Η Ασιγέ Σαντίκ Αράπ είχε ξεμείνει στην Παραμυθιά, που ήταν και δικός της τόπος. Όταν όλοι έφυγαν τον Δεκέμβριο του 1944, φοβισμένοι για τα αντίποινα. Είχαν κάνει πολλά ειδεχθή εγκλήματα, ωστόσο αυτή έμεινε στο τόπο μας, στον τόπο της.
– Δεν έκανα τίποτε, έλεγε, μήτε η οικογένειά μου… Όμως η κόρη της η Φατμέ δεν την άκουσε. Μαζί με τους πολλούς έφυγε και η κόρη της.
– Κάτσε παιδάκι μου της είπε, κάτσε, εδώ είναι ο τόπος μας Έλληνες είμαστε εδώ γεννήθηκαν οι παππούδες και η προπαππούδες σου. Εδώ πρέπει να μείνουμε.
– Θα φύγω μάνα έγιναν πολλά και δεν θα μας τα σχωρέσουν. Μαζί με τα ξερά θα καούν και τα χλωρά.
Έτσι η Ασιγέ έμεινε μόνη της σε ένα διαμέρισμα στο σπίτι του Σαλή Αφούζ. Η Παραμυθιώτες, όχι απλά δεν την πείραξαν, έκανα και κάτι συγκινητικό. Την έβαλαν κλητήρα στο σχολείο. Γράμματα δεν γνώριζε όμως σαν χτύπαγε το ρολόι εκείνη χτύπαγε το κουδούνι να βγαίνουν τα παιδιά στο διάλειμμα. Εκεί απ΄έξω τα παιδιά έβρισκαν μήλα καραμελωμένα και ζαχαρωτά με κοτούλες και αλογάκια σε καραμέλα που τα έκαναν σε ένα σπίτι στη πόλη μας.
Φεύγοντας η Ασιγέ για το σπίτι της, πέρναγε από το σπίτι μας που η μάνα μου αλλα και πολλοί γείτονες της έδιναν ένα ζεστό καφέ ή ένα πιάτο ζεστό φαΐ’. Η Ασιγέ δεν έρχονταν τόσο για το φαΐ’ όσο για τον πατέρα μου, που έλειπε στο χωριό, στο σχολείο και την δουλειά του.
– Έχεις δουλειά; Ρώταγε τη μάνα μου,
– Έχω την Ασήμω, έλεγε η μάνα μου και της έβαζε μπροστά της ότι καλό είχαμε, της έκανε και έναν καφέ.
– Κάτσε Βέργω μου και πές μου, έλαβε ο δάσκαλος (Παυλίδης) απάντηση για τη Φατμέ μου;
– Αν λάβαινε, δεν θα σου το έλεγε;
– Αν χάθκε στο δρόμο ίσως να μη θέλει να μου πει.
– Ψέματα Ασιγέ δεν χωράν σε τούτα τα πράγματα.
Έβγαζε από την τσέπη τη μεγάλη, από τα χρωματιστά τουμάνια που φόραγε, κάποια κοσμήματα, αν δεν γυρίσεις η Φατμέ μου να τα πάρεις για το τσουπρί.- Η Φατμέ θα γυρίσει, της έλεγε η μάνα μου και τούτη την ώρα έβλεπε και ένα άλλο πρόσωπο του πολέμου και της αγριότητας.
Η μάνα μου της έραβε τα τουμάνια της κάτι φαρδιές παντέλόνες με λάστιχο στο κότσι με πολλά λουλούδια, συνήθως τριαντάφυλλα σαν τις ταπετσαρίες των τοίχων.
Τα χρόνια περνούσαν και ο πατέρας μου έστελνε παντού όπου μπορούσε και μέσω του Ερυθρού Σταυρού αναζητήσεις. Τη φώναζε η μάνα να ακούσει από το ραδιόφωνο την αναζήτηση και να πιστέψει πως η Φατμέ ζει πως κάποτε θα απαντήσει σαν ο τάδε και ο τάδε και άκουγε η δόλια πως κάποιοι αντάμωσαν και ρώταγε με λαχτάρα…
– Θα τη βρω και γω την Φατμέ μου;;;
– Θα τη βρεις Ασιγέ και τότε θα το κάψουμε όλη η γειτονιά.
Τα χρόνια περνούσαν. Κάθε απόγευμα της πήγαινα ένα πιάτο φαγητό. Μα μέρα την είδα να κάνει την προσευχή της. Έκανε συνεχώς κάτι μετάνοιες που ήταν κάτω στο πάτωμα πάνω σε ΄ένα χαλάκι.
Aφησα το φαγητό και όπως μου είχε πει η μάνα μου να κάνω, αν τη βρω σε προσευχή να μην της κρίνω και να φύγω χωρίς να με ακούσει.
Η μάνα μου όμως με τα χρόνια αρρώστησε και έτσι φύγαμε από την Παραμυθιά. Η γειτονιά όλη ήταν δίπλα της, όμως καθώς τα χρόνια περνούσαν, έπαψε να πιστεύει στο όνειρο.
Όταν πηγαίναμε στο χωριό έλεγε στη μάνα μου, πάρε τα πράγματα θα πεθάνω και θα τα πάρουν άλλοι. Δεν θα πεθανεις πριν δεις το παιδί σου και τότε με τα χεράκια σου θα της τα δώσεις. Ανάμεσα στα στολίδια είχε και ένα σταυρό. Ήταν από τη γιαγιά της.
H Ασιγέ πέθανε όταν εμείς είμασταν στη Αθήνα. Έφυγε με την προσμονή πως θα δει το παιδί της. Τώρα ίσως ήταν βέβαιη πως θα το βρει.
Αυτή η ιστορία τότε ήταν ένα αστείο για μας τα παιδιά. Μια τουρκάλα και όμως ήταν Ελληνίδα, να είναι με τα τουμάνια της και το χρυσοκέντητο πανωφόρι; Να περνάει μοναχή της την ζωή της σαν την καλαμια στον κάμπο;
Τότε δεν έβλεπα ούτε τη μοναξιά της και τη λαχτάρα της για το μονάκριβο παιδί της. Αυτά τα είδα όταν έγινα μάνα. Τότε μπορούσα να νοιώσω να καταλάβω.
Τότε ρώτησα και τον πατέρα μου τον δάσκαλο. Μου έδωσε το αντίγραφο του βιβλίου του “οι Αλβανοτσάμηδες” που είχε καταθέσει στο Δήμο Παραμυθιάς και τότε μπόρεσα να καταλάβω το γιατί.
Το γιατί, που πρέπει να μας γίνει μάθημα…
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation