Λίγες μέρες προ του πολέμου του 1940, οι Αλβανοτσάμηδες άφηναν να τους ξεφεύγουν λόγια ότι, «θα ’ρθει ο Ιταλός». Οι διαβόητος λήσταρχος ΝΤΑΟΥΤ ΧΟΤΖΑΣ εκινείτο για την προετοιμασία ενεργειών στα μετόπισθεν, που θα διευκόλυναν την ιταλική προέλαση. Καταγόταν από το χωριό Δραγούμη (νυν Ζερβοχώρι) και ήταν λήσταρχος, συναρχηγός συμμορίας με τον χριστιανό συγχωριανό του, Κ.Σ, βαρύνονταν δε με παντοειδή αδικήματα και είχε επικηρυχθεί με το κολοσσιαίο για την εποχή εκείνη ποσό των 500.000 δραχμών.
Οι Ιταλοί τον προσεταιρίσθησαν και άρχισε να εργάζεται για την Αλβανία, τότε δε, ήρθε σε ρήξη με τον συναρχηγό του, Κ.Σ, ο οποίος παρά τον ληστρικό βίο διατηρεί ακμαία τα εθνικά φρονήματα.
Ο μεν Νταούτ Χότζας αναγκάστηκε διωκόμενος να καταφύγει στην Αλβανία, ο δε Σ. εγκατέλειψε την Ελλάδα και κατέφυγε στην Αμερική, όπου εργάστηκε πλέον τίμια και ευσυνείδητα, απέκτησε οικογένεια και αρκετή περιουσία και πέθανε στα βαθιά γεράματα προ μερικών ετών.
Οι ληστές Τ-Μ και Ν.Κ κινήθηκαν κατά των υπολειμμάτων της συμμορίας του Νταούτ από το 1924 και εντός του έτους, με την στήριξη και του Η.Σ, αδελφό του Κ.Σ ο οποίος ζει ήσυχα και έντιμα στο σπίτι του, την ανοχή των αστυνομικών αρχών, την εξολόθρευσαν τελείως, σκοτώνοντας τον υπαρχηγό του Νταούτ, Αζίζ Λιούλη από το Ζερβοχώρι και άλλους 5 Αλβανοτσάμηδες ληστές, έφεραν δε στην Παραμυθιά τα 6 κεφάλια και τον 7ο συμμορίτη αιχμάλωτο, καθώς είχε τραυματιστεί στα πόδια
Τα κεφάλια εκτέθηκαν σε κοινή θέα στο καλαμποκοπάζαρο της Παραμυθιάς, και η συμμορία Τ-Μ παραδόθηκε στις αρχές λαμβάνοντας αμνηστία. Τον Αζίζ Λιούλη σκότωσε ο ίδιος ο Η.Σ με το όπλο του, Μάνλιχερ (το οποίο ουδέποτε παρέδωσε), ο ίδιος δε τραυμάτισε στο πόδι τον αιχμάλωτο, για να μην ξεφύγει στην διάρκεια της συμπλοκής.
Ήδη την παραμονή του πολέμου του 1940, ο Νταούτ Χότζας και ο Μελέκ Σιάνης είχαν εισχωρήσει κρυφά στο ελληνικό έδαφος, όπως διέδιδε ο ελληνοχριστιανικός πληθυσμός. Κατά το 1950, οι Η.Σ και ο πρόεδρος της κοινότητας, Δημ. Μαραζόπουλος, με διαβεβαίωσαν ότι η φήμη ήταν καθ’ όλα ακριβής.
Ο Νταούτ είχε εγκατασταθεί κοντά στην ελληνική μεθόριο, για να εισέρχεται εύκολα στην Ελλάδα, αλλά, ως κακοποιό στοιχείο, ήρθε σε ρήξη με τους ομόθρησκούς του Αλβανούς, που για προσωπικούς λόγους τον σκότωσαν. Μην μπορώντας να μείνουν άλλο στην Αλβανία, αφού ο Νταούτ ήταν προστατευόμενος των αλβανικών και ιταλικών αρχών, του έκοψαν το κεφάλι, ήρθαν στην Ελλάδα όπου ζήτησαν άσυλο και την είσπραξη της επικήρυξης. Οι Ελληνικές αρχές τότε μετέφεραν στα σύνορα τους Χ.Ο, κάτοικο Γλυκής και τον γνωστό μας Η.Σ, κάτοικο Ζερβοχωρίου. Τους συνόδευε αξιωματικός της Χωροφυλακής, νομίζω ο κ. Χριστινάκης. Αυτοί επιβεβαίωσαν ότι η κεφαλή ανήκε στον Νταούτ Χότζα, ληστή, επικηρυγμένο, βαρυνόμενο με 35 φόνους, στους οποίους και ομοθρήσκων του, με ληστείες, απαγωγές και ο οποίος είχε καταφύγει από το 1924 στην Αλβανία.
Την υπόθεση «Του μεγάλου πατριώτη Νταούτ Χότζα», η αλβανική εφημερίδα «Τομόρι», το επίσημο ιταλικό πρακτορείο «Ντε Στέφανι», ο ιταλικός τύπος και οι διπλωματική αντιπρόσωποι Ιταλίας και Αλβανίας έκαναν μυθιστόρημα και σ’ αυτό βάσισαν την ψυχολογική προετοιμασία της κατά της Ελλάδας φασιστικής επίθεσης καθώς και την εν γένει ανθελληνική εκστρατεία…
Η ελληνική κυβέρνηση και το Αθηναϊκό πρακτορείο κατέρριψαν τα περί Νταούτ αλβανο-ιταλικά ψεύδη, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται περί κοινού κακοποιού, δολοφονημένος στην Αλβανία για λόγους εκδίκησης και όχι στην Ελλάδα από τις ελληνικές αρχές για τις πατριωτικές του, όπως έλεγαν οι Αλβανο-Ιταλοί, ενέργειες.
Παρ’ όλα αυτά, οι μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας μεταβίβασαν και άλλες ψευδολογίες που δημοσιεύθηκαν στις αλβανικές και ιταλικές εφημερίδες και μεταδόθηκαν από το ραδιόφωνο των Τιράνων. Ότι δήθεν γίνονταν καταπιέσεις και φόνοι Αλβανών στην Παραμυθιά, Καρβουνάρι και Μαζαράκι. Ο Παραμυθιώτης έμπορος Ριζά Κάλης παρουσιάστηκε ως δολοφονημένος, ενώ εργαζόταν στο κατάστημά του και μικρό καπνοεργοστάσιο της Παραμυθιάς και το ίδιο καλοκαίρι του μάθαινα τις 4 πράξεις της αριθμητικής, χάρη των εργασιών του.
Οι ελληνικές αρχές προέβησαν εις την διάψευση, επί πλέον δε, συνέλαβαν τον Ριζά Κάλη και τον μετέφεραν βιαίως στον ραδιοφωνικό μας σταθμό, όπου τον υποχρέωσαν να μιλήσει προς απόδειξη των ψευδολογιών. Χαρακτηριστικό του θράσους των Αλβανών είναι ότι κατήγγειλαν φόνους στο Καρβουνάρι, ενώ στο χωριό αυτό είχε να γίνει φόνος από το 1906, από τουρκοκρατίας δηλαδή, όταν ο αδελφός του Τεφήκ Κεμάλ, με την προτροπή του πατέρα του, σκότωσε την μητέρα του, το γένος Ζεϊνέλ, για λόγους τιμής. Επτά έτη δηλαδή, πριν η Ήπειρος γίνει ελληνική.
Νεαροί τσάμηδες δραπέτες από την Ελλάδα εντάχθηκαν στην υπό τον Γασίν Σαντήκ συμμορία και χρησιμοποιήθηκαν ως οδηγοί και ένοπλοι συμπαραστάτες του εισβολέα, πλαισιώνοντας την ίδια την μεραρχία ΣΙΕΝΑ (Ελληνική Λευκή Βίβλο και Χαρα. Κατσιμήτρου «Ήπειρος Προμαχούσα»).
Την επέκταση των αλβανικών συνόρων προς Τσαμουριά, ήτοι μέχρι και της πεδιάδας του Φαναρίου Θεσπρωτίας, υποσχέθηκε στους Αλβανούς ο Ιταλός στρατάρχης Μποντόλιο, την 25η Ιουνίου 1939. Αναφορές των Ελλήνων πρακτόρων στην Αλβανία, διαταγές ιταλικών μονάδων και απομνημονεύματα Ιταλών αξιωματικών περιγράφουν την ευρεία χρησιμοποίηση των Αλβανοτσάμηδων.
Οι πυρπολήσεις στην Ηγουμενίτσα κατά την κατάληψή της από τις ιταλικές δυνάμεις, τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οι βιαιότητες, λεηλασίες, φόνοι, αποδίδονται στις αλβανικές συμμορίες, αποτελούμενες από τρία σώματα των 600 ανδρών και αποτελούμενες από μερικούς εξωμότες της Θεσπρωτίας (Αλβανοτσάμηδες) και Αλβανούς, από την περιοχή Κουρβελεσίου, είχαν μισθό 300 αλβανικών φράγκων ή λεκ. Ένα λεκ ισούνταν με 7 δραχμές κατά το 1940.
Στο χωριό Λεπτοκαρυά, ο Αθανάσιος Νικολαΐδης, απεσταλμένος του επιτελάρχη Λαλαούνη Β., διοικητή της VΙΙΙ ομάδας αναγνώρισης, ψάχνοντας έγγραφα των άταφων Ιταλών νεκρών που βρίσκονταν στην θέση Ντούπιανη (μεταξύ Βρουσίνας-Λεπτοκαρυάς-Ρεβενής), βρήκε έναν Αλβανό νεκρό, ντυμένο με λευκά σαλβάρια, φέροντα μπόγο πλήρη τιμαλφών, αποτέλεσμα ασφαλώς της ένδοξης δράσης του κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, οι οποίες κατά τους Αλβανούς, είναι ακατανόητες χωρίς το πατροπαράδοτο γι’ αυτούς «πλιάτσικο».
Εντός της πόλης των Φιλιατών, η δράση των Αλβανών ήταν τέτοια που οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να αφοπλίσουν πολλούς εξ αυτών (απομνημονεύματα Ιταλών αξιωματικών στην εφημερίδα «Θεσπρωτικά Νέα»).
Κατά την πρώτη φάση του πολέμου, κατά την οποία οι Ιταλοί έφτασαν και πέρα του ποταμού Καλαμά, επέδειξαν την προδοτική τους στάση οι Ντεμάτες και ο Χατζή Σέϊκος, ο οποίος ανέλαβε την αρχηγία των Αλβανοτσάμηδων φασιστών της πόλης των Φιλιατών.
Το σύνταγμα του Γιασίν Σαντήκ έλαβε μέρος στον κατά της Ελλάδας πόλεμο, στον παραλιακό τομέα με δύο τάγματά του, που ήταν μάλλον πολυάριθμη ληστρική συμμορία παρά στρατός. Οι συμμορίες αυτές τελούν υπό την αρχηγία του Ντέμο Χαμήτ με δράση κατά μήκος της παραλίας, και του Χουσεϊν Χαϋρουλά με δράση κάπως ενδότερα, προς την περιοχή της Σκάλας Φιλιατών. Οργίασαν λοιπόν τα τάγματα του Γιασίν Σαντήκ στις περιοχές της Ηγουμενίτσας και Σκάλας Φιλιατών, όπου συν τοις άλλοις έκαψαν και την οικία του Αντώνη Γκατζώνη, οδηγού των ελληνικών στρατευμάτων, του οποίου είχαν λεηλατηθεί και δύο καταστήματα στις Φιλιάτες κατά την πρώτη ιταλική κατοχή της Ηπείρου το 1917, ο δε Γκατζώνης, μετά και την νέα λεηλασία από τον Χουσεϊν Χαϋρουλά, περιήλθε εις την έσχατη ένδεια και μέχρι τον θάνατό του έζησε μεροκαματιάρης όπου έβρισκε ένα κομμάτι ψωμί.
Την 6η Νοεμβρίου 1940, ιταλικό σύνταγμα προέλασε προς το χωριό Δράγανη Παραμυθιάς (νυν Αμπελιά) και είχε οδηγό τον Βεήπ Μούχον από το Νικολίτσι, ντυμένο με ιταλική στολή και οπλισμένο με ιταλικό μουσκέτο. Κατά την εκ Σενεμηρίζης και Νικολιτσίου διέλευσή του, το σύνταγμα αυτό ενισχύθηκε και από άλλους Αλβανούς, οι οποίοι το ακολούθησαν και κατά την οπισθοχώρηση.
Την 7η Νοεμβρίου 1940 και αφού καλώς, ή κακώς, οι υπό τον στρατηγό Λιούμπαν ελληνικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν πέρα του Αχέροντα, η δε χωροφυλακή και οι δημόσιες αρχές είχαν εκκενώσει την επαρχία πλην των σταθμών χωροφυλακής Κερασόβου και Βλαχωρίου, του οποίου εμπόδισε να φύγουν το απόσπασμα Τσακαλώτου, ο οποίος μάλιστα παρ’ ολίγον να τουφεκίσει τον σταθμάρχη Βλαχωρίου, Γούδα, για εγκατάλειψη θέσης ενώπιον του εχθρού, ενώ ο Γούδας ακολουθούσε την εντολή των προϊσταμένων του.
Η VIII Μεραρχία Ηπείρου, προς κάλυψη του πλευρού της, που κακώς είχε μείνει ακάλυπτο, απέστειλε μονάδα δύναμης τάγματος στην Σκάλα Παραμυθιάς, υπό τον αντισυνταγματάρχη Προεστάκην, αν ενθυμούμαι καλώς. Αλλιώς ο εχθρός μπορούσε να προελάσει επί της ημιονικής οδού Παραμυθιάς-Ιωαννίνων, της βασικότερης τότε οδικής αρτηρίας στην δυτική Ήπειρο.
Κατά τις 8 το βράδυ, μπήκε στην κωμόπολη της Παραμυθιάς εχθρικό αναγνωριστικό απόσπασμα δύναμης 80 ανδρών, προερχόμενο από την Δράγανη, όπου είχαν ήδη φτάσει σημαντικές εχθρικές δυνάμεις που είχαν χάσει κάθε επαφή με τα ελληνικά τμήματα, χωρίς σημαντική μάχη. Δεν τολμούσαν να επιχειρήσουν προέλαση, διότι η μεν VIII Μεραρχία κρατούσε τις θέσεις σθεναρά, καταφέρνοντας καίρια πλήγματα κατά των επιτιθέμενων Ιταλών, τόσο στο Γκραμπάλα, όσο και στον Καλαμά (τομέας Ρεπετίστης), ενώ στην Πίνδο για την μεραρχία Τζούλια άρχισαν οι μαύρες μέρες, που κατέληξαν μετά από τετραήμερο στην πλήρη διάλυσή της. Έμειναν λοιπόν οι Ιταλοί εν αναμονή εξελίξεων, αντί να επιτεθούν ταχέως προς την κατεύθυνση της Πρέβεζας, πριν το 6ο Σύνταγμα Κορίνθου οργανώσει αμυντικά την διάβαση Μποντάρι.
Έστειλαν όμως αναγνωριστικές περιπόλους, εκ των οποίων η μία εισήλθε στην Παραμυθιά. Οδηγοί του αναγνωριστικού αυτού αποσπάσματος ήταν Αλβανοί, ανάμεσά του δύο πρώην ληστές Μελέκ Σιάνης και Μεϊντή Χότζιας, από το Ζερβοχώρι και οι δύο, συμμορίτης ο πρώτος, συμμορίτης και αδελφός του Νταούκ Χότζια ο δεύτερος, ανήκουν στην δύναμη του αποσπάσματος και φέρουν ιταλική στολή και ιταλικό οπλισμό.
Οι τσάμηδες της Παραμυθιά, έχοντας επικεφαλής τον μουφτή τον Χασάν Αβδουλά, βρέθηκαν στο πηγάδι της αγοράς, όπου ήταν το Ιερό Τέμενος, όπου δέχτηκαν με αγκαλιές τους ελευθερωτές τους και ξεφώνισαν: «Ντουά στο Γιαραμπή», ήτοι δέηση προς τον Ύψιστο υπέρ των Ιταλο-αλβανικών όπλων.
Κατά την στιγμή εκείνη, πενήντα περίπου μέτρα μακριά, στο καφενείο Κυριάκη, βρίσκονταν δύο στρατιώτες και ένας λοχίας του ελληνικού στρατού, οι οποίοι για να ικανοποιήσουν τον αλκοολισμό τους, μόλις είχε σκοτεινιάσει, είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους στην Σκάλα. Έπιναν και βρίσκονταν σε εύθυμη διάθεση. Όταν ειδοποιήθηκαν ότι ήρθε στην πόλη ιταλικό απόσπασμα, αρνήθηκαν να φύγουν.
Ο Σιέφης (Εσρέφ Ντίνος), Αλβανός Παραμυθιώτης, που είχε αναλάβει πολιτοφύλακας κατ’ εντολή των Ιταλών, μπήκε και τους διέταξε να τον ακολουθήσουν, και όταν έλαβε την άρνησή τους, έτρεξε να ειδοποιήσει τους Ιταλούς. Οι Έλληνες πολίτες τότε, προεξάρχοντος του Ιωάννη Μητσιώνη, αντιπροσώπου της εταιρείας Σίγγερ, τους έσυραν βιαίως και εν τάχει έξω από την πόλη. Μόλις πέρασαν την οικία Νικ. Εργολάβου, τους χτύπησε κρύος αέρας, συνήλθαν και έτρεξαν προς τις θέσεις τους, όπου φτάνοντας πυροβολήθηκαν ανεπιτυχώς από τους συναδέλφους τους κατά τις 9 το βράδυ, και αφού μίλησαν, τους άφησαν να περάσουν.
Οι πυροβολισμοί αυτοί είχαν ευχάριστη συνέχεια: οι Ιταλοί μετά την υποδοχή, τους εναγκαλισμούς και τις δεήσεις, οδηγήθηκαν από τους τσάμηδες στην πυρπόληση καταστημάτων και των οικιών. Ήδη είχε πυρποληθεί το καφενείο του Σωτήρη Κουτούπη, καιγόταν ολόκληρο το τετράγωνο, όταν στο χωριό Καρυώτι συγκεντρώθηκαν προς άμυνα μερικοί ένοπλοι υπό τους αγροφύλακες Λάμπρο Γκάτζια, και Γεώργιο Θ. Τάχια, επιζώντα εισέτι, ενισχύθηκαν και από μερικούς πρόσφυγες χωριάτες από Ψάκκα, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Δήμα.
Οι χωρικοί εξήλθαν από το χωριό για να λάβουν αμυντική διάταξη, όταν άκουσαν τους πυροβολισμούς από την Σκάλα Παραμυθιάς, όπου ήταν τμήμα της VIII Μεραρχίας Ηπείρου και νομίζοντας ότι άρχισε ελληνική επίθεση προς εκείνο το σημείο, έτρεξαν και κατέβαλαν την ΝΑ παρυφή της Παραμυθιάς αντέρεισμα Ταμπούρι και έβαλαν κατά του πυρολυμένου κτιρίου, πέριξ του οποίου φώναζαν Ιταλοί και Τσάμηδες. Το ιταλικό απόσπασμα φοβούμενη την σοβαρή επίθεση και τον κίνδυνο να βρεθεί μεταξύ δύο πυρών, ετράπη σε άτακτη φυγή προς Δράγανη. Οι Γκάτζιας, Τάχιας και Δήμας παρασημοφορήθηκαν από την 8η Μεραρχία για την πρωτοβουλία τους αυτή.
Κατά την κατοχή όμως ο Δήμας υπέστη βασανιστήρια από τους Αλβανούς και την ιταλική καραμπινερία και εμπρησμό της οικίας του. Ομοίως ο Τάχιας συνελήφθη δις από την καραμπινερία Παραμυθιάς και κακοποιήθηκε, συλλήψεις που έγιναν με διάφορες προφάσεις.
Ο Σιέφης, που είχε αναλάβει ως πολιτοφύλακας κατ’ εντολή των Ιταλών, συνελήφθη μετά από εκείνη την ημέρα από τον στρατό μας, οδηγήθηκε σε έκτακτο στρατοδικείο, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο.
Μπροστά από την προέλαση του 6ου συντάγματος Κορίνθου και του τάγματος Προεστάκη, οι Ιταλοί αποσύρθηκαν πέρα του Καλαμά, φοβούμενοι ότι θα πάθουν ότι και η μεραρχία αλπινιστών στην Πίνδο. Τότε, ολόκληρος ο πληθυσμός της Παραμυθιάς, ο χριστιανικός βέβαια, μετέφερε στους ώμους (μην υπάρχοντας άλλα μεταφορικά μέσα) όλη την διαθέσιμη ξυλεία από τα ξυλουργεία της Παραμυθιάς, μέχρι Μενίνα, προς γεφύρωση του Καλαμά.
Στα εδάφη που ανακτήθηκαν από τον στρατό μας, οι χωροφύλακες και αγροφύλακες υπό τον ανθυπασπιστή Γυπάκη και αγρονόμο Καρβούνη, συγκέντρωσαν εν τάχει τους άνδρες Αλβανοτσάμηδες και τους οδήγησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κόρινθο και Χίο.
Για να τους συλλάβουν οι αγροφύλακες, οι οποίοι κυρίως γνώριζαν τους συνεργάτες των Ιταλών κατά πρόσωπο, έφθασαν μέχρι τα σύνορα. Πολλοί Αλβανοί σταμάτησαν εκεί, όταν εκδιώχθηκαν οι Ιταλοί, νομίζοντας πως είναι ασφαλείς. Ήταν από εκείνους που παρακολουθούσαν τον ιταλικό στρατό νικητή, αλλά τον εγκατέλειψαν όταν ετράπη σε φυγή. Στις σημειώσεις μου έχω τα ονόματα δύο εξ αυτών, συλληφθέντων στην κορυφογραμμή Βέρβα, τους Σελήμ Λιατίφ από Κορύτιανη και τον Σαντήκ Κερίμ από Σενεμηρίζα.
Όπως με τις ανοιξιάτικες ψιχάλες, εξαπατώνται οι κόχλοι και ανυψώνουν το κεφάλι, έτσι και με την ιταλική προέλαση των πρώτων ημερών, οι Αλβανοτσάμηδες νομίζοντας ότι έσβησε η Ελλάδα, αποκάλυψαν τον πραγματικό τους εαυτό.
Προ ετών ανέγνωσα, χωρίς να συγκρατήσω στοιχεία, ότι και οι Γερμανοί ασχολούμενοι με τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο περιγράφουν με μελανά χρώματα τους Αλβανούς, πρώτους στις λεηλασίες και τελευταίοι στην μάχη. Μία των αιτιών της ιταλικής ήττας θεωρούν την κακή εκτίμηση από τους Ιταλούς, των στρατιωτικών δυνατοτήτων των Αλβανών εν γένει.
Join the Conversation