Παραμυθιά η πόλη των ονείρων. Παραμυθιά η πόλη των μύθων των αγώνων και της ιστορίας. Παραμυθιά η πόλη της καρδιάς μου με τις τρυφερές αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.
Μια πόλη που μπορεί να είναι σαν λαμπερό αστέρι στον χώρο της Ηπείρου.Τότε υπήρχαν επαγγέλματα που χάθηκαν στον χρόνο.
Ανάμεσα στα επαγγέλματα και του κυνηγού. Δεν θα το πιστέψετε, αυτό που σήμερα είναι χόμπι τότε ήταν κερδοφόρο επάγγελμα.
Ο κυνηγός είχε άδεια για το όπλο του, ήταν φυσιολάτρης που τον έκαναν λεβέντη οι δυο σειρές φυσίγγια…που ήταν σταυρωτά στο στήθος του… Φορούσε και άρβυλα στρατιωτικά που τον προστάτευαν από φίδια, αγκάθια κλπ
Αυτό το χόμπι του έδινε τα προς το ζειν τα βουνά μας γύρω υπήρχαν αμέτρητα κοπάδια με κουδούνια με κυπριά και με πολλά σκυλιά…
Ο Παραμυθιώτης αείμνηστος Ρίγγας γνωρίζουμε πως είχε χιλιάδες γοδοπρόβατα. Αλλά και σε όλα τα χωριά υπήρχαν μεγαλοτσελιγκάδες μα και μικροτσελιγκάδες. Και χούγιαζαν ο ένας από την μια κορφή και ο άλλος από την άλλη…
Αλλά στα βουνά μας που υπήρχαν πολλά κοπάδια υπήρχαν και πολλά ζούδια. Αλεπούδες, τσακάλια, λύκοι κλπ…πιο επικίνδυνοι για τα κοπάδια οι λύκοι και τα τσακάλια. Αυτά τα ζώα δεν έτρωγαν ένα ζώο αλλά ολόκληρο κοπάδι αφού έπιναν μόνο το
αίμα των ζώων.
Εδώ υπήρχε από το κράτος μια εφ΄ άπαξ τιμή για κάθε ζώο. Για να αποδείξει ο κυνηγός του λόγου το αληθές έπρεπε να παραδώσει τα τέσσερα πόδια και την ουρά του ζώου.
Έτσι μπορούσε εκτός από την επικήρυξη να πουλήσει και το δέρμα. Το πιο ακριβό ήταν της αλεπούς της νυφίτσας και του κουναβιού. Κάθε φορά που ο κυνηγός σκότωνε ένα ζώο το έγδερνε και το κρέας δίνονταν στα σκυλιά.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο περήφανα ο κυνηγός περνούσε στο κέντρο της πόλης μας. Κρατούσε το όπλο στην πλάτη του, στην μέση του είχε περάσει τις ουρές και τα πόδια από τα ζώα που σκότωσε αν είχε σκοτώσει και πουλιά τότε στήνουνταν γιορτή στον καφενέ…
Πρώτα όμως πήγαινε στην Αστυνομία για τα χρήματα… Όταν έφτανε στην Αστυνομία που παρέδινε τα πειστήρια έπαιρνε την επικήρυξη και από και στο καφενείο να μιλήσει για το κατόρθωμά του. Βέβαια αυτό βρέχονταν με ούζο παραμυθιώτικο ή κρασί από του Βαιμάκι.
Λυπάμαι πολύ που δεν θυμάμαι τα ονόματα των κυνηγών που ζούσαν κυνηγώντας τα ζούδια. Πολλές φορές οι κτηνοτρόφοι του έφερναν πεσκέσι ένα πρόβατο ή ένα γίδι. Δεν θυμάμαι τα ονόματα των επαγγελματιών κυνηγών.
Θυμάμαι μόνο τον παππού μας τον Χρήστο που κάθε τόσο ο λύκος του έτρωγε ζωντανά. Ο παππούς μας έβρησκε τον πιο ικανό κυνηγό και του έταζε τρεις χρυσές που και τις έδινε.
Φίλοι μου τότε υπήρχαν ζώα υπήρχαν και λύκοι. Πολλές φορές κάποιοι έκλεβαν ζώα άλλων τσελιγκάδων αλλά οι τζομπάνηδες ήξεραν τα σημάδια που άφηναν τα ζούδια και τι οι ζωοκλέφτες. Ο παππούς του άνδρα μου του Χρήστου Θωμά ζούσε από το κυνήγι των άγριων ζώων.
Φωτογραφία αρχείου
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation