Η σκληρή επικαιρότητα του μεταναστευτικού–προσφυγικού και του κορονοϊού δοκίμασε με δραματικό τρόπο την ικανότητα της δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας να αντιμετωπίσουν ασύμμετρες απειλές.
Οι δημόσιες αρχές αναγκάζονται να ενεργοποιήσουν ως εργαλεία “διαχείρισης κρίσης” (crisis management) δύο λειτουργίες που είναι εν ανεπαρκεία στο πολιτικο-διοικητικό σύστημά μας, τον προγραμματισμό και τον συντονισμό. Οι λειτουργίες αυτές καλούνται να αντικαταστήσουν το “βλέποντας και κάνοντας” και την αυτόνομη λειτουργία των δημοσίων φορέων ως “silos” αντίστοιχα.
Διεθνείς οργανώσεις (όπως ο ΟΟΣΑ από το 2011) έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό που χρειάζεται η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση είναι αφενός να αποκτήσει τη διοικητική ικανότητα της πρόβλεψης και του προγραμματισμού και αφετέρου να διασφαλίσει τον οριζόντιο συντονισμό του κυβερνητικού έργου και τον κάθετο συντονισμό των διοικητικών επιπέδων κατά δημόσια πολιτική, δηλαδή την Πολυεπίπεδη Διακυβέρνησή της.
Παρακολουθώντας τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις που επέβαλε η κρίση την τελευταία δεκαετία, διαπιστώνω πως στην πλειοψηφία τους είχαν θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις αλλά ελάχιστα συνέβαλαν σε αυτές τις αναγκαίες βελτιώσεις του δημόσιου τομέα.
Με δεδομένη αυτή τη μονομέρεια των διοικητικών μεταρρυθμίσεων αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη το Γ΄ Κεφάλαιο για τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 που ψηφίστηκε πρόσφατα από την Βουλή.
Είναι ο πρώτος νόμος της Μεταπολίτευσης που επιχειρεί να θεσμοθετήσει την Πολυεπίπεδη Διακυβέρνηση μιας σημαντικής δημόσιας πολιτικής.
Πρέπει όμως να διευκρινίσω εδώ, με έμφαση, ότι συχνά μπερδεύουμε την έννοια της Πολυεπίπεδης Διοίκησης (Multilevel Administration) που σημαίνει ότι ασκούν αρμοδιότητες για μια δημόσια πολιτική πολλά διοικητικά επίπεδα, με την έννοια της Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης (Multilevel Governance) που σημαίνει ότι υπάρχει συστημική συνεργασία των επιπέδων αυτών με τη χρήση και των σύγχρονων τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνιών. Δηλαδή ότι τα διοικητικά επίπεδα (κεντρικό, περιφερειακό, δημοτικό) συγκροτούν όχι άθροισμα αλλά σύστημα.
Με άλλα λόγια, Κεντρική Διοίκηση – Περιφέρειες – Δήμοι συγκροτούν το λειτουργικά ενιαίο διοικητικό σύστημα της χώρας.
Αυτή τη μορφή της συστημικής συνεργασίας προωθεί πρωτοποριακά ο εν λόγω νόμος. Συγκεκριμένα νομοθετεί:
1. Εθνικό Σύστημα Διακυβέρνησης της δημόσιας πολιτικής για τις προστατευόμενες περιοχές, που αποτελείται από δημόσιους φορείς και τις συστημικές σχέσεις τους: το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και εποπτευόμενο Οργανισμό του, πέντε συναρμόδια Υπουργεία, τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, τις Περιφέρειες και τους Δήμους.
2. Μητρώο των περιβαλλοντικών οργανώσεων, που αναλαμβάνουν την υλοποίηση δράσεων προστασίας του περιβάλλοντος, εκπροσωπώντας την κοινωνία των πολιτών.
3. Προγραμματικά, συμβασιακά και επιχειρησιακά εργαλεία που διαμορφώνουν τις συστημικές σχέσεις του Συστήματος Διακυβέρνησης: Εθνική Στρατηγική και Πενταετές Σχέδιο Δράσης, Χρηματοδοτικό Πρόγραμμα από το ΕΣΠΑ, Σχέδια Διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, Προγραμματικές Συμβάσεις με τις Περιφέρειες και τους Δήμους, Πληροφοριακό Σύστημα Διοίκησης (Management Information System – M.I.S.) της δημόσιας πολιτικής.
4. Τριετές Σχέδιο Δράσης για την εφαρμογή των νομοθετικών ρυθμίσεων, την εκπόνηση των προγραμμάτων, την οργάνωση των νέων δομών, τη δημιουργία των εργαλείων του Συστήματος, την προώθηση συνεργειών με άλλες δημόσιες πολιτικές, την κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων και τη διοίκηση–παρακολούθηση – αξιολόγηση του Σχεδίου Δράσης.
Το Τριετές Σχέδιο Δράσης, μου θυμίζει το Επταετές Πρόγραμμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΕΠΤΑ), που ήταν το σημαντικό προγραμματικό εργαλείο με το οποίο διασφάλισα, ως Υπουργός Εσωτερικών τότε μαζί με τους αρμόδιους συνεργάτες μου το 1997, την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού Προγράμματος “Ι. Καποδίστριας”.
Θα μπορούσα να συμμεριστώ τις ανησυχίες που εξέφρασαν ορισμένες περιβαλλοντικές οργανώσεις σχετικά με το κατά πόσο θα επιδιώξει το Υπουργείο Περιβάλλοντος την αποκέντρωση αρμοδιοτήτων και πόρων στις 24 Μονάδες Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών και την ουσιαστική συμμετοχή των τοπικών Επιτροπών Διαχείρισης και, θα πρόσθετα, των Περιφερειών και των Δήμων. Είναι στο χέρι της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου να διασκεδάσει τις ανησυχίες αυτές.
Φυσικά δεν συμμερίζομαι την άποψη που διατυπώθηκε ότι θα έπρεπε οι Μονάδες αυτές να διοικούνται από τους εκπροσώπους των κοινωνικών φορέων. Ακόμη και στη δεκαετία του ’80, που εύλογα αναζητούσαμε σε ένα διπολικό κόσμο τον “τρίτο δρόμο”, στα διοικητικά συμβούλια των δημοτικών επιχειρήσεων και των λοιπών νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, συμμετείχαν εκπρόσωποι των εργαζομένων και των κοινωνικών φορέων, αλλά την πλειοψηφία των διοικητικών συμβουλίων και την ευθύνη του μάνατζμεντ αυτών την είχε ο Δήμος ή ο Δημόσιος φορέας που τις είχε ιδρύσει και τις χρηματοδοτούσε.
Σε κάθε περίπτωση, οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις αυτού του νόμου αποτελούν μια παιδαγωγικού χαρακτήρα καινοτομία στο διοικητικό δικαιϊκό σύστημά μας και όποιος προτείνει και προωθεί μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση, προκειμένου αυτή να περάσει στη νέα εποχή, πρέπει να μην το επιχειρήσει τόσο με τα παλιά εργαλεία της “αποκέντρωσης αρμοδιοτήτων και πόρων”, όσο με τα προγραμματικά, συμβασιακά και επιχειρησιακά εργαλεία αυτού του νόμου.
Πάντως το σημαντικότερο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί από την Κυβέρνηση είναι η εφαρμογή του Τριετούς Σχεδίου Δράσης του νόμου, ώστε να μην αποτελέσει απλώς μια δέσμη ευχών αναρτημένη στο ΦΕΚ!
Join the Conversation