Ήμουν μαθήτρια του Γυμνασίου τότε στην Παραμυθιά. Η πόλη μας χαρούμενη γελαστή γεμάτη χρώματα κι αρώματα μας προσκαλούσε στο πανηγύρι της ζωής. Δουλειά μου να διαβάζω και να πηγαίνω στο σχολείο μου. Ήμουν καλή μαθήτρια διαβαστερή όπως έλεγε η γιαγιά μου.
Τότε παρουσιάστηκε μια άγνωστη γρίπη, μια γρίπη όπως έλεγαν σαν του παλιού καιρού που πέθαναν χιλιάδες πολλές..χιλιάδες. Διαβάζαμε στις εφημερίδες πως τόσοι πέθαναν στην Κίνα τόσοι στην Ασία γενικά και αδιάφοροι για ότι έγραφαν οι εφημερίδες για μας ήταν σαν το παραμύθι της γιαγιάς.
Βέβαια τότε πολλοί μιλούσαν για την γρίπη του 1917-1918 αλλά κι αυτή ήταν παλιά πολύ παλιά.Τώρα είχαμε φάρμακα.. Οι γέροι και οι γριές μολογούσαν αλοίμονό μας αν έρθει πάλι.
Εκείνο τον καιρό λίγο πριν επισκεφτεί τους ανθρώπους είχε μπει στα κοτέτσια μας. Χιλάδες κότες χωρίς αιτία ψόφαγαν. Και κει έμπαινε και η γρίπη που ήρθε και στον άνθρωπο.Ήταν της κότας,, ναι της κότας,, και ψόφαγαν οι κότες και οι νοικοκυρές τις θάβανε σε γούρνες που έριχναν μέσα ασβέστη, μα πέθαιναν και οι άνθρωποι…Αυτό για τις κότες και το 1917
Μολόγαναν πως σε κάθε σπίτι πέθαιναν γέροι και παιδιά. Και ξαφνικά οι εφημερίδες έγραψαν πως η Ασιατική Γρίπη που ήρθε στην Ευρώπη και όπως καταλαβαίνεται ήρθε και στην χώρα μας.
Πήγαινα στο Γυμνάσιο και νόμιζα πως αυτό είναι παραμύθι. Δεν ήταν δυστυχώς. Σε κάθε σπίτι ήταν πολλοί άρρωστοι. Στο δικό μας σπίτι όλοι ήταν με πολύ πυρετό και όλο κάνανε εμετούς. Εκεί στην κουζίνα δίπλα είχαμε ένα καμπινέ μόνο για αρρώστους και μου έβγαινε η ψυχή να κουβαλάω νερό. Η ψυχοπαίδα του σπιτιού ήταν άρρωστη κι αυτή,,εγώ θηρίο.
Ξαπλωμένοι στα μπάσια της κουζίνας μας όλοι περίμεναν να τους δίνω τσάι με λεμόνι και μέλι. Δίπλα είχα μια λεκάνη με νερό και ξύδι και έβαζα κομπρέσες
Ο γιατρός ο Κούρτης μου έδωσε εντολή. Κομπρέσες με ξυδόνερο, ασπιρίνες, τσάι κρύο και ζεστό. Φαγητό, λαπάς με λεμόνι και ζωμό από κοτόπουλο.Αν δεις πως κάτι δεν πάει καλά με φωνάζεις.. Αυτό κράτησε περίπου είκοσι μέρες γιατί η γρίπη πήγαινε από τον ένα στον άλλον.. Τώρα θα σας πω, πως το μόνο άτομο που δεν αρρώστησε ήταν η αφεντιά μου.
Η μάνα μου που ήταν χάλια μουρμούριζε αφού είναι γρίπη μόνη της. Στο σχολείο δεν πήγαινα και πως να πήγαινα που όλο το σπίτι ήταν σαν νοσοκομείο.Αυτό στο σπίτι μας κράτησε πάνω από ένα μήνα. Εγώ ούτε πυρετό ούτε βήχα ούτε τίποτε όλα καλά και βέβαια είχαν την απορία πως εγώ που αρρώσταινα με το παραμικρό εδώ ήμουν άτρωτη.
Στα χωριά που ήταν ορεινά βασανίστηκαν περισσότερο γιατί δεν είχαν λεμόνια και τσάι ευρωπα’ι’κό όπως το λέγανε. Από αυτή τη γρίπη πέθαναν πολλοί γέροι αλλά και παιδιά. Επειδή στο σπίτι μας δόξα τον Θεό όλοι έγιναν καλά νόμιζα πως έτσι ήταν απλά μια αρρώστια.. Η απορία του πατέρα μου πως εγώ πέρασα χωρίς να αρρωστήσω μας την έδωσε ο γιατρός.
Τότε εγώ έπαιρνα σουλφαμίδες για κάποιο πρόβλημα υγείας που είχα. Αυτό παλιά. σήμερα ο κόσμος βασανίζεται με τον ιό τι σημασία έχει πως τον λένε; Σημασία έχει η ζωή και η υγεία όλου του κόσμου. Τότε λέγανε πως σε όλον τον κόσμο πέθαναν πάνω από δυο εκατομμύρια άνθρωποι.
Τότε δεν καταλάβαινα τώρα καταλαβαίνω μόνο απορώ πως αυτές οι αρρώστιες έρχονται από την Ασία. Σήμερα και η μικρή μου πόλη η αγαπημένη μου Παραμυθιά μπήκε στο χώρο του ιού. Άλλες εποχές βέβαια. Εύχομαι να βγούμε αλώβητοι από αυτή την μάστιγα. Θα περάσει γρήγορα. Περαστικά σας και να ακούμε όλοι τον κύριο Τσιόδρα
Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Join the Conversation