Όταν εγώ ήμουν παιδί, η οικογένειά μας ήταν πολύ μεγάλη. Παππούδες θείοι θείες παιδιά. Μέναμε σε δυο σπίτια στην Παραμυθιά, το δικό μας και του παππού μας, με το περβόλι τον παράδεισό μας. Γιατί εμείς ένα σπίτι γνωρίζαμε για σπίτι μας, το σπίτι του παππού μας τον μικρό μας παράδεισο. Εκεί μέναμε εμείς, στου παππού μας. Mας φώναζε η μάνα μας πως κουράζουμε την γιαγιά, μα εμείς στο πρόσωπο της γιαγιάς μας βλέπαμε την αγάπη τη στοργή. Ο πατέρας ήθελε να μένουμε και στο δικό μας, ήθελε να έχει την επίβλεψή μας, έτσι μέναμε όπου θέλαμε και το είχαμε δίπορτο. Κρεβάτια είχαν για μας και οι παππούδες μας, ξύλινα τρίποδα, από πάνω σανίδες και με στρώμα από τζάφκες καλαμποκιών.
Με τον ερχομό των εορτών της Αγίας Βαρβάρας και του Αγίου Νικολάου μπαίνουμε στην προετοιμασία για τις γιορτές των Χριστουγέννων και τις Πρωτοχρονιάς. Εμείς τότε μήτε δένδρο μήτε καράβι κάναμε. Απλώς αλλάζαμε τα κιλίμια, τις μπάντες και βγάζαμε τα καλά μας τραπεζομάντιλα, πετσετάκια για τα γλυκά και ότι καλό είχαμε. Οι κουρελούδες πλένονταν ξανά για να λάμπουν στη σκάλα και να κρατάν το χώμα όταν μπαίναμε μέσα, σαν τα αγρίμια.
-Θέλουμε δένδρο είπαμε μια μέρα.
-Γιατί δεν έχετε δένδρα;
-Όχι τέτοια, θέλουμε χριστουγεννιάτικο.
-Και όλα αυτά που τριγυρίζουν το σπίτι τι είναι, τα Χριστούγεννα φεύγουν δεν είναι εδώ;;
-Δένδρα είναι, μα εμείς θέλουμε από το άλλο το χριστουγεννιάτικο.
-Βρε δεν υπάρχουν δένδρα μιας μέρας.
-Μη μας κοροϊδεύετε θέλουμε έλατο.
-Ούτε έλατο ούτε πεύκο. Κουμαριές θέλετε; Μυρτιές θέλετε;
-Άλλα παιδιά θα βάλουν, τις κουμαριές και τις μυρτιές τις βάζουν οι θείες στα βάζα, αυτά δεν είναι δένδρο, εμείς θέλουμε ένδρο..
-Κάποια θα βγούνε έξω ξεβράκωτα θα βγείτε και σεις
-Μα!! αυτοί οι μεγάλοι όλο βρίσκουν σοφά να λένε…
-Δένδρο δεν έχει. Βοηθάτε τη μαμά και τη γιαγιά να κάνουν ωραία νηστίσιμα κουλουράκια και μελομακάρονα, κάντε όμορφες χαρτοπλεκτικές ή ότι θέλετε να κάνουμε γιορτινή τη σκάλα μας.
Ήταν τελεσίδικο. Τα δώρα τα γνωρίζαμε, μια μπάλα για τα αγόρια, μια κούκλα Αμαλία για μένα. Παπούτσια θα έπαιρναν μόνο σε όποιον είχε ανάγκη ή του είχαν παλιώσει τα καλά του παπούτσια ή δεν του έκαναν. Τα παπούτσια που ήταν καλά και δεν έκαναν στο Δημήτρη, τα έπαιρνε ο Φάνης και του Φάνη ο Χρήστος και του Χρήστου ο Παύλος και αν δεν έκαναν σε κανέναν μας, σε κάποιο φιλο μας. Εκείνη τη χρονιά τα ρούχα μας, μας τα είχε ράψει η μαμά με τη θεία μας που ήταν καθηγήτρια μοντελίστα ραπτικής κοπτικής, είχε σπουδάσει σε σχολή στην Αθήνα έτσι τη λέγανε οι μαθήτριές της…
Στα αδέλφια μου έραψαν, παντελόνια από μαύρο βελούδο, και σε μένα ένα σιφόν πράσινο γυαλιστερό τι να σας πω, το φόραγα στις πρόβες και μου άρεσε πολύ πολύ…
Εμείς όμως είμαστε σκανιασμένα. Θέλαμε δένδρο. Είχε ένα στολισμένο το περιοδικό «ΘΗΣΑΥΡΟΣ». Σαν αυτό θέλαμε μπαμπά σαν αυτό θέλουμε μπαμπά. Καλά τα ρούχα, καλά τα παπούτσια, αλλά εμείς θέλαμε το δένδρο. Η μάνα μας, αγριοκοίταζε τον πατέρα μας που έφερνε στο σπίτι αυτή τη χοντρή με έναν μεθύστακα, αυτό δεν ήταν σοβαρό βιβλίο. Η μάνα μας δεν διάβαζε ούτε σοβαρά βιβλία, ούτε εφημερίδες, ούτε τίποτε, και αν της έφερνε κανένα εργόχειρο ο μπαμπάς, της το εξηγούσε η θεία μου η Αθηνά. Μπορούσε να διαβάζει μα το θεωρούσε περιττό. Η μάνα μας όλο γκρίνιαζε για τις εφημερίδες και τα περιοδικά.
Δένδρο είπε ο πατέρας δεν έχει. Μας έφεραν ένα καλάθι, μια σπόρτα με λευτόκαρα να παίζουμε γούρνες ή μονά ζυγά. Ήμουν τότε δέκα χρονών. Ήθελα μια καλή κούκλα, όχι όλο την ίδια Αμαλία με διαφορετικό χρώμα ρούχα. Ήθελα μια κούκλα μωρό να ανοίγει τα μάτια του και να τα κλείνει. Τα δώρα μας όμως τα γνωρίζαμε. ητάγαμε εμείς, μα μας έπαιρναν ότι ήθελαν και όχι ότι ζητάγαμε.
Μια μέρα ήταν νομίζω δέκα οχτώ του μήνα όταν ο πατέρας μας μας έφερε εκτός από το καθημερινό λουκούμι και κάτι πολύ όμορφα κουτιά.
– Ελάτε όλοι εδώ αμέσως ο μπαμπάς έχει κάτι για σας.
– Δένδρο;
-Για δες καλά παιδί μου, σε αυτά τα κουτάκια χωράνε δένδρα.
Τι να πω… μπαμπά δεν φόραγα τα γυαλιά μου. Είχα μυωπία και αστιγματισμός και έχω ακόμη, και να με φωνάζουν κάποια παιδιά γκαβή ε γκαβή. Και γω να καμαρώνω με τη στραβωμάρα μου, αφού θα γίνω σοφή. .Όλοι οι σοφοί φοράν γυαλιά… Αυτό μου είπαν, αυτό πίστευα. Γέλασαν οι άλλοι, μα δεν με ένοιαζε, ο παππούς με είχε αγκαλιά. Μη γελάτε εσείς που διαβάζετε τούτες τις γραμμές, παππούς μου ήταν και γω ας ήμουν δέκα χρονών μικρή, καθόμουν στην αγκαλιά του, εγώ ήμουν μικρή, όταν ήμουν με τον παππούλη μου ήμουν μικρή.
Αφού κάθησαν και τα μικρά ο πατέρας άνοιξε ένα κουτί. Μέσα είχε ένα πιατάκι μαύρο με ένα τόξο ζωγραφιστό, και μια μύτη, που πάνω είχε ένα δίσκο άσπρο με μπλε και κόκκινους αριθμούς και γράμματα. Αυτόν τον δίσκο τον γύρισε ο πατέρας και όταν σταμάτησε, κοιτάγαμαν που έδειχνε το τόξο. Εκεί έλεγε, πάρε ένα, βάλε ένα, πάρε δύο, δύο βάλε δύο, πάρτα όλα. Αυτό θα το προσέχει η Αλεξάνδρα που είναι μεγάλη θα παίξουμε όλοι μαζί την πρωτοχρονιά. Το έβαλε στο κουτάκι και μετά έβγαλε δυο σβούρες εξάγωνες που πάνω έγραφαν τα ίδια.
– Η μια είναι για τα αγόρια και οι άλλη για τους φίλους σας.
– Και αφού θα σας πω, είπε ο πατέρας, πως φέτος ο Άγιος Βασίλη, κοίταξε τον παππού, αποφάσισε να σας φέρει και ένα δένδρο.
– Ναι, ναι, μπράβο μπαμπά, μπράβο μπαμπά.
– Μπράβο μπαμπά φωνάζαμε τον παππού μας φιλάγαμε, αυτός ήταν ο Άγιος Βασίλης μας.
– Να ποιος τα χαλάει, να ποιος τα χαλάει, έλεγε η μάνα μας και πάντα κοίταγε εμένα.
Η μάνα μας, πάντα πίστευε πως κάποιος μας χαλάει. Όχι να το παινευτώ μα δεν είμαστε κανένα χαλασμένο, μια χαρά παιδιά-γέροι είμαστε. Το δέντρο μας θα είναι σε ντενεκέ είπε ο πατέρας. Θα το φροντίζετε κι όταν μεγαλώσει πολύ θα το βάλουμε στον κήπο της Αλεξάνδρας, να κάνουμε τις γρεντές του σπιτιού της. Μετά έβαλε το κουτάκι το κλειστό ψηλά ενώ εμείς χοροπηδούσαμε, θα έχουμε δένδρο θα έχουμε δένδρο. Μας έδωσαν χαρτιά κερομπογιές, να κάνουμε στολίδια. Να μας ξεφορτωθούν. Εγώ προσπαθούσα να κάνω πράγματα, μα τα αγόρια έπαιζαν έξω ή και μέσα. Βλέπεις δεν κάνει πολύ κρύο στην Παραμυθιά.
Απο κείνη την ώρα έπεσε στο σπίτι μουγκαμάρα, εγώ με τα χαρτιά, τα παιδιά με το πάρτα όλα το ξεχάσαμε το δένδρο. Μετά αν μας μάλωνε η μάνα μας εμείς πάλι τα ίδια. Εγώ έκανα με χαρτιά κόκκινα φιόγκους και διάφορες χειροτεχνίες μα δεν ήθελα να κάνω μόνη μου δουλειές, ήθελα να παίξω και γω πάρτα όλα μα ήμουν κορίτσι. Τα αγόρια έστρωναν μια κουρελού και κάθονταν κοντά στο τζάκι παίζοντας πάρτα όλα ή έβγαιναν στην αυλή μας.
Έρχονταν και τα ξαδέρφια μας που ήταν όλο αγόρια και ήθελα κα γω να παίζω, μα δεν με θέλανε γιατί ήμουνα κορίτσι, και να κάνω κοριτσίστικα πράγματα, να μην είμαι με τα αγόρια… δεν είναι κορίτσι αυτό έλεγε η μάνα μου… Είσαι μεγάλη πια, μου έλεγε η μάνα μου, Βασίλη αυτή την θα την κάνουμε τι θα γίνει αύριο χωρίς εμάς; Αυτό θα πει δεν θα την πάρει κανένας και θα μείνει στο ράφι. Μικρή είναι νυφούλα μου έλεγε η γιαγιά μου και έτσι τη γλύτωνα.
Το δέντρο ήρθε τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Η θεία μας με ένα παλιό φουστάνι μου του έκανε ντύσιμο να μη φαίνεται ο ντενεκές. Ο πατέρας έφερε κάτι αγγελάκια και λουλούδια πολύ όμορφα σαν αυτά που βάζαμε στα τετράδιά μας.
Μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα, ο πατέρας κατέβασε το ξεχασμένο κουτάκι. Πήρε μια σκάφη, τη γέμισε νερό, έβαλε μέσα ένα μικρό καραβάκι, που έβγαλε από το κουτί του άναψε φωτιά και κείνο έτρεχε σαν τρελό. Όταν το είδαμε στην αρχή, δεν μας άρεσε, ήταν ένα απλό βαρκάκι χωρίς χρώματα χωρίς πανιά. Μα όταν το είδαμε να τρέχει τρελαθήκαμε από τη χαρά μας. Μέχρι και οι μεγάλες γυναίκες ήρθαν να το δουν. Εδώ μπήκε το μάθημα της δύναμης του ατμού. Αυτή τη δύναμη την είχαν ανακαλύψει οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Και έπρεπε να παρακολουθήσουμε τη δύναμή του όταν βράζει το νερό στην κατσαρόλα. Μάθημα τα έκανε όλα ο πατέρας μας.
Εμείς στο σπίτι μας, όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο, δεν ξέρω το γιατί , μα τα δώρα, μας τα έδιναν την ήμερα των Χριστουγέννων το πρωί, μεσάνυχτα, τι πρωί, που γυρίζαμε από την εκκλησία. Αυτό το έθιμο το κρατάω και τώρα ακόμη εγώ. Δίνω σε όλους τους αγαπημένους τα μικρά δωράκια μου τα Χριστούγεννα και πάντα έχω στο σπίτι κάποιο μικρό δωράκι για παιδιά που ίσως έρθουν γιατί όχι και για τους μεγάλους, κάτι μικρό ένα φτηνό επιτραπέζιο, ένα Αγιολόγιο του έτους που θα έρθει, ένα στυλό, ένα βιβλίο, ένα κομπολόι, κάτι πολύ απλό και φθηνό.
Εκείνη η χρονιά ήταν η χρονιά των εκπλήξεων την ημέρα των χριστουγέννων ο πατέρας μας έδωσε από ένα ντενεκεδένιο βατραχάκι που το πατάγαμε και κείνο φώναζε.
Και μεις ξεχάσαμε το δένδρο που το στόλισε η θεία μας η Αθηνά με υπέροχους φιόγκους από ρετάλια υφασμάτων που ήταν από τα ραψίματα της θείας της Γιωργίτσας. Την ίδια χρονιά, το φυτέψαμε δίπλα στα άλλα που είχαμε για τις γρεντές της Αλεξάνδρας.
Τα δώρα προς τις κυρίες του σπιτιού ήταν ένα ρουζ μια κρέμα προσώπου το ΚΑΛΟΝ και κάλτσες νάυλον ή κάτι για την προίκα τους. Η μάνα μου όλο γέμιζε το καλάθι μας με λευτόκαρα να παίζουμε και να την αφήνουμε ήσυχη. Τώρα γιατί ήθελε γέμισμα συνεχώς, μα γιατί με μια πετρούλα ή με τα δόντια μας τα σπάγαμε και τα τρώγαμε και ύστερα με τί θα παίζαμε με τα τσόφλια; Αν τα πλένεμε πριν τα σπάσουμε με τα δόντια μας, χα χα χα, κάτι αστεία που σκέφτεστε.
Εκείνη τη χρονιά πήρα και το πρώτο μου χρυσαφικό. Μη το μαρτυρήσετε το έχασα, ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια καρδούλες με μια μπλέ χανδρούλα στο κέντρο. Μέχρι τότε μου αγόραζαν βραχιολάκια συρμάτερα από τα Γιάννενα και ακόμα δεν είχα βάλει σκουλαρίκια. και κείνα τα κοκκαλάκια με τα λουλούδια που ήταν για τις πλεξίδες ή για το συμμάζεμα των μαλλιών. Μα τα δικά μου μαλλιά ήταν ατίθασα. Ήταν απέναντι από το Ρολόι στα Γιάννενα ένας Παραμυθιώτης που έκανε μόνος του ασημικά και χρυσαφικά και μαλαμοκαπνισμένα υπέροχα…
Εμείς στην Παραμυθιά τότε, τα παλιά τα χρόνια τα Χριστούγεννα, δεν τρώγαμε γαλοπούλες, δεν μας άρεσαν πολύ. Τρώγαμε αρνάκι ή κατσικάκι στη γάστρα ή χοιρινό με σέλινα και πράσα αυγολέμονο και κότα με πατάτες στο φούρνο, γιατί η μάνα μου δεν έτρωγε μοσχάρι. Τα κοτόπουλα τα έκανε η μάνα μας στη γάστρα ή σούπα ή πίτα. Κότα πίτα το Γενάρη κόκκορα τον Αλωνάρη λέει ο λαός μας. Εγώ όταν ζούσε ο Χρήστος μου, τα Χριστούγεννα, έκανα γαλοπούλα γεμιστή μα και στιφάδο κουνέλι ή μοσχάρι, και κατσίκι στη λαδόκολλα, γιατί ακόμα πολλοί δεν τρώνε τη γαλοπούλα. Τα Χριστούγεννα γιόρταζε ο Χρήστος μου, ο αδελφός μου ο Χρήστος, η νύφη μου η Χριστίνα και ο ανεψιός μου ο Χριστάκης.
Ήταν ένα από τα πιο όμορφα Χριστούγεννα της ζωής μου εκείνη τη χρονιά. Ήρθαν πολλές χρονιές καλές και κακές, μα η ζωή πάντα ξεχωρίζει τα καλά, τα βάζει σε κορνίζα μπροστά σου, για να μπορεί να πάει η ζωή παρακάτω. Τα κακά τα διπλοκλειδώνει στο ερμάρι της λησμονιάς. Μα κείνα ξανάρχονται και εμείς τα ξανασπρώχνουμε στης λησμονιάς μας το μυστικό ερμάρι
Καλή χρονιά να έχουμε!!
Διαβάστε όλες τις ιστορίες της Βάβως, από εδώ
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation