Οι ιστορίες της Βάβως | Εκείνα τα βράδια του χειμώνα.

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Εκείνα τα βράδια του χειμώνα, ύστερα από την καταιγίδα του πολέμου έμοιαζαν με Άνοιξη.

Εκείνα τα βράδια καθισμένοι γύρω από το τζάκι μετράγαμε τις μέρες της ειρήνης μετράγαμε τις μέρες που το ψωμί ακόμα και ξερό ήταν γλυκό καθώς το ψανίζαμε στη θράκα αντίκρυ από τη φωτιά να ψηθεί να μαλακώσει, μα να μην καεί. Και ύστερα η γιαγιά, να μας βάλει με προσοχή, λάδι και ρίγανη με αλάτι.

Ήταν και το ζεστό τσάι του βουνού ΄που η γιαγιά μου πάντα του έβαζε μέσα και φλούδες από πορτοκάλι και μήλο που τις είχε ξεράνει στο αποφούρι. Το γλύκαινε με μέλι ή με πετιμέζι, η ζάχαρη τότε ήταν ακριβή.. Και κει γερμένοι στα υφαντά μαξιλάρια με τις τζάφκες του καλαμποκιού ακούγαμε ιστορίες και τραγουδάγαμε τραγούδια πολεμικά, για τη Τζαβέλαινα, για τους Σουλιώτες και μοιρολόγια που μοιρολογούσαν οι μάνες, που κίναγαν τα παιδιά τους πολλές φορές αμούστακα για το μεγάλο ταξίδι, περήφανες που έδωσαν και κείνες το μερτικό τους στην πατρίδα. Πόναγαν, όμως έκαναν τον πόνο τους τραγούδι πικρό, (Και κει κάτω από τη σκάλα στο κατώι η γιαγιά μας κάθε πρωί τραγουδούσε στο θείο μας το Μήτσο το τραγούδι που θα την ένωνε με το παλικάρι της) .

χετε ακούσει Ηπειρώτικο τραγούδι να είναι χαρούμενο χωρίς λύπη χωρίς αναφορές σε γεγονότα πατριωτισμού και θυσίας θανάτου; Όχι τέτοια τραγούδια είναι μόνο μερικά του γάμου. Και κει στο χειμωνιάτικο πολλές φορές κοιμώμασταν. Και ποιος να μας σηκώσει να μας πάει στα κρεβάτια μας στο σπίτι;. Και η βάβω μας, μας σκέπαζε τρυφερά και έμενε δίπλα μας να κοιμηθεί.

Πολλές φορές δεν θέλαμε να κοιμηθούμε. Έτσι νομίζαμε. Και γω μέτραγα τα πιάτα μας στην πιατοθήκη που ήταν όμορφα τοποθετημένα . Κοίταγα στους τοίχους δίπλα τα κατσαρολικά να αστράφτουν καλογανωμένα. Όλα κρεμασμένα διάκοσμος στο Χειμωνιάτικό μας.Και τα κουταλοπείρουνά μας ήταν καλα’ι’σμένα, γανωμένα και άστραφταν. Ότι καλό υπήρχε είχε κλαπεί, δεν είχε μείνει τίποτε και κάτι παλιά που είχαμε ασημένια για το γλυκό τα είχαμε ακόμα θαμμένα στην ρίζα της σκαμνιάς μας.Σε μια γωνιά οι κοπέλες κένταγαν ή έραβαν, κάνοντας όνειρα.

Οι νέοι κάνουν όνειρα και τους στενεύει ο τόπος που ζουν. Κάποτε ανακαλύπτουν πως ήταν αυτός ο μεγαλύτερος τόπος, ο μεγαλύτερος κόσμος, με τον πλατύτερο ουρανό. Εκεί στο χειμωνιάτικο ζήσαμε ώρες μοναδικές, ώρες οικογένειας που ήταν όλοι μαζί δεμένοι και που ο ένας έτρεχε για τον άλλο. Εκεί στο χειμωνιάτικο βάζαμε στον ψή στρη καλαμπόκι και κάναμε παπαδίτσες ποπ κορν το λένε τώρα.

Είχαμε και κείνους τους μπασμάδες που ήταν γλυκό μα και μεζές για το κρασάκι ή το τσίπουρο. Εκεί σε κείνο το χώρο κάναμε όνειρα ζωής όνειρα αγάπης και ήρθε και πέρασε η ζωή και τα όνειρα. Άλλα γίναν πραγματικότητα και άλλα μείναν κρυμμένα στα βάθη της ψυχής μας, μα δεν μας ένοιαζε. Είχαμε πάντα μπροστά στα μάτια μας τις ώρες της αγάπης που περάσαμε εκεί στο χειμωνιάτικο το μικρό σπιτάκι που ήταν για τη λάτρα μα που εμείς το λατρέψαμε και έμεινε στην καρδιά μας τριαντάφυλλο μα’ι’σιο, που δεν φεύγει το άρωμά του, όσο και να πλυθείς. Εκεί λοιπόν στέριωσε η ζωή μας ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικούς που όμως η αγάπη τους έκανε ίδιους.

Ήταν τότε και οι ουρανοί καθαροί, ακόμα και τα σύννεφα είχαν χρώμα δεν ήταν πάντα γκρίζα ήταν όλων των ειδών,, ήταν τα πορτοκαλιά, καθώς πίσω τους ο ήλιος προσπαθούσε να τρυπώσει και να βγει μπροστά. Ήταν τότε η ζωή μας παρά τον τρόμο που μας άφησε ο πόλεμος καλή, γιατί τη στόλιζε η αγάπη και η Ελπίδα πως αύριο μια καινούρια μέρα θα ξημερώσει.

Συγχωράτε με που δεν έχω να σας πω τίποτε καινούριο έτσι είναι οι γέροι κολλάει η βελόνα σε κάτι παλιές ιστορίες και δεν ξεκολλάει με τίποτα. Μόνο βλέπει το σήμερα. Μα αν δει το σήμερα θα δει τον πόλεμο. Και βλέπουμε κι ακούμε τον πόλεμο όμως δεν τρομάζουμε, γιατί δεν ακούμε τους όλμους και τις μπόμπες να πέφτουν, γιατί πέφτουν ακόμα μακρυά. Όμως η μυρωδιά από το μπαρούτι είναι έξω από την πόρτα μας και πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα.

Είναι και που αυτός ο πόλεμος άρχισε μουγκός και πίσω-πατώντας σαν τους αλογοσούρτες που έβαζαν ανάποδα τα πέταλα στα κλεμμένα ζώα για να μην τους πάρουν χαμπάρι.

Έτσι είναι οι γέροι κουραστικοί. Μα ακούστε τους. Ίσως έχουν κάτι σοβαρό να σας πουν. Μην τρομάξετε απλώς ακούστε τους..Ίσως αυτό που έχουν να σας πουν είναι αγώνας, ελπίδα, νίκη. και ΑΝΟΙΞΗ. Μα η Άνοιξη θέλει αγάπη σύμπνοια. Θέλει όλοι μαζί όλοι μαζί…

Σήμερα το χειμωνιάτικο και το σπίτι έπεσε. Κάποιοι θα χτίσουν καινούριο μοντέρνο χωρίς χειμωνιάτικο.

Χωρίς βρύσες τσίγκινες κρεμασμένες έξω, χωρίς στάχτη και άμμο στο ταψάκι για το πλύσιμο των ταψιών και κακαβιών.
Χθες ήταν διαφορετικά….
Σήμερα είναι ευτυχώς διαφορετικά.

Εγώ όμως λαχταρώ εκείνα τα χρόνια τότε που τελείωσε ο πόλεμος και γλυκό το ψωμί χόρτασε την ζωή μας …

Αγαπημένη μου γιαγιά πόσα έκανες για να νοιώθουμε ευτυχισμένα σε καιρούς που μόλις χάραζε η ελπίδα… Αιωνία σας η μνήμη…

Διαβάστε όλες τις ιστορίες της Βάβως, από εδώ.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation