Το μοναδικό στο είδος του ρολόι της Παραμυθιάς, η Μαρουτσαία Σχολή Ιωαννίνων, η γέφυρα Μαρούτση στην Παραμυθιά, το πλήθος κοινωνικών ευεργεσιών σε Ελλάδα, Ιταλία και Ρωσία, καθώς και η αναγνώριση πέρα από τα στενά όρια της χώρας, ειναι λίγα μόνο σημεια που συνθέτουν την ιστορία των ευπατρίδων Παραμυθιωτών της οικογένειας Μαρούτση.
Μέλη της οικογένειας εχουν τιμηθεί με το τίτλο του μαρκησίου απο την αυτοκράτειρα της Αυστρίας Μαρία Θηρεσία, με τον τιτλο του Ιππότη του Τάγματος της Αγίας Άννας από την αυτοκράτειρα της Ρωσίας Μεγάλη Αικατερίνη καθώς και με το το Παράσημο του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων.
Τα στοιχεία που ακολουθούν από την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας Χρύσα Μαλτέζου αλλά και από την Ζωσιμαία σχολή, φανερώνουν την δράση των μεγάλων αυτών Παραμυθιωτών.
Η οικογένεια Μαρούτση είναι εκείνη η οποία άνοιξε στις αρχές του 19ου αιώνα, το χορό της ‘‘Εθνικής Ευεργεσίας’’, όχι μόνο στον χώρο της Ηπείρου αλλά και τον ευρύτερο ελλαδικό, με κορυφαία της προσφορά την ίδρυση της περιώνυμης Μαρουτσαίας Σχολής Ιωαννίνων. Η οικογένεια αυτή υπήρξε από τις αρχαιότερες και πλέον επίσημες της Ηπείρου, εξέλιπε δε οριστικά το έτος 1846 με το θάνατο και του τελευταίου γόνου της, του μαρκησίου Κωνσταντίνου Πάνου Μαρούτση.
Ο γενάρχης της οικογένειας και πατέρας των δύο ευεργετών, ο μεγαλέμπορος Πάνος Μαρούτσης, γεννήθηκε στην Παραμυθιά και το 1670 επεκτηνει τις εμπορικές δραστηριότητες του στα Γιάννενα, όπου γεννήθηκαν τα δύο αδέρφια, Λάμπρος και Σίμων. Το πατρικό τους σπίτι βρισκόταν στο πρανές των Λιθαριτσίων, εκεί που υπάρχουν οι στρατιωτικοί φούρνοι (Σχολή Χορού του Δήμου Ιωαννιτών) και καταστράφηκε από τον Αλή Πασά για να κτιστεί στη θέση του το ανάκτορο του γιου του Μουχτάρ Πασά. Αυτά έγιναν γύρω στο 1800, όμως τότε κανείς από την οικογένεια των Μαρούτση δεν βρισκόταν στα Γιάννενα, γιατί από δεκάδες χρόνια πριν όλοι είχαν ξενιτευτεί στη Βενετία.
Στα 1693 ο Λάμπρος στάλθηκε στη Βενετία όπου στην αρχή εργάστηκε ως μαθητευόμενος στο γιαννιώτικο οίκο «Γλυκύς και Στράτης». Γρήγορα δημιούργησε πολλές φιλίες και γνωριμίες στην κοινωνία της Γαληνότατης Δημοκρατίας και έτσι επτά χρόνια αργότερα – χωρίς καμία συνεννόηση ή στήριξη, από τον πλούσιο πατέρα του – ιδρύει δικό του εμπορικό κατάστημα με τίτλο το όνομά του. Μετά από επτά χρόνια, το 1707, και αφού πλέον η επιχείρησή του έχει εδραιωθεί, κάλεσε κοντά του από τα Γιάννενα τον αδερφό του Σίμωνα «ως συνεταίρον και βοηθόν» και η εταιρεία λειτουργούσε πλέον με τα ονόματα και των δύο. Χάρις στο εμπορικό τους δαιμόνιο η επιχείρηση ταχύτατα γιγαντώθηκε.
Διατηρούν ως δεύτερη έδρα εκείνη των Ιωαννίνων, ενώ επεκτείνουν τη δράση τους στη Γαλλία, Ολλανδία και Αγγλία. Παράλληλα φέρνουν στη Βενετία και τα άλλα δύο αδέρφια τους, Αναστάσιο και Χριστόδουλο. Τα εμπορεύματα που αγόραζαν και πουλούσαν ήταν βαφική ύλη (πρινοκούκι), κερί, μαλλί, καπέλα, μαντίλια από το Χαλέπι, χαλιά από τη Μεσσήνη, βαμπάκι από τη Θεσσαλονίκη, την Κύπρο και τη Σμύρνη, καφές από την Αλεξάνδρεια, ενώ είχαν και το μονοπώλειο του καπνού. Στα χρόνια που ακολούθησαν η οικογένεια Μαρούτση ασχολήθηκε με αγοροπωλησίες ακινήτων στη Βενετία και στη γύρω περιοχή και επιδόθηκε σε τραπεζικής φύσης υποθέσεις, με αποτέλεσμα να γνωρίσει τεράστια οικονομική άνοδο. Μέλη της μαρτυρούνται με ακίνητα στη Βενετία, στη βενετική ενδοχώρα, καθώς επίσης στην Άρτα, το Κομπότι και τα Γιάννενα. Οι Μαρούτσηδες στη Βενετία είχαν ενεργό ανάμιξη στη διοίκηση της ελληνικής κοινότητας, της οποίας το προεδρικό αξίωμα ανέλαβαν πολλές φορές. Είχαν επίσης ισχυρή πολιτική επιρροή.
Στις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα οι δύο άλλοι αδερφοί του Λάμπρου και του Σίμωνα, Αναστάσιος και Χριστόδουλος διετέλεσαν ο πρώτος Πρόξενος της Γαλλίας στην Άρτα και ο δεύτερος Υποπρόξενος της ίδιας χώρας στα Γιάννενα. Έντονη δραστηριότητα ανέπτυξε, λίγα χρόνια αργότερα, στην Πετρούπολη ο Λάμπρος, γιος του Χριστόδουλου, ενώ ο αδερφός του Πάνος διορίστηκε το 1768 επιτετραμμένος της Ρωσίας στην Βενετία και τιμήθηκε με τον τίτλο του μαρκησίου από την αυτοκράτειρα της Αυστρίας Μαρία Θηρεσία και με αυτόν του Ιππότη του Τάγματος της Αγίας Άννας από την αυτοκράτειρα της Ρωσίας Μεγάλη Αικατερίνη. Ο ίδιος ο Πάνος Μαρούτσης πρόσφερε σπουδαίες υπηρεσίες στους αδερφούς Ορλώφ στη διάρκεια της εξέγερσης, της γνωστής με το όνομα ‘‘Ορλωφικά’’. Ακόμη η προαναφερθείσα αυτοκράτειρα της Ρωσίας του είχε αναθέσει να της προμηθεύσει από την Ιταλία πίνακες και αγάλματα ονομαστών ζωγράφων και γλυπτών, θέτοντας στη διάθεσή του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Στην φωτογραφία βλέπετε και τον Ρώσικο Θυρεό της οικογένειας.
Το έτος 1739 πεθαίνει στη Βενετία ο Λάμπρος άγαμος, όπως άλλωστε έμεινε και ο Σίμων. Πριν από πέντε χρόνια είχε συντάξει τη διαθήκη του όπου γράφει: «Επιθυμώντας να εξυψώσω την σπουδή των επιστημών στο Ιεροσπουδαστήριο των Ιωαννίνων που ιδρύθηκε από τον μακαρίτη Μάνο Γκιούμα, αφήνω 5.000 δουκάτα, για να κατατεθούν σε τράπεζα από τον αδερφό μου, προς όφελος της ελληνικής νεότητος. Από τους τόκους του κεφαλαίου θα πληρώνεται ένας διακεκριμένος και εξαιρετικής μόρφωσης δάσκαλος, με υποχρέωση να διδάσκει στα Γιάννενα τις επιστήμες, δηλαδή τη λογική, φυσική, μεταφυσική, θεολογία και μαθηματικά, τόσο στα ελληνικά όσο και στα λατινικά, γιατί θεωρώ αναγκαία την λατινική γλώσσα για την επιτυχία των ομοεθνών μου σπουδαστών, οι οποίοι ζημιώθηκαν πολύ από την μοιραία απώλεια του Ελληνικού Κράτους, με την οποίαν χάθηκαν οι βάσεις των επιστημονικών συγγραμμάτων». Ο Λάμπρος Μαρούτσης αφήνει στη συνέχεια σημαντικά ποσά για τους άπορους ομογενείς της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας, «οι οποίοι περιφέρονται στην εκκλησία και παρεμποδίζουν τους ευσεβείς να προσέχουν την αγία θυσία της λειτουργίας», παρέχει δωρεά στο Ιεροσπουδαστήριο των Σαλώνων της Ναυπάκτου, το οποίο είχαν ιδρύσει οι Μαρούτσηδες, για μισθοδοσία του δασκάλου και επίσης δωρίζει χιλιάδες δουκάτα στα τρία Νοσοκομεία της Βενετίας.
Τρία χρόνια μετά από το θάνατο του Λάμπρου ο Σίμων Μαρούτσης τροποποιεί τη βούληση του αδερφού του και αντί να χρηματοδοτεί τη Σχολή Γκιούμα, αποφασίζει να ιδρύσει καινούργια σχολή στα Γιάννενα, η οποία και θα φέρει το όνομά τους. Έτσι το 1742 γεννιέται η περίφημη Μαρουτσαία Σχολή των Ιωαννίνων. Αγοράζει νέο διδακτήριο και απορροφά την ήδη λειτουργούσα Επιφάνειο Σχολή. Καλεί τον ευρισκόμενο στη Βενετία κορυφαίο Διδάσκαλο του Γένους, τον φωτισμένο δάσκαλο και κληρικό Ευγένιο Βούλγαρη και του προτείνει να αναλάβει την διεύθυνση της Μαρουτσαίας. Αυτός, που είχε σπουδάσει με δαπάνη της οικογένειας Μαρούτση ανώτερα μαθηματικά στην Πάντοβα, δέχεται με ενθουσιασμό και φεύγει για τα Γιάννενα. Η Σχολή γρήγορα απέκτησε πανελλήνια φήμη. Λειτούργησε ως το 1798 όταν ο Βοναπάρτης κατέλυσε την Ενετική Δημοκρατία και δήμευσε τις τραπεζικές καταθέσεις. Ο Σίμων Μαρούτσης πέθανε στη Βιέννη.
Οι έρευνές στη Βενετία της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθύντριας του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας Χρύσας Μαλτέζου την οδήγησαν πρόσφατα σε άγνωστη ως τώρα αρχειακή πηγή που περιέχει πληθώρα μαρτυριών για την πολύπτυχη δραστηριότητα που ανέπτυξε, από τα τέλη του 17ου ως τα μέσα του 19ου αιώνα, η ηπειρωτική αυτή οικογένεια έξω από τα όρια του ελληνικού χώρου. Τα έγγραφα τα εντόπισε στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας σε «κλειστή» ως πριν από λίγο καιρό αρχειακή συλλογή. Η συλλογή που είχε από πολλούς ήδη μήνες επισημάνει δεν ήταν διαθέσιμη στο ερευνητικό κοινό για λόγους που έχουν να κάνουν με την οργάνωση και λειτουργία του βενετικού αρχείου. Όταν επιτέλους κατόρθωσε να πιάσει στα χέρια της τις θήκες με το αρχειακό υλικό, διαπίστωσε με εύλογη ευχαρίστηση ότι διασώζουν πολυάριθμα έγγραφα, χρονολογημένα στον 18ο και 19ο αιώνα, που αφορούν τους Μαρούτσηδες: αλληλογραφία μεταξύ των Μαρούτσηδων και των εμπορικών πρακτόρων τους που δρούσαν σε διάφορα εμπορικά λιμάνια, στην Κέρκυρα, στο Λιβόρνο, στην Τεργέστη, στο Βουκουρέστι και αλλού, ευρετήρια της κινητής και ακίνητης περιουσίας της οικογένειας, διαθήκες και κωδίκελλοι διαθηκών, έγγραφα σχετικά με κληρονομικές διεκδικήσεις, ιταλική μετάφραση «ιερού κώδικα» με αναφορές σε ζητήματα προικοδοσίας, βεβαίωση του Αλεξίου Ορλώφ ότι ο Πάνος Μαρούτσης πρόσφερε υπηρεσίες στον αγώνα εναντίον των Τούρκων κ.ά. Αξίες μνείας είναι οι επιστολές που έστειλε ο Πάνος στους αδελφούς του στα χρόνια 1765-1766 από το Παρίσι, τις Βρυξέλλες, τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Ανάμεσα στα άλλα, μαθαίνουμε από τα γράμματα του Πάνου ότι η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη τού είχε αναθέσει να της προμηθεύσει από την Ιταλία πίνακες και αγάλματα ονομαστών ζωγράφων και γλυπτών, ξοδεύοντας 12.000 ρούβλια.
Στην κεντρική φωτογραφία η βίλα Μαρούτση: Λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Βενετία, στο χωριό Levada (Piombino Dese), υψώνεται ωραιότατη βίλα με το όνομα Μarcello-Μαρούτση. Οταν ο πρόξενος της Ελλάδας στη Βενετία, κύριος Γιώργος Στυλιανόπουλος, που την επισκέφθηκε με την ευκαιρία μιας βιβλιοπαρουσίασης, έκανε λόγο για την ύπαρξή της, η Χρύσα Μαλτέζου έσπευσε όχι μόνο να μεταβει, αλλά κυρίως να διερευνήσει την ιστορία της βίλας που φέρει το όνομα μιας ελληνικής οικογένειας. Τα αποτελέσματα της έρευνας υπήρξαν εξαιρετικά γόνιμα και συναρπαστικά. Οι Marcello, σημερινοί ιδιοκτήτες της βίλας, είναι απόγονοι ευγενών Βενετών, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται ένας δόγης και πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης. Το οικόσημό τους δεσπόζει τόσο στη σιδερένια πύλη που οδηγεί στον μεγάλο κήπο όσο και στην πρόσοψη της έπαυλης. Στην τωρινή του μορφή το οικοδόμημα χρονολογείται στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν ιδιοκτήτες του ήταν οι αδελφοί Λάμπρος, Πάνος και Κωνσταντίνος Μαρούτση. Πράγματι, το 1725, οι Μαρούτσηδες αγόρασαν τη βίλα, που δεν ήταν τότε παρά μια απλή αγροικία κτισμένη τον 16ο αιώνα, και με την οικονομική ευμάρεια που διέθεταν φρόντισαν να την επεκτείνουν, να τη διακοσμήσουν και τελικά να τη μετατρέψουν σε αρχιτεκτονικό κόσμημα. Αρκεί να σημειωθεί ότι σώζονται στην αίθουσα χορού τοιχογραφίες με επεισόδια από τη ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έργο του ονομαστού ζωγράφου του Settecento, Giamba-ttista Crosato. Στην ιδιοκτησία της οικογένειας Μαρούτση έμεινε η βίλα ώς το 1847. Τη χρονιά εκείνη, ο Ρώσος πρίγκιπας Sergei Suma-rokoff, που είχε νυμφευτεί την αδελφή του Κωνσταντίνου Μαρούτση, Αλεξάνδρα, και είχε λάβει ως προίκα την έπαυλη, την έπαιξε στα χαρτιά και την έχασε! Στη συνέχεια, η βίλα πέρασε στην ιδιοκτησία της οικογένειας Marcello που την έχει ώς σήμερα.
Join the Conversation