Σε όλη τη Θεσπρωτία, στα βουνά και στις πλαγιές υπάρχουν κάστρα, κάστρα μικρά, κάστρα μεγάλα. Κάστρα Αρχαία, Ελληνιστικά, ρωμαϊκά κούλιες και κάστρα των τούρκων κλπ. Αυτά τα κάστρα, τα γεφύρια, τα μοναστήρια και τις εκκλησιές εμείς τα γνωρίσαμε ένα- ένα στις Κυριακάτικες εκδρομές μας.
Εκεί ο δάσκαλος πατέρας μας, χωρίς να μας κάνει μάθημα, με πολλή προσοχή μας έλεγε τα πάντα, αφού τον παρακαλούσαμε.
Πολύ μεγάλο μέρος είχε ο Άγιος και όταν λέγαμε Άγιος ονομάζουμε τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Ο Άγιος πέρασε πολλές φορές από την περιοχή των βουνών μας. Πέρασε πολλές φορές και από την Παραμυθιά. Έκανε κήρυγμα, έλεγε συμβουλές και προφήτευε το μέλλον. Έδινε την ευλογία του σε όποιον τη ζητούσε. Τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό τον σέβονταν πολύ και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Παραμυθιάς και ο Άγιος πήγαινε σε όλους.
Έτσι καθώς περπατάς τούτους τους βράχους, τούτα τα απότομα βράχια και κατσικόδρομους, με πνίγουν τα δάκρυα μου στις πηγές τους. Εγώ τούτα τα βουνά με τα χωριά με τα υπέροχα σπίτια από πέτρα που ήταν χτισμένα, και σκεπασμένα με πέτρα λες και ακολουθούν μια αρχαία τέχνη σπάνιας ομορφιάς, τα αγαπώ πολύ, με κάνουν ευτυχισμένη όταν κοιτώ τον κόσμο πέρα μακριά, νοιώθω ελεύθερη από σκέψεις, πόνους, η ψυχή μου έχει γιορτή. Ακολουθούσαν τα σπίτια οι εκκλησιές, οι μάντρες, των χωραφιών, οι ξερολιθιές, το ρυθμό από τις πλακαριές των γκρεμνών μας, αντέγραφαν τη φύση.
Τα περπάτησα μικρή πολύ μικρή με τα αδέλφια μου που ήταν μικρότερα από μένα, αλλά ήτανε πιο γενναία και δυνατά. Ο μικρός ο Φάνης ήτανε μόνο τεσσάρων χρονών. Με τα αδέλφια μου λοιπόν και τον πατέρα μας να μας προσέχει, ανεβαίναμε από την Παραμυθιά για κάποια σπηλιά, για κάποιο μοναστήρι, για εκκλησιές μα και για σπάνια υπέροχα δάση δρυός ή πουρναριού. Τα γίδια τα έβλεπες σκαρφαλωμένα πάνω στα βράχια και στους γκρεμνούς. Μα εμείς είχαμε το νου μας στα δώρα που θα πηγαίναμε στη γιαγιά μας. Είχαμε λοιπόν την προσδοκία να μαζέψουμε τσάι και ρίγανη, κεδρομπούμπουλα, κεδρόφυλλα, θυμάρι, θρούμπι. Με λευκά ρούχα, ψάθινα καπέλα έργα του πατέρα μου, ανεβαίναμε χωρίς βιασύνη, είχαμε το τσιμπολόι στην πλάτη μας. Στην αρχή τρέχαμε σαν τα ζουλάπια.
Μετά κουραζόμασταν. Καθόμασταν κάτω από ένα πουρνάρι ή ένα ντούσκο και ακούγαμε με προσοχή, τις ιστορίες που μας έλεγε ο πατέρας. Ήταν πολλές φορές; ιστορίες από τον πόλεμο και την κατοχή.
Στα χωριά μας δεν πέθαιναν οι άνθρωποι από πείνα, τούτα τα βουνά και τα λόγια μας έθρεψαν παιδιά μου, λίγο ψωμί, λίγο προσφάι έστω και λάχανα. Δεν τους μάζευαν στο δρόμο έτσι για πέταμα για να κρατήσουν το δελτίο του συσσιτίου,. Εδώ έστω και στη συμφορά είχαν ανθρωπιά. Μπορεί να έφαγαν ψωμί καμωμένο από γκόρτσα, από τα κότσαλα ή τσόκαλα του καλαμποκιού, λάχανα αλευρωμένα, όμως δεν πέθαναν όπως στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις.
Τα μάτια μας γέμιζαν από δάκρυα σαν ακούγαμε τον πατέρα μας να μας λέει πως πείναγαν τόσο πολύ,πως έκλαιγαν από την πείνα τα παιδιά, πως ήταν τόσο αδύνατα που μετρούσες τα κοκκαλά τους. Μα τι να έκαναν; Δεν είχαν να φάνε. Τότε τα λάχανα τα γκόρτσα και τα τσιροπούλια ήταν φα’ι’ για πολλούς. Έβαζαν ένα κομματάκι ψωμί στο στόμα τους και το κράταγαν στο στόμα μασώντας το πολλή ώρα ώστε να νομίζουν πως τρώνε πολύ ώρα.
Έτσι μας έπιανε η πείνα, ότι είχαμε στο τσιμπολόι το τρώγαμε. Αν θέλαμε και άλλοι τροφή τρώγαμε φρούτα του δάσους. Υπάρχουν βολβοί μικροί κάποιου τριφυλλιού που ήταν γλυκύτατοι, βατόμουρα, γκόρτσα, ξυνόμηλα. Όλοι πείναγαν στην κατοχή μας έλεγε ο πατέρας μας, και πιο παλιά και πιο παλιά, μας έλεγε ο πατέρας μας, aφού οι τούρκοι μας άρπαζαν το ψωμί μας.
Μα κανείς δεν μίλαγε τι να πει και σε ποιον; Ο πατέρας μας γνώριζε και μας έλεγε αλήθειες μας ετοίμαζε και για τα δύσκολα. Υπήρχαν και κορφές φυτών που τρώγονται ωμές όπως το μαρούλι. Μας έκοβε τρυφερά βλαστάρια τα έπλενε και μεις τα τρώγαμε. Έτσι ανεβαίναμε στη Σέλλιανη ή στη Χιονίστρα, μαζεύαμε τσάι και χαιρόμαστε που κάναμε δουλειά.
Περνούσαμε στο χωριό μας να ανάψουμε τα καντήλια στις εκκλησιές μας και να προσευχηθούμε. Η προσευχή ήταν η δύναμη μας. Ο πατέρας μας, μας έδειχνε διάφορα δένδρα ή φυτά μικρά και μείς μαζεύαμε φύλλα να κάνουμε φυτολόγιο. Όλα αυτά εμείς τα νομίζαμε σπουδαία, και ήταν. Μετά όταν μεγαλώναμε λίγο, λέγαμε. Γιατί μωρέ να κουρασθούμε; Μπαμπάκα μας είχες ψοφήσει τότε, να πάμε πιο κοντά.
-Καλά δεν θα πάμε.
-Γιατί;
– Μα κουράζεστε.
-Να πάμε με το αυτοκίνητο.
-Όχι, στα βουνά πάνε με τα πόδια. Στα βουνά πάμε να τα γνωρίσουμε, να μας μιλήσουν και να τους μιλήσουμε.
-Γιατί πηγαίναμε με τα πόδια και όχι με το φορτηγό.
-Αυτό το είπαμε, άλλα λόγια.
Ο πατέρας μας, είχε άλλη γνώμη, κι αν συνεχίζαμε, δεν μας απαντούσε. Όποιος κουράσθηκε την άλλη φορά να μην έρθει μαζί μας έλεγε και χαμογελούσε. Σήμερα όμως καθώς καθόμαστε γεμάτοι νοσταλγία και μιλάμε πόσο ωραία περνούσαμε και πόσα μαθαίναμε όχι αόριστα σαν έννοιες όχι με τη φαντασία, αλλά στην πραγματικότητα, χειροπιαστά.
Γευόμασταν τα χόρτα και τα φρούτα του. Πίναμε το νερό του. Ακούγαμε τους ήχους και τα τραγούδια του με τραγουδιστές τα νερά και τον αγέρα. Γνωρίζαμε τους κατοίκους των βουνών μας. Πουλιά, κατσίκια, πρόβατα, σκυλιά, άλογα, γομαράκια, ερπετά, έντομα. Ακούγαμε τον άνθρωπο να σκάβει τα σπλάχνα του βουνού μας, να κόβει τα δένδρα του και λιθάρια του. Τρώγαμε λοιπόν ότι είχαμε στα σακούλια μας. Ο πατέρας μας κράταγε μερικές καραμέλες και μας έδινε μία- μία κατά διαστήματα. Έτρωγε και κείνος.
Σε κάποιο σημείο στο γυρισμό ακούγαμε τους υπόγειους καταρράκτες, ακουμπώντας το κεφάλι μας στη γη. Καθώς κατεβαίναμε βρίσκαμε μια πηγή στην πέτρα. Μέσα από τα σπλάχνα μιας μεγάλης πέτρας, έτρεχε σταγόνα σταγόνα το νερό και εκεί που έπεφτε το νερό είχε μια γούρνα στην πέτρα, ήταν καθώς στάλαζε το νερό, είχε δύναμη το νερό όχι μόνο να σκάψει την πέτρα, αλλά και να την λειώσει.
Εκεί στη γούρνα μικρά πουλιά με πολύχρωμα φτερά πήγαιναν και έπιναν νεράκι. Σουσουράδες, κοκκινολαίμηδες, σπουργίτια, κορυδαλλοί, τρυποκάρυδα, κλπ κλπ. Γύρω τριγύρω κάπου κάπου βλέπαμε έναν αετό περήφανο τεράστιο να ζυγιάζει τα φτερά του, ψηλά πολύ ψηλά κατακτητής του κόσμου. Και να ζητάει την τροφή του μα και να επιτηρεί τον κόσμο. Αχ νάχα τα φτερά σου Αετέ…
Γεράκια, γκαΐλες, καρακάξες ακόμα και αγριόπαπιες βλέπαμε συχνά, ή ακούγαμε το κράξιμό τους. Τα αδέλφια μου όταν ήταν μπροστά ο πατέρας μας, έκρυβαν τα λάστιχα, και τις σφεντόνες. Αν δεν ήταν ο μπαμπάς μπροστά κτύπαγαν πότε πότε κανένα σπουργίτι, πότε κανένα κορυδαλλό.
Πόσο όμορφα ήταν όλα στην πορεία μας στα βουνά μας. Έτσι μέσα στην πλαγιά του βουνού, του βουνού που μας στοίχειωνε, του βουνού που έσπερνε το αύριο μας, τα όνειρα μας, που μας έκανε κοινωνούς μια ηρωικής ιστορίας, που ήταν εδώ, μπροστά μας, μέσα από τις ιστορίες του πατέρα μας. Και πόσο θέλαμε και μεις αυτούς τους έλληνες να μοιάσουμε στους προπαππούδες μας.
Κατεβαίναμε, και πηγαίναμε πρώτα στη γιαγιά. Όλα θέλαμε να της δώσουμε τσάι ή ρίγανη. Και τη δική μου γιαγιά και τα δικά μου, λέγαμε και έπαιρνε από όλους, μας λέγοντας, να έχετε την ευχή μου μανάρια μου και φιλούσε το κεφαλάκι μας. Εγώ πάντα της κρατούσα λουλούδια. Τα μάζευα κάπου στη Μεγάλη Βρύση, γιατί όταν τα μάζευα στο βουνό μαραίνονταν και δεν ήταν όμορφα.
Ύστερα πηγαίναμε στη μάνα μας, που μας είχε φαγητό, ήμασταν πεινασμένα λυμασμένα, μα δεν τρώγαμε αμέσως κοιμόμασταν. Φάτε, είπατε πως πεινάτε, φάτε, αλλά εμείς πέφταμε ξερά για ύπνο, πεινασμένα μα ευτυχισμένα. Αύριο θα λέγαμε για την εκδρομή μας στο βουνό. Θα λέγαμε τι είδαμε, τι μας είπε ο πατέρας μας. Ο καλύτερος ακροατής μας ήταν ο παππούς μας. Οι διαδρομές μας ήταν κάθε φορά διαφορετικές. Πότε πηγαίναμε από το Καρυώτη, πότε από τη Βέλλιανη, πότε από τη Σκαλα και πότε από το Κεφαλόβρυσο.
Ήταν τότε κουραστικά τα ταξίδια, στον δικό μας κόσμο, στο μικρόκοσμό μας.
Μα ήμασταν πολύ τυχερά παιδιά. Γιατί είχαμε κοντά μας έναν άνθρωπο μοναδικό, τον πατέρα μας, που σε κάθε σημείο μας έλεγε, μας έλεγε, μας έλεγε τι έγινε παλιά σε τούτο το σημείο σε ιστορικούς καιρούς, μα και στη μυθολογία. Η μυθολογία ήταν τόσο όμορφη. Εκεί ζούσαν Άγιοι, εκεί ζούσαν δράκοι, εκεί ζούσε η μονοβύζα, εκεί, εκεί, εκεί. Και το καλό ήταν ακόμη, πως αυτά τα λέγαμε με θαυμασμό, σε όλους τους συγγενής μας.
Αυτά ήρθαν στη μνήμη μου, διαβάζοντας στην paramythia-online.gr για την πορεία στην οριογραμμή των βουνών μας. Των βουνών του Σουλίου. Εκεί που κατοικούσαν σταυραετοί, εκεί που κατοικούσαν γυναίκες που τις τραγούδησε η μούσα με το όνομά τους. Τζαβέλαινα, Δέσπω και και και…
*H αείμνηστη Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, ήταν συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation