Χαμογελαστός. Ανέβαινε τη σκάλα του σπιτιού και έμπαινε κατ΄ευθείαν στην κουζίνα. Μας καλησπέριζε και κατόπιν μας έδινε από ένα μικρό λουκουμάκι ή μια σπασμένη ζαχαρόκουκλα. Τρέχαμε στην αγκαλιά του, να μας πει ένα παραμύθι.
-Πρώτα θα φάμε και μετά θα πούμε το παραμύθι.
-Ποιος δεν διάβασε;
-Κανένας μας, όλοι έπρεπε να είχαμε διαβάσει, όμως ο Δημήτρης δεν το ήθελε και πολύ το διάβασμα.
Εγώ δεν έφευγα από την αγκαλιά του και την ώρα του φαγητού καθόμουνα απέναντί του.
Κάτω από την τάβλα μας ήταν η γάτα μας με το μπόμπυ το σκυλάκι μας που ήταν μισός από τη γάτα μας Το είχε φέρει ο θείος από την Αθήνα.
Η γιαγιά μας χαμογελούσε μα δεν μίλαγε, μονάχα η μάνα μου κούναγε το κεφάλι της τι θα την κάνουμε αυτή, έλεγε πάντα. Μα κανείς δεν της απαντούσε. Η “αυτή” είμαι εγώ.
Μετά το φαγητό αν ήταν χειμώνας καθόμαστε γύρω από το τζάκι και μας έλεγαν παραμύθια. Εκτός από τους μύθους του Αισώπου και τις παραβολές από τον Χριστούλη μας, μας έλεγαν ιστορίες του τόπου μας, για τους Σουλιώτες, για το Διονύσιο το Σκυλόσοφο που τον θαυμάζαμε όλοι μας, τούτον το Δεσπότη που όλο επαναστάσεις έκανε και όλο αγωνίζουνταν να ξυπνήσει στις καρδιές των ραγιάδων τη λευτεριά. και κει ήταν όλοι οι Παραμυθιώτες η Ντουσκάρα και η Ρίζα, μαζί με το δεσπότη τους, μα πολλές φορές ο παππούς μας, έλεγε. Σιωπή, η Αλεξάνδρα θα μας διαβάσει ένα κομμάτι από τα ματωμένα ράσα ή μήπως θέλετε από το γέρο του Μωριά;
Εκεί έμπαινε στη μέση η γιαγιά μας, να τους πεις για τον Άγιο Αναστάσιο το δικό μας Άγιο που τον σκότωσαν με βασανιστήρια οι τούρκοι γιατί δεν έγινε μουσουλμάνος και γιατί δεν προσκύνησε τον Αλλάχ.
Να την πω εγώ γιαγιά την ιστορία του Άγιου Δονάτου; Έλεγε ο Δημήτρης. Πολλές φορές όμως είχαν τα πρόσωπά τους μια συννεφιά, ένα δάκρυ. Εμείς τότε τσωπαίναμαν και καθόμασταν στη γωνιά χωρίς να μιλάμε.
Ήταν του Αγίου Δημητρίου η μέρα και η τρίτη του Ιουνίου. Το γνωρίζαμε πως ο θείος μας ο Μήτσιος σκοτώθηκε ή μάλλον τραυματίσθηκε στον πόλεμο και κατόπιν πέθανε.
Ήταν Ιούνιος ακόμη όταν η μάνα μου μετά από τρία χρόνια έφερε τα οστά του από το βουνό που πέθανε το χωριό, στην πόλη μας στον τόπο μας στον οικογενειακό μας τάφο. Εκεί στον Αηνικόλα μας.
Η γιαγιά πάντα μοιρολόγαγε με λόγια τρυφερά, ο παππούς μας με ένα ωχωχωωωωω. Ύστερα έβγαινε να πάρει αέρα στο πεζούλι της καρυδιάς μας και γω,, πάλι εκεί στην αγκαλιά του. Παππούλη παππούλη δε θέλω να κλαις.
– Πότε ματάκια μου έκλαψα;
-Να όταν κάνεις ωχ ωχ ωχωωωω
Αυτό είναι ένα τραγούδι μάτια μου.Δεν μιλούσα. Εδώ ήξερα καλά πως ο παππούς μας, όταν τραγουδούσε έλεγε τα δασιά τα πλατάνια. Στο σπίτι μας οι ώρες είχαν ένα γλυκό χρώμα και ας ήταν πολλές φορές σκούρο.
Υπήρχε η γνώση των βασάνων που πέρασαν ως χθες. Έτσι έλεγε η γιαγιά και γω νόμιζα πως δεν θυμάται το χθες ήταν χθες μετά προχθές κλπ
Και γω πολλές φορές έχω μέσα μου αυτήν την απροσδιόριστη πίκρα που μπορεί να γλυκαίνουν τη ζωή και ας μην είναι δίπλα μου κανένας από τα πενήντα άτομα που είχε η οικογένεια, παππούδες, θείους, θείες, ξαδέλφια, που τα σπίτια μας ήταν δίπλα- δίπλα και οι καρδιές μας ήταν δίπλα- δίπλα.
Και είχε ήχους, πότε ο αργαλειός, πότε η ραπτομηχανές, πότε οι μηχανές που έκαναν κεντήματα κοφτά της μηχανής και ας ήταν καλύτερα του χεριού, πότε το τραγούδι των κοριτσιών καθώς έραβαν τις προίκες. Μα μουσική ήταν και τα τζιτζίκια που όλη τη μέρα το Καλοκαίρι τραγουδούσαν ανέμελα, και τα πουλιά που όλο τσιμπολογούσαν φρούτα από τον κήπο μας.
Εκεί πάντα σε μιαν άκρη κάποιος ή κάποια έκοβε κουρέλια και τα έραβε Τα πιο παλιά ρούχα αυτά που δεν μπορούσαν να μπαλωθούν άλλο γίνονταν κάτι σαν κλωστές . Αυτά θα τα κάνανε κουρελούδες στον αργαλειό.
Τα αστρόφωτα καλοκαιρινά βράδια περνούσαν εκεί στις ψάθες, ρίχναμε ένα χράμι και ξαπλώναμε πάνω με τα μαξιλάρια τα υφαντά. Εκεί μας έπαιρνε ο ύπνος καθώς εκεί μετράγαμε τα άστρα. και ήταν τόσο φωτεινά τόσο φωτεινά, και ήταν τόσο δυνατό το αστέρι το λαμπρό που έχει στην ουρά της η μικρή Άρκτος. Και η ερώτηση γιατί το έχει η μικρή και δεν το έχει η μεγάλη; Πόσοι μύθοι δεν ήταν γραμμένοι από τα χρόνια τα παλιά, πόσοι άνθρωποι δεν γίναν αστέρια και πόσοι θεοί δεν έκρυψαν εκεί τα πάθη τους
Και κείνο το φεγγάρι πότε σαν μια φετούλα πεπόνι πότε ολόγιομο σαν πορτοκάλι και του Αυγούστου μεγάλο φωτεινό να ακουμπά πάνω στο βουνό μας, να παίζει με τα σύννεφα, Αχ κείνα τα αστέρια τόσο λαμπερά,τόσο μαγικά ήταν και το παιχνίδι των ίσκιων να συνεχίζεται, πότε να χάνεται στο ταξίδι του το φεγγάρι, πίσω από τα δένδρα.Εκείνο έπαιζε με μας ή εμείς με κείνο; Και το ταξίδι ατέλειωτο αενάως τραγικό, ως το τέλος, μα πιο τέλος; Το δικό μας.
Και μέσα στις ιστορίες,,, να που ο Δίας θυμωμένος κρέμασε την Ήρα τη γυναίκα του και κουνιαρίζουνταν και ήθελε να λυθεί μα δεν μπορούσε γκοτζαμάν θεά και γυναίκα του Δία που ήταν άντε να μη πω. Μη έβλεπε όμορφη ο Δίας να κέρατο στην καημένη την Ήρα και δεν μπορούσε να τη λύσει κανένας ποιος μπορούσε να παραβεί τις εντολές του Διά, θεός κι αυτός…..
Για κοίτα κάτι καυγατζήδες θεούς που είχαν οι αρχαίοι μας και ήταν και σοφοί!
Και κει πάνω στις ιστορίες μας έπαιρνε ο ύπνος και τα όνειρα συνέχιζαν, ήταν τόσο ωραία μέχρι και ο πρίγκηπας του παραμυθιού ήταν κάπου εκεί δίπλα στο σπίτι μας. Και όταν ρωτάγαμε γιατί; Που να τρέχουμε να τον ψάχνουμε έλεγε η θεία μας η Αθηνά.
Πάντα στα γιατί μας είχαν απαντήσεις μα πολλές φορές ήταν από ένα παραμύθι.
Εκεί είχα χτίσει και γω ένα πύργο χωρίς τοίχους χωρίς πόρτες και παράθυρα είχα χτίσει τον κρουσταλλένιο πύργο που θα έκρυβα τη ζωή μου.
Αυτός ο κρουσταλλένιος πύργος ήταν το καταφύγιο το δικό μου, το είχα οριοθετήσει πέρα στη μολοκοκοκιά μας. Τα αγόρια είχαν το πλάτανο του Αράπη, μα επειδή ο πλάτανος του Αράπη ήταν στο χωριό, λέγαμε πως ο πλάτανος του Αράπη ήταν ο δικός μας πλάτανος της βρυσοπούλας.
Όλο το χρόνο γύρω μας άνθιζε η γη. Όλο το χρόνο κάρπιζε η γη. Και κάθε χρόνο μέτραγα τα χρόνια μου, ήθελα να μεγαλώσω γρήγορα να φορέσω τακούνια, κατέστρεφα τα παπούτσια της θείας μου της Αθηνάς, της Γιωργίτσας δεν τα φόραγα, μου φώναζε, μα της φώναζα κι εγώ, που ήταν τόσο παράξενη και αν τα χάλαγα τα τακούνια τους θα τα πήγαινα στον Αποστολίδη να μου τα φκιάξει.
Τώρα η μόνη που είχα ήταν η θεία μου η Γιωργίτσα, καλή και κουτσομπόλα μα καλή. Στις κουβέντες τις γυναικείες, κάνανε καλόπιστη κριτική και φυσικά όχι κουτσομπολιό..
Πάντα κρατούσε το φλυτζάνι στο χέρι, ήθελε να σου πει τη μοίρα σου και το ριζικό σου.Θα σου έφερνε δέκα γλυκά του κουταλιού και θα σε μπούκωνε γιατί είναι ωραία και φετινά.
Αν γελούσες θα θύμωνε. Ποιος ήθελε να θυμώσει την καλή μας θεία; Βέβαια η καλύτερη θεία μας ήταν η Αθηνά. Τώρα τα λένε στα μονοπάτια του παραδείσου..
Απόψε πάλι σκέπτομαι γυρνώντας στους τόπους της ζωής μου εκεί που με τα αδέλφια μου ήμασταν κοντά. Τώρα είμαστε μακρυά όμως να, μιλάμε στο τηλέφωνο. Μα το τηλέφωνο είναι ένα κρύο πράγμα, όμως έτσι είναι η ζωή. Δόξα το Θεό έχω τα παιδάκια μου και τα εγγονάκια μου,όμως εκείνα τα χρόνια δεν φεύγουν ποτέ απο΄τη σκέψη μου.
Η ζωή είχε τις αλήθειες της μπερδεμένες με τα παραμύθια μα όχι τα παραμύθια που ακούγαμε μικρά κάτω από τη μεγάλη καρυδιά μας και πάνω στα χαμομήλια.Είχε την αλήθεια της αγάπης μας.
Εκείνα τα χέρια της δουλειάς, τα χέρια τα κουρασμένα, ήταν τα χέρια της αγάπης και της στοργής.
Με φως από τα αστέρια και στο σπίτι μέσα να καίνε λαδοκάντηλα και ένα πολύφωτο με κρύσταλλα μα με λάμπες πετρελαίου ο θησαυρός μου ο κρυφός.
Εκείνο το υπέροχο καράβι στον τοίχο που κανείς δεν το πήρε το νόμισαν φτωχό. Μα δεν ήταν φτωχό. Ήταν πλούσιο γεμάτο από τις αναμνήσεις, τον ήχο από τις φωνές μας, τη λάμψη από τα χαρούμενα και τη βροχή από τα λυπημένα μάτια μας.
Σήμερα θέλω να σας πω πως τίποτε δεν γεμίζει την ψυχή μας, εκτός από την αγάπη, εκτός από τα όνειρα, που είναι μόνο δικά σου καταδικά σου. Σαν το σταυρό που σου φόρεσε η μάνα σου όταν γεννήθηκες και τον φοράς μέχρι το τέλος της ζωής σου. Σαν το Σταυρό που έχεις πάνω από το κρεβάτι σου…
Με τούτα τα εφόδια περπατήσαμε στους δρόμους της ζωής, ανηφόρες η κατηφόρες, τα καταφέραμε. Μα πάντα είχαμε κοντά μας το Χριστό βοηθό και την Παναγιά μας Παρηγορήτρα.
Οι καιροί είναι δύσκολοι,δεν γνωρίζουμε σε τι μονοπάτια θα περπατάμε αύριο. Μην απογοητευτούμε κανένας, είμαστε θηρία εμείς. Βγήκαμε πάλι μέσα από τον τάφο τετρακοσίων και χρόνων. Θα τα καταφέρουμε. Με την αγάπη με την ομόνοια, με το χαμόγελο με την ελπίδα. Έχουμε μαζί μας το Χριστό, σύντροφο χαράς, πατέρα κι αδελφό….. Είναι το τραγούδι μας, όταν είμασταν παιδιά.
Κύριε, Κύριε ελέησόν μας.
Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Join the Conversation