Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγωνία απο το αν ένας τοκετός πάει άσχημα. Ήταν εκεί γύρω στο 1948-1949 η Κατερίνα του μπάρμπα Θόδωρου ήταν γκαστρωμένη και ο μπάρμπα Θόδωρος, που δούλευε μάγειρας σε εστιατόριο ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος περίμενε να γεννήσει η Κατερίνα του.
Είχε ο Μπάρμπα Θόδωρος δυο παιδιά μόνο, την Κατερίνα που ήταν καλοπαντρεμένη και έμενε στην Παραμυθιά από το 1945, με τον άντρα της και τα πεθερικά της. Ο γιος του με τη γυναίκα του ήταν στο χωριό τους το Λιβιάχοβο. Μια κούκλα ήταν η Κατερίνα, ένας ήλιος και όλο την κανάκευαν οι γονείς της και ο άντρας της.
Πρέπει να ήταν Καλοκαίρι όταν φώναξαν τη μάνα μου να πάει γιατί θα γένναγε η Κατερίνα. Πήγε η μάνα μου, ήταν εκεί η θεία η Θοδωρέσια και τα πεθερικά της Κατερίνας, εκεί ήταν και οι δυο μαμές που είχε η πόλη μας. Η μάνα μου ήταν έγκυος σε μια αδελφούλα μας που γεννήθηκε ύστερα από λίγες μέρες εφταμηνίτικη και σε λίγο καιρό μας πέθανε.
“Άει Βέργω μου να σιάξεις τα παιδιά και έλα σε λίγο, ακόμα δεν κατέφκε το παιδί”. Η μάνα μου ήταν ανήσυχη κάτι την τυράγναγε μα τι;;; Ούτε η ίδια δεν ήξερε…”Να φωνάξουμε και το γιατρό” είπε η μια μαμή η Μπισδέκαινα. Εδώ έχουμε την κυρά Καλλιοπίτσα την αρχιμαμή, τι θα κάνει ο γιατρός. Ντρέπομαι μάνα, δε θέλω γιατρό, εδώ τα πρόβατα γεννάν μοναχά τους κι αν έρθουν δύσκολα τα βοηθάμε. Εδώ είναι οι μαμές. Έμεναν εκεί δίπλα από το σχολείο και η κυρά μαμή έμενε κάτω από το πηγάδι από κει ήρθε τρέχοντας. Και η Μπισδέκω ήταν πολύ καλή μαμή μα η Κατερίνα ήταν πρωτάρα και καλομαθημένη.
Η Καλλιοπίτσα είπε αν έχει γιατρό φέρτε τον μα η τσούπρα είναι γερή, μια χαρά και το παιδί στη θέση του.
Να φωνάξουμε και το μπάρμπα. Και τον φώναξαν. Άναψαν καντήλια, διάβασαν ευχές, ο μπάρμπας πήγε και φώναξε το γιατρό μα όσο να έρθει ο γιατρός η Κατερίνα μας έφυγε από τη ζωή. Έφυγε και πήρε μαζί της και το παιδί.
Όταν κλαίνε οι γυναίκες κανένας δεν λέει γιατί, μη κλαις μη μοιρολογάς. Στον έρμο τον μπαρμπα Θόδωρο όλο του λέγανε, τσώπα, τσώπα. Μαυροφόρεσαν έβαλαν μαύρα πανιά σε κάθε καθρέφτη, σε κάθε τι που στόλιζε και που υπήρχε στο σπίτι. Μαύρα πένθη στα μανίκια οι άνδρες και οι γυναίκες μπουλωμένες έτσι που δεν έβλεπες ποια είναι πίσω από το μπούλωμα. Και κείνα τα λόγια και κείνα τα μοιρολόγια, σκάλα, καπνός να ανεβούνε στο Θεό, παράπονο γιατί; Μα ο χάρος δεν έχει γιατί, μήπως βλέπει τι κάνει; Απλώνει το δρεπάνι του και όπως ο θεριστής κόβει ότι βρει μπροστά του, ότι αρπάξει το δρεπάνι του το τρομερό.
Μοιρολόγαγαν όλοι άντρες γυναίκες και η μάνα μου χτυπιούνταν. Αχ ξαδέρφη μου εσύ, που πηγαίναμαν στο μοναστήρι που πηγαίναμαν στη μάντρα… που μεγαλώσαμαν με μέλι και με γάλα. που πήγες. πήγες κοντά στο παιδάκι σου, δεν το άφκες μοναχό του…
Ο γιατρός που τότε έμπαινε στην πόρτα είπε πως αν το φώναζαν γρήγορα θα την πήγαιναν στους Φιλιάτες. Το σπίτι που έμεναν ήταν δίπλα στο σχολείο κάτω από το δρόμο. Απο κει την πήραν για την κάτω εκκλησιά. Η μάνα μου είπε στον Αΐνικόλα που πηγαίνω στο Μήτσιο κάθε μέρα. Εδώ, να την έχω σιμά μου, είπε η δόλια η μάνα. Έτσι έφυγε από τη ζωή η Κατερίνα μας. Σε λίγο απόβαλε η μάνα που την Σωτηρούλα μας επτά μηνών και μας πέθανε σε λίγες μέρες. Ήταν όμορφη σαν άγγελος, ίσως για τούτο την πήρε ο Θεός είπε μια θεία και γω μέσα μου χάρηκα που δεν ήμουν σαν άγγελος, εγώ ήθελα να είμαι με τα αδέλφια μου, να είμαι με τους παππούδες μου, να είμαι με το μπαμπά μου.
Εκείνον τον καιρό στην πόλη μας αυτοκτόνησε ένας έμπορος, όνομα δεν θυμάμαι ούτε τι εμπόριο έκανε. Περίεργο, που μόνο περιέργεια είχε ο κόσμος να μάθει το γιατί;Ο κόσμος έμεινε βουβός και κείνο που σήμερα προσπαθώ να καταλάβω, είναι πως μήτε κλάματα ακουστήκαν, μήτε μοιρολόγια. Εκείνο που κουβέντιαζαν ήταν που θα τον θάψουν, γιατί αυτούς που αυτοκτονούν λέει πως δεν πρέπει να τους θάψει παπάς μήτε να τους ψάλει.
Και να ακούς και τις γριές να λένε πως θα γίνει βρυκόλακας να μη βγαίνει κανένας τη νύχτα έξω.
– Μπαμπά μου, φοβάμαι, δεν θέλω να κοιμηθώ μόνη μου.
– Γιατί;
– Έτσι.
– Τι θα πει έτσι;
– ΜΜΜΜΜΜΜΜ
– Καλά απόψε κοιμήσου με τη Γιωργίτσα αύριο πάλι στο κρεβάτι σου.
Εκείνον τον καιρό οι μνήμες ήταν μαζί με τις φήμες πολλές και περίεργες, ήταν που πήραν τα παιδιά του οικοτροφείου οι αντάρτες πριν λίγο καιρό, ήταν τα βράδια που κρυβόμασταν και τρέμαμε κάτω από γέφυρες κι από χαλάσματα, ήταν τόσα πολλά…
Εκείνον τον ίδιο καιρό γίνονταν και γλέντα τρικούβερτα γιατί η ζωή προχωράει…. Αλλά όχι στη δική μας γειτονιά.
Σε τούτη τη γειτονιά είχαμε τρία πένθη το Γιάννη μας, το Χρηστάκη του Δήμου και το θείο μου το Μήτσιο. Τη Σωτηρούλα μας δεν την υπολόγιζαν στα πένθη ήταν μωρό και τότε όλες οι μάνες έχαναν παιδιά. Μια μάνα ήταν ευτυχισμένη όταν όσα παιδιά έκανε τα άφηνε πίσω της, όταν έρχονταν η ώρα της.
Ήταν τόσο καθημερινό το φαινόμενο αυτό των παιδιών που πέθαιναν που άκουγες τις γυναίκες να λένε, πως έχει και ο Θεός το δικό του μερίδιο.
Εκείνον τον καιρό τα παιδιά τα μικρά πήγαιναν στο μέγαρο Ρίγγα στο οποίο στεγάζονταν το νηπιοτροφείο, που πολλά παιδιά μαθαίναμε χίλια πράγματα. Εκεί πήγαινα κι εγώ.
Ήθελε να έρχεται μαζί μου και ο αδελφός μου ο Δημήτρης που εμείς τον φωνάζαμε μπούλη γιατί αν τον φωνάζαμε Δημήτρη ή Μήτσιο έσκουζε η γιαγιά μας και μεις δεν θέλαμε να σκούζει η γιαγιά μας. Έτσι μέχρι τα δέκα του χρόνια τον φωνάζαμε μπούλη. Στα δέκα δεν απαντούσε πια στο Μπούλη και μας ανάγκασε να τον φωνάζουμε Δημήτρακη. Μα ούτε Δημητράκη ήθελε έτσι τον φωνάζαμε Μήτσιο και Δημήτρη σκέτα.
Στο νηπιοτροφείο είχαμε δασκάλες δεν θυμάμαι τα ονόματα όμως εκείνο που θυμάμαι πως ήμουν πολύ προσεκτική και δεν έτρωγα, τότε η μια δασκάλα μας με έπαιρνε αγκαλιά μέχρι να ντραπώ και να φάω μόνη μου.
Προσευχές, τραγούδια, παιχνίδια, νομίζω πως ήταν υπέροχα. Εγώ έτσι θυμάμαι. Ύστερα αυτό ήρθε μετά τον εμφύλιο που μας είχε καταβασανίσει. Κανονικά έπρεπε να φεύγω από την πίσω πόρτα όμως εγώ έφευγα από τη μπροστά που έβγαζε στο νοσοκομείο. Ήταν ένα πολύ ωραίο κτίριο, όμως εμένα μου άρεσε ο φοίνικάς. Στέκουμαν σαν χάνος και τον κοίταζα. Τα τεράστια φύλλα του, τους υπέροχους πορτοκαλιούς καρπούς του έτσι μεγάλα τσαμπιά που κρεμιούνταν προς τα κάτω.. Και είχε τόσους πολλούς καρπούς ήταν σαν μια εικόνα μαγική. Ο φοίνικας…
Μόλις ανέβαινα την μικρή ανηφόρα κι αφού ξεκόλλαγα από το φοίνικα περνούσα μπροστά από το μονοπώλιο. Ήταν ένα θλιβερό μαγαζί ούτε καραμέλες ούτε μπισκότα και βρώμαγε το πετρόλαδο. Εκεί στην ανηφόρα ήταν η γυναίκα κούκλα γριά. Όταν πέρναγα, όποια ώρα κι αν ήταν, αυτή εκεί. Καθισμένη σε ένα κούτσουρο μήτε μίλαγε μήτε τραγουδούσε μήτε γελούσε ποτέ. Κρατούσε στα χέρια της κάτι σαν κάλτσα και όλο κουνιούνταν μπρος πίσω μπρος πίσω. Και καλημέρα να της έλεγα, δεν μου απαντούσε, μόνο κουνούσε το κορμί της μπρος ,πίσω μπρος, πίσω. Φοβόμουνα. Μα η περιέργεια μου ήταν πιο μεγάλή. Ήθελα να δω αν μιλάει. Δεν μου μίλησε ποτέ. Όταν μεγάλωσα, κατάλαβα τι ήταν η γυναίκα κούκλα γριά. Ήταν μια γυναίκα σε κατάθλιψη. Σα μεγάλωσα, απορούσα πως σε κάθε σπίτι δεν υπήρχε και ένας καταθλιπτικός.
Γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα, πολύ δύσκολα. Δεν ήταν μόνο ή φτώχεια, η πείνα, η γύμνια, η ξυπολυσιά ήταν που κάθε λίγο λιγόστευαν οι άνθρωποι και όχι γιατί γέρασαν. Όχι. Σε κάθε σπίτι τότε, υπήρχε και μια μεγάλη κορνίζα με ένα νέο που σκοτώθηκε και ήταν πάρα πολλοί οι νέοι που σκοτώθηκαν.
Ήταν οι σαράντα εννιά πρόκριτοι, ήταν αυτοί που ήταν στην αντίσταση και σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς τσάμηδες και Ιταλούς…. Ήταν εκείνοι που οι Γερμανοί με τους τσάμηδες όταν έβγαιναν για πλιάτσικο τους έβρισκαν στο δρόμο και τους σκότωναν για πλάκα; Από μίσος; Από φθόνο;. Ήταν και κείνοι που έφυγαν στον εμφύλιο στον αδελφοκτόνο πόλεμο.
Αυτές είναι σκόρπιες εικόνες από μια εποχή που ήμουν μικρή και σε κείνη την ηλικία τα παιδιά κάνουν τα μικρά μεγάλα και τα μεγάλα σκόνη.
Διαβάστε όλες τις ιστορίες της Βάβως, από εδώ.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation