Ο Λάμπρο Μίχος ήταν φούρναρης και μάλιστα ο πιο διάσημος από τους φουρναραίους της Παραμυθιάς. Σήμερα ο φούρνος συνεχίζει να υπάρχει στην Παραμυθιά από τους απόγονους του. Στα χωριά έλεγαν μη ξεχάσεις να μου φέρεις πλαστάρι από το Λάμπρο Μίχο
Kαι ο Μπότσης δίπλα του και ο Βαΐμάκης και ο Μπάρμπας έκαναν από όλα και ήταν καλοί φούρναροι. Η φήμη όμως του Λαμπρο Μίχου στο πλαστάρι ήταν «σκάλες απάνου». Ο καλύτερος φούρναρης.
Όπως ξέρουν όλοι, όσοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια, σε εκείνον το καιρό, όλοι μικροί και μεγάλοι ήταν στουμπηγμέμνοι.
Aν κοιτάξεις χέρια πόδια σε οποιοδήποτε παιδί του τότε, δεν θα τα δεις γερά. Όλο και ένα στραμπούληγμα, ένα σπάσιμο χεριού ποδιού θα θυμηθεί. Και δεν μιλάμε για τα γδαρμένα γόνατα, τους αγώνες και τα μέτωπα, αυτά ήταν κάτι καθημερινό.
Τα σκισμένα ρούχα μπλούζες πανταλόνια από τα βάτα και τα παλιούρια, ήταν καθημερινά. Αλλά ποιος νοιάζονταν για τούτα, μήπως τα βάραγε η μάνα τους μήπως κάποιος άλλος; Τι να έκανε αν κυνήγαγε συνεχώς τα παιδιά, δεν θα μπορούσε να βγάλει βιλάρι, να ράψει και να κάνεις τις δουλειές του σπιτιού.Ο κότες οι κήποι, τα κουνέλια, η κατσίκα, δεν καρτεράν
Τότε όποιο ήθελε να μάθει γράμματα, θα μάθαινε. Σιγά μη του φώναζαν, Θανασάκης διάβασε, σιγά μην έσκαγαν αν έφαγε τη μπανάνα του το αυγό του α, αν ήθελε αυγό, και αν είχε η φωλιά, το έπαιρνε από την κότα το ρούφαγε ή όχι, γιατί μπορεί να το πήγαινε στο μπακάλη να πάρει καραμέλες ή λάστιχο για τη σφεντόνα. Όποιος πεινάει τρώει. Αρπάζει ένα κομμάτι ψωμί και δρόμο. Και από φρούτα είχε ο δρόμος. Άπλυτα. Έτσι τα μισά παιδιά είχαν λεβίθες, κάτι μεγάλα σκουλίκια. Τώρα χάθηκαν, χάθηκαν μαζί με την ξεγνοιασιά. Τώρα έχουμε παιδιά σε κλουβιά, παιδιά που δεν μπορούν να τρέξουν, να παίξουν, να τσακωθούν, και να φιλιώσουν.
Στο σπίτι τα μάζευε η κούραση ή η φωνή της μάνας άντε σώθκε η μέρα, αύριο, πάλε μέρα του Θεού είναι. Τότε τα παιδιά έμοιαζαν πολύ με τα κατσίκια. Ανέβαιναν σε βράχια δέντρα και σκαρφάλωνα να βρουν πουλιά ή αυγά πουλιών να τα πάνε στη μάνα για να τα φαν.
Ακόμα κι αν κάθε μέρα οι δάσκαλοι προσπαθούσαν να τα συμμαζεύουν να μην πειράζουν τα πουλάκια, μα, δάσκαλε που δίδασκες και νόμους δεν κρατούσες. Γιατί και οι ίδιοι μάζευαν τσίχλες το Χειμώνα, που ήταν ανυπεράσπιστες πιασμένες στην οχτιά κάτω από τα βάτα στο χώμα το παγωμένο.. Τους έλεγαν να φυτεύουν δένδρα. Μα τα δέντρα τα φύτευαν στο σχολείο, ήταν μάθημα ζωής αυτό. Επίσης τους έλεγαν να μπολιάζουν δένδρα, να μπολιάζουν τις αγριελιές σε ελιές, τις γκορτσιές σε αχλαδιές, τις αγριοσυκιές σε ήμερες, αυτά όμως ήταν μάθημα και στα παιχνίδια μάθημα δεν χωράει.
Που να ήξεραν πως τότε, πως πάνω στις πέτρες τα τσουμπάρια στο κρυφτό έπαιρναν μαθήματα ζωής. Ότι τους έλεγαν, το έκαναν και τελείωνε. Αυτό όμως, η κατάκτηση των βράχων, των ψηλών κορφών των δένδρων, ήταν μαγικό. Ήταν ηρωισμός.
Έτσι και μεις, τα παιδιά του τότε, κάναμε εξορμήσεις στους βράχους, που ήταν κοντά στο σπίτι μας.
Μια μέρα έπεσα από την καρυδιά μας, μια καρυδιά περήφανη ψηλή, λιγερή, πολύ- πολύ ψηλή. Σε αυτήν την καρυδιά έρχονταν μικρά πουλιά που εμείς θέλαμε να τα πιάσουμε. Μια μέρα έπεσα και σπτραμπούληξα το πόδι μου. Ήταν εκεί ο πατέρας μου, που με πήγε στο γιατρό. Ο γιατρός εκτός από το δέσιμο είπε να μην σκιωθώ από το κρεβάτι για αρκετές μέρες. Και πόναγα σε κάθε κίνηση του ποδιού μου.
Μια μέρα έπεσε από τη μεγάλη πέτρα ο Φάνης ο αδελφός μου, έμεινε εκεί και έλεγε, πονάω, πονάω και δεν σηκώνονταν να πάμε σπίτι. Και μεις φωνάζαμε, γιαγιά, γιαγιά, βάρεσε ο Φάνης. Αν του βγήκε αίμα, να το κατουρήσει και να έρθει να τον φιλήσω, έχω δουλειά τώργια. Γιαγιά, γιαγιά, δεν σκιώνεται. Γιαγιά, γιαγιά, πονάει, γιαγιά, γιαγιά, βάρεσε πολύ.
Ήρθε αλαφιασμένη και έλεγε ούι η μαύρη εγώ, τι με βρήκε, ουί τι με βρήκε, πάει το παιδάκι μου. Γιαγιά στο ποδάρι βάρεσε, όχι στο κεφάλι. Τον πήρε αγκαλιά, τον έβαλε με προσοχή στο κρεβάτι και πήγε να φέρει το γιατρό, ο πατέρας και ο παππούς μας έλειπαν. Έσιαξε γρήγορα, γρήγορα το μαντήλι της και την ποδιά της και κίνησε για το γιατρό. Να πάω εγώ γιαγιούλα μου, να πάω εγώ, ξέρω ξέρω, τότε ο κύριος Κούρτης ο γιατρός έμενε πάνω από τον κεντρικό δρόμο. Κάτσε συ, δεν ξέρεις πρόσεχε το παιδάκι μας.
Πήγε και ήρθε με τον Λαμπρο Μίχο που κράταγε μια σακούλα μικρή. Κοίταξε σαν γιατρός το ποδάρι του παιδιού το έπιασε του έκανε μια κίνηση ο Φάνης φώναξε αχ μα αμέσως σταμάτησε, χαλάρωσε.
Ο Λαμπρο Μίχος έκανε ενα ζυμάρι με μια σκόνη σαν αλεύρι σε ένα πανί και έδεσε το παδάρι του παιδιού. Του έδωσε μια τρυφερή στην πλάτη και του είπε, κερατά να προσέχεις οι πέτρες γλιστράν. Μίχο μου, σόι μου γραμμένο, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Μάζεψε τα πράγματά του και έφκε. Μήτε καφέ, μήτε γλυκό θέλησε να πάρει. Πήγε γρήγορα στο φούρνο δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν. Ήταν από αυτούς που μόνος του μια ζωή ήταν αρχηγός σε όλα, κανένας δεν θα τα έκανε καλα.
Ο Φάνης, μόλις έφυγε ο Λαμπρο Μίχος σηκώθηκε ήταν λέει καλά. Η γιαγιά δεν τον άφησε. Της είπε ο Λαμπρο Μίχος να μη το κουράσει δυο τρεις μέρες παιδάκι είναι και θα πιάσει αμέσως. Και εμείς σκεπτόμαστε πως άλλη φορά έπρεπε να πάμε στο Λάμπρο Μίχο και όχι στο γιατρό, που κάνει και ενέσεις. Ακόμα μας βάζει οινόπνευμα και ιώδιο που καίνε. Τα αγόρια έκαναν αυτό που έλεγε η γιαγιά, αν είχαν σε τραύμα αίμα, κατούραγαν το τραύμα. Φώναζε δε φώναζε ο παππούς, τίποτε εμείς, σε τούτο ακούγαμε τη γιαγιά μας.
Στην πόλη μας είχαμε πολλούς γιατρούς. Ο κόσμος όμως πίστευε πιο πολύ στα πρακτικά. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε πόσοι πρακτικοί γιατροί ήταν στην Παραμυθιά. Ο κόσμος πίστευε στα πρακτικά, με αυτά μεγάλωσε, σε αυτά πίστευε. Τότε έκαναν πρακτικά για όλα και υπήρχαν νοσοκόμοι κανονικοί μα και πρακτικοί, αλλά και οι πρακτικοί, έκαναν τους γιατρούς.
Σκεφτείτε μια κοινωνία που να θέλει χαρτορίχτρες, φλυτζανούδες, βλάχους [ορθοπεδικούς] τι να σας πω. Είχαν ειδικότητες. Η μια ήταν ξεματιάστρα. Η άλλη έλυνε τα μάγια, η άλλη έκοβε το λιόκρο,[ τη χρυσή.] Και πολλές έκαναν αλοιφές για όλα. Σπουδαίες ήταν οι κεραλοιφές που τις έκαναν στα σπίτια τους. Ακόμα έκαναν ξόρκια και μάγια. Είχαν και βοτάνια για να γεννιούνται αγόρια, σερνικοβότανο. Ακόμη κάτι αλοιφές για τα άλογα που τα πλήγιαζε το σαμάρι
Εδώ άθελά της έπαιζε ρόλο και η εκκλησία μας. Άρρωστοι σοβαρά πήγαιναν τις φανέλες του να τς ευλογήσει ο παπάς. Ακόμα να κάτσει η φανέλα σαράντα μέρες κάτω από την Αγία Τράπεζα για να τη βάλουνε ύστερα στον άρρωστο, να γίνει καλά. Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις έρχονταν ο παπάς να διαβάσει τον άρρωστο στο σπίτι. Είχε μια ευχή στο δικό του βιβλίο, που έλεγε ευχή υπέρ υγείας του Γιώργου του Θανάση του Δημήτρη
Ένα φάρμακο που είχαν όλα τα σπίτια ήταν το τσίπουρο. Έκανε χρέη απολύμανσης, εντριβών. δυναμωτικών ποτών τα λεγόμενα πόντζια. Έκαναν μαντζούνια με κρασί και μέλι κανέλα και γαρύφαλα βρασμένα. Το κρασί να είναι μαυροδάφνη.
Πολλοί άνθρωποι τότε αρρώσταιναν κα από κατλαθλιψη. Εδώ η διάγνωση έμπαινε εύκολα. Έρωτας. Και πολλές φορές ήταν, όμως πολλές φορές όχι.
Έβλεπες γυναίκες χωρίς ίχνος ζωής επάνω τους, χωρίς νεύρο. Σιωπηλές κάθονταν σε μια γωνιά ή σε ένα παραθύρι και κοίταζαν χωρίς ενδιαφέρον χωρίς ζωή, ήταν, υπήρχαν, αλλά ήταν σαν να μην υπήρχαν σαν να μην έβλεπαν. Έτσι ήταν η γυναίκα κούκλα, πάνω από το μονοπώλειο στο δρομάκι. Και να έρχεται η ξεματιάστρα και να ξεματιάζει με κάρβουνα με λάδι με αλάτι τίποτε. Και όταν αυτά τα άτομα έφταναν στο γιατρό, τότε πολλές φορές τα καρτέραγε το ψυχιατρείο της Κέρκυρας.
Πολλές φορές θα μιλήσουμε για τα δράματα που φερνει ο πόλεμος και οι κακουχίες στον κόσμο. Εκτός από τους δυνατούς, ήταν και οι αδύνατοι, αυτοί που δεν το μπορούσαν. Αυτοί που λύγιζαν.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, ήταν συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation