Ήταν στα μέσα του 50′. Μέναμε τότε στου Σαλή Αφούζ. Πολλές οικογένειες σε χωριστούς χώρους η κάθε μια.. Και αν εξαιρέσουμε την κυρά Ασιγέ και την Ντίνα, όλες είχαν πολλά παιδιά. Αν βάλεις και κάποια παιδιά συγγενικά που κράταγαν οικογένειες για να παν στο γυμνάσιο, χαμός από παιδομάνι
Δεν ξέρω πως γίνεται να παίζουμε περισσότερο, να διαβάζουμε λιγότερο και όλα να είμαστε πρόθυμα για τα θελήματα, όλα. Διακόπταμε το παιχνίδι λέγοντας παίξε εσύ και όταν γυρίσω θα πάρω σειρά. Και το χάδι στα μαλλιά, το μπράβο βλαστάρι μου το ευχαριστώ ήταν για μας μεγάλο βραβείο. Και πάντα είχαμε στο στόμα μας, το παρακαλώ. Τα παιδιά από τα χωριά ήταν πιο μαζεμένα όμως ήταν πιο αθυρόστομα. Λέγανε και πολλές λέξεις που εμείς δεν γνωρίζαμε και μιλώ για τον εαυτό μου, δεν είχα ματακούσει αυτές τις λέξεις κι ας μεγάλωνα με αγόρια. Και ας ήμουνα και ζωηρή αφού όλο με τα αγόρια έπαιζα.
Ακόμη τα παιδιά της πόλης, ήταν πολύ πιο καλοντυμένα γιατί οι μανάδες ήταν δίπλα. Τα παιδιά από τα χωριά είχαν μεγαλύτερη θέληση για γράμματα αν και τότε όλα τα παιδιά θέλανε να μάθουν γράμματα με σκοπό το καλύτερο μέλλον…
Στη γειτονιά μας, είχαμε σπουδαίες γυναίκες, αληθινές κυρίες, αψεγάδιαστες. Σα μνημόσυνα αγάπης αφού καμιά από τις μανάδες δεν ζει, θα ήθελα να σας πω για την Ασιγέ που μέσα της έβραζε ο πόθος να ξαναδεί την κόρη της. Δίπλα η Xαρίσαινα με το στερνοπούλι της το Γιώργο που ήταν αγόρι και που καμάρωνε όπως όλες οι μάνες όταν κατάφερναν να δώσουν απόγονο να κρατήσει το όνομα. Απαγορεύεται το μούντζωμα.
Όχι οικόσημα και δουκάτα δεν είχαμε. Είχαμε μόνο φαμίλιες από σόγια που πολέμησαν τον οχτρό και οχτρός ήταν ο τούρκος. Οι τσούπρες ξενοθύρες. Ακόμη κι αν είχε ο γονιός πέντε κόρες έλεγε αν τον ρώταγαν έχεις παιδιά; Όχι μόνο πέντε τσούπρες. Τώρα τούρκος δεν υπήρχε. Δίπλα στο σπίτι της Χαρίσαινας ζούσε η κυρά Καλλιόπη του Τουλούπη. Μια αρχόντισσα κυρία ευγενική και πάντα λυπημένη. Ήταν σχεδόν αόρατη. Παραδίπλα ήταν η Ζωίτσα του Κούρτη. Πολλά τα παιδιά μας δεν τους άκουγες ποτέ. Ήσυχα σαν αερικά ίδια και τα κορίτσια της. Τα κορίτσια σιωπηλά, εργατικά όπως η μάνα τους. Τα αγόρια πάντα στις δουλειές τους. Και ο Δήμαρχος, ο ήρωας της Κρήτης, ο άνδρας της, σιωπηλά με την καπαρντίνα και το ρεμπούμπλικο περνούσε ρίχνοντάς μας ένα βλέμμα τρυφερό. Μια καλημέρα ή μια καλησπέρα ήταν για τους μεγάλους.
Πιο δίπλα ήταν η μάνα Σούλα με την κόρη της τη Φωτεινή και τους δυο γιούς της. Τα παιδιά είχαν σιδεράδικό στο Καναλάκι. Η κόρη της είχε πρόβλημα στο ένα πόδι, ήταν κοντύτερο, δεν μπορούσε να περπατήσει. Μα όλη μέρα έκανε εργόχειρα για τις κυράδες και στην πόλη μας είχε και κυράδες, που ήταν πιο αρχόντισσες. Όταν πήγε φαντάρος ο Γιώργος που τον φώναζαν Γάκη, παντρεύτηκε. Έφερε μια όμορφη γυναίκα λαμπερή. Πολύχρωμα ρούχα, νοικοκυρά, ξανθοκόκκινα μαλλιά ήταν σαν αρχαία θεά. Μα πάνω από όλα είχε ένα δυναμισμό σπάνιο για γυναίκα της εποχής εκείνης. Και ένα γέλιο όξω καρδιά. Έβαλε τα δυνατά της να ταχτοποιήσει την οικογένεια. Λάτρευε το Γάκη μα ήταν πιο καλομαθημένη. Σε λίγο κατάφερε να παντρέψει και την κουνιάδα της και τον κουνιάδο της και όλοι μαζί έφυγαν για την Γουμένισσα. Εκεί είχαν πολλά χωράφια έκαναν και σιδηρουργείο και έζησαν όλοι μαζί ως τα βαθειά τους γεράματα.
Στην ίδια σάλα υπήρχε ένα διαμέρισμα τριών δωματίων, Αν κατέβαινες 18 σκαλοπάτια, κάτω από τα τρία δωμάτια είχε μια κουζίνα τεράστια κάτω δίπλα δωμάτιο αποθήκη και πιο κάτω άλλα τόσα σκαλοπάτια η αποθήκη ο γκουμπές. Σε αυτό το χώρο ζήσαμε για λίγο εμείς. Η μάνα μου μια δυναμική γυναίκα που είχε μεγαλώσει με τους αδελφούς της και τον πατέρα της, βοηθώντας πάντα στην ταβέρνα, στο κρεοπωλείο, στο σφάξιμο, στο γδάρσιμο, στη τυροκόμηση, είχε διαφορετικό χαρακτήρα από τις άλλες γυναίκες. Παρά τη διαφορά του χαρακτήρα ήταν η πιο αγαπητη από όλες.
Ήταν πρόθυμη δεν έκρινε ποτέ κανέναν, και συγχωρούσε τα πάντα. Μόνο εμένα φώναζε και μόνο μαζί μου τα έβαζε, γιατί… τι θα με έκανε… τι θα με έκανε…
Εμείς τα παιδιά κατεβαίναμε στην Αυλή και παίζαμε, πλάκες, γούρνες, μπάλα, καλέκι, σχοινάκι το αγαπημένο ή μόνες μας ή πολλές μαζί. Τούτον τον καιρό ωρίμαζαν τα σταφύλλια. Έβαζαν ένα πιάτο σταφύλλια για όλες. Έκαναν ένα γύρω κάπου κάπου όταν ήταν να ξεκουρασθούν και έπιναν το καφεδάκι τους. Τα απογεύματα με μια γαβάθα σταφύλλια πάλι μας φώναζαν. Μας έδιναν από ένα μικρό τσαμπάκι και μεις τρέχαμε να προλάβουμε το παιχνίδι. Άρχιζε να μικραίνει η μέρα και δεν μας άρεσε. Σε ποιο παιδί αρέσει να χάνει χρόνο από τη ζωή; Και ζωή για μας τα παιδιά τότε, ήταν το παιχνίδι. Τα γράμματα ήταν εργασία που όμως θα μας εξασφάλιζε μια ξεκούραστη ζωή. Η γιαγιά μου βέβαια είχε διαφωνία. Πάντα έλεγε πως το πιο δύσκολο και που δεν μαθαίνεται εύκολα ήταν τα γράμματα.
-Έλα να κάνεις φύλλο για την πίτα μου φώναζε.
-Δεν μπορώ γιαγιά, δεν ξέρω.
-Γιατί; Τα γράμματα είναι;
-Όχι μα είναι δύσκολο μου κολλάει στα χέρια.
-Πόσα χρόνια είναι το σχολείο και γράμματα λείπουν δεν τα μαθαίνουν όλα. Δεν είδες που ο πατέρας σου πήγε σχολείο για δασκάλους στην Αθήνα;
Σαν γένναγε καμιά στη γειτονιά ή είχε μάνα στη γειτονιά ή αδελφή όλες οι γειτόνισσες λάβαιναν τα χαριλίκια που ήταν ένα πιάτο τηγανήτες με ζάχαρη ή με μέλι. Και άμα υπήρχε πένθος στη γειτονιά, τότε όλες γύρω φρόντιζαν τις δουλειές και το φα’ι’ της ημέρας για τους λυπημένους. Ακόμα όταν ήταν γκαστρωμένη καμιά, όλες της πήγαιναν ένα μεζέ. Αν δεν της πήγαιναν τότε το παιδί θα απορρίχνονταν ή θα γεννιούνταν σημαδεμένο. Σημαδεμένο μπορεί να γεννιούνταν σαν ήταν γιορτόπιασμα. Ακόμα και τα πολύ ζωηρά παιδιά τα φώναζαν, αχ μωρέ γιορτόπιασμα.
Ήταν η κοινωνική ζωή με πολλά χούγια… κατά κοινότητα. Θεόκομψες κυρίες αγέρωχες με πολύ γούστο ντυμένες έμοιαζαν πολύ με τις ωραίες κυρίες που βλέπαμε στον κινηματογράφο του Ντάλα. Μέλι και ζάχαρη είναι οι αναμνήσεις μου, χορός μαγικός έτσι αντικρυστός με τη ζωή, σαν το μπάλο που συνεχώς κάνεις στροφή γύρω από τον συντροφό σου, κείνος ζητά υποταγή, και συ να μια κουκίδα λες και σε έκανε ο Θεός χαριτωμένη να γεμίζεις τον κόσμο ομορφιά. Κέντημα, πλέξιμο, αργαλειός, τραγούδι, και κείνο το κοκκίνισμα στα μάγουλα σε κάθε καλή η κακή παρατήρηση. Θεέ μου, Εσύ καλά τα έταξες όλα, μα εμείς γυρίσαμε τ΄απάνω κάτω.
Καθώς θυμάμαι τη φωνή των κοριτσιών να τραγουδάνε, νέους μοντέρνους σκοπούς, σιγά -σιγά μη τις παρεξηγήσουν κιόλας. Και κείνο από τις μάνες,,, μη μιλάς, μη γελάς, τα μάτια κάτω,,, εγώ δεν θέλω να μας κρεμάσουν κουδούνια. Και ήταν ένα βάρβαρο έθιμο τότε που δυστυχώς στην Παραμυθιά ίσχυε έως που έφυγα και ίσχυε πάντα για τη γυναίκα για την κοπέλα. Έτσι και την έβρισκαν σε ραντεβού, σε λίγο τολμηρή στάση, την έπαιρναν χτυπώντας ντενεκέδες και πέτρες να την πάνε μέχρι το σπίτι της. Πριν 15 χρόνια είπα για μια κοπελίτσα 25 χρονών στον υποψήφιο γαμπρό πως είναι παρθένα.
Ο υποψήφιος αγρίεψε και μου είπε. Ανώμαλη δεν θέλω. Αν ήταν κανονική γυναίκα όλο κάτι θα έκανε. Τα έχασα, γιατί εγώ γνώριζα κοπέλα στη δική μου ηλικία, που δεν είχε σχέση ποτέ. Η φίλη μου ήθελε να είναι παρθένα όταν θα παντρεύονταν. Γάμος δεν της έτυχε, οπότε…
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation