑ», Αθήνα 1999.
Μαυρομύτης Γ.Α., Καρπενήσι 1810 – 1820, Εκδόσεις «ΠΑΝΕΥΡΥΤΑΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ», Αθήνα 2006.
Μηχιώτης Χ., Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι, Εκδόσεις «ΚΑΣΤΑΛΙΑ», Αθήνα 1990.
Ν. Γ. Ζιάγκου: Μάρκος Μπότσαρης Αθήνα 1966
Κ. Μεταξά: Ιστορικά απομνημονεύματα
Σπ. Τρικούπη: «Ιστορία του» Τ. Γ΄. 2η έκδοση 1862
Γουσταύος Φρειδερίκος Χέρτσβεργκ : Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τ2 (Μετάφραση Π. Καρολίδου 1916
Διονύσιος Κόκκινος Η Ελληνική Επανάσταση Τόμος Γ΄
Join the Conversation