Ζέστες και μεις παιδιά τι παιδιά τρελόπαιδα πηγαίναμε σε βρύσες, σε λάκκους, σε μπουρίμες και γινόμαστε λούτσα. Τσαλαβουτούσαμε φωνάζοντας και πετώντας νερό με τις χούφτες μας..Βρέχαμε ο ένας τον άλλον.Κρέμονταν τα ρούχα μας μα ποιος νοιάζονταν..
Τι κι αν φώναζαν οι μανάδες μας, εμείς εκεί να παίζουμε βουτώντας το κεφάλι μας ή ρίχνοντας νερό ο ένας στον άλλον μας και όποιος πέρναγε χαρά μεγάλη , τον βρέχαμε κι εκείνον.
Καλοκαίρι,ούτε διάβασμα για τους μαθητές του δημοτικού ούτε φωνές.
Για τους μαθητές του γυμνασίου τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αν περνούσαν όλα τα μαθήματα πήγαιναν και βοηθούσαν τους γονείς τους.
Αυτοί ούτε γράψιμο ούτε ασκήσεις… Ήταν το Καλοκαίρι των καλών παιδιών, των καλών μαθητών… φυσικά ούτε δουλειά, εδώ ρόλο έπαιζε το αν μπορούσε η οικογένεια χωρίς τα παιδιά να τα βγάλει πέρα… σπάνιο πράγμα..
Τώρα το να πηγαίναμε τσούρμο με όποιον είχε πρόβατα ήταν γλέντι…Εξαντλούσαμε όλα τα παιχνίδια ενώ τα πρόβατα βοσκούσαν ή στάλιζαν κάτω από ένα δένδρο…
Τα παιδιά του γυμνασίου όμως όπως είπαμε είχαν βάσανα.Αν δεν περνούσαν κάποιο μάθημα τότε όλο το Καλοκαίρι διάβαζαν το μάθημα να δώσουν εξετάσεις το Σεπτέμβριο να το περάσουν και να βρεθούν στην επόμενη τάξη με τους συμμαθητές τους. Αυτοί που έμεναν στην ίδια τάξη σπάνια συνέχιζαν..
Μη σκεφτεί κανείς πως επειδή γυρίζαμε όλη την ημέρα πεινούσαμε αφού στα σπίτια μας δεν μαζευόμασταν.
Το περβόλι της γιαγιάς μας ήταν εκεί και μας περίμενε.Και αν είμαστε μακριά όλο και κάποιος συγγενής είχε κήπο ή περιβόλι…. Κανείς δεν μας μάλωνε μόνο αν σπάζαμε κανένα κλαδί από τα δένδρα τότε μας μάλωναν…
Έτρεχα στην κουζίνα μας και έπαιρνα ψωμί μετά έτρεχα να το πάω στα αγόρια μας. Εκείνα έκοβαν φρούτα και τρώγαμε φρούτα με ψωμί. Στην παρέα μας έρχονταν και γειτονόπουλα.
Κάποια στιγμή τα αγόρια έφευγαν για το ποτάμι. Τα αγόρια στο ποτάμι κολυμπούσαν και ψάρευαν… Μάζευαν πέτρες στρογγυλές κι έκοβαν καλαμιές…ακόμα προσπαθούσαν να πιάσουν πουλιά.
Εγώ έπαιρνα τον δρόμο για την αυλή μας να πάρω το κέντημά μου να μάθω να ξεστραβωθώ όπως έλεγε η μάνα μου.. Στην αυλή οι μεγάλες κοπέλες κουβέντιαζαν για αρραβώνες για γάμους για γιορτές.
Εγώ τότε έβαζα το ραδιόφωνο και αρχίζαμε το χορό. Μπροστά οι μεγάλες και πίσω εμείς να ακολουθούμε τα βήματά τους.Τότε η γειτονιά ήταν σαν μια αγκαλιά. Βγαίνανε και οι μάνες μας, καμαρώνανε τις όμορφες κοπέλες τους.
Και είχε η γειτονιά μας κούκλες… Ναι και μένα η γιαγιά μου κούκλα με έβλεπε η μάνα μου… πανούκλα.. Ήταν τότε οι γειτονιές μια αγκαλιά. Κάποτε αρχίσαμε να φεύγουμε…. Και τώρα ψάχνουμε η μια την άλλη και χαιρόμαστε γιατί είμαστε ζωντανές όταν βρεθούμε ακόμη κι αν απλά τηλεφωνηθούμε..
Σε τούτα τα χρόνια ζω μια άλλη ζωή μια ζωή βουτηγμένη στα παλιά στις αναμνήσεις μας…. και μας ένωσε το ραδιόφωνο και η Παραμυθιά online.
Ευχαριστώ όλους όσους με ανέχτηκαν τόσα χρόνια.
Θέλω να γνωρίζουν όλοι πως ότι έγραψα είναι κομμάτι της ψυχής μου είναι στιγμές από την ζωή μας… Φίλοι μου είμαι ευγνώμων σε όλους σας.
Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Join the Conversation