Σας έχει τύχει να γνωρίζετε έναν άνθρωπο από οταν γεννηθήκατε και μετά; Να τον γνωρίζετε καλά και να βρίσκεστε με την απορία. Άλλον άνθρωπο να γνωρίζετε για δέκα πέντε χρόνια και άλλον στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής σου που μετράν έξη δεκαετίες. Μπορεί ένας άνθρωπος να χάσει τη σπιρταδα του, την χάρη του, και να γίνει κάποιος άλλος;
Σε μένα έτυχε τούτο το περίεργο .Βέβαια ήμουν παιδί και πολλές φορές έλεγα εν μπορεί έτσι να ήταν πάντα, δεν μπορεί να έγινε μετά τα είκοσι πέντε χρόνια της. Την αγαπούσα πολύ. Την αγαπώ πολύ. Ήταν όμορφη σαν άγγελος αναγεννησιακός πάνω σε ουράνιο θόλο εκκλησίας.
Και μετά!.. η έξυπνη καλομαθημένη κοπέλα με τα χιλιάδες ενδιαφέροντα, έγινε μια κυρούλα. Μια κυρούλα όχι από αυτές που το βλέμμα τους, είναι δρεπάνι, που θερίζει τις αγωνίες της ζωής της, αλλά δρεπάνι που βάζει τα όρια στα στάχυα της οργής από τα στάχυα της γαλήνης. Πέρασε κι αν δεν πέρασε στη ζωή της. Ούτε οργή, ούτε θέλω άκουγες από το στόμα της.
Πριν χαράξει ο Θεός τη μέρα, άρχιζε τις δουλειές της. Και μετά καθισμένη στο σαλονάκι της, στο καθιστικό της ή στην κουζίνα και αν ο καιρός το επέτρεπε στα σκαλοπάτια του σπιτιού της, παρέα για καφέ. Και μαζί θα τους έβγαζε και γλυκό του κουταλιού. Και μετά η κάθε μια άκουγε τα μελλούμενα που ήταν γραμμένα στο κουπάκι του καφέ.
Τη θυμάμαι κομψή, δυνατή να δείχνει πάνω στο μεγάλο τραπέζι την τέχνη της. Πολλά κορίτσια βγήκαν από τα χέρια της. Όλες έμαθαν εκτός από τέχνη καλούς τρόπους, ευγένεια και αυτό το κλικ που κάνει τον άνθρωπο ξεχωριστό. Θα τη δούμε ανύπαντρη να ράβει με όλες τις μαθήτριες της γύρω, το νυφικό της αδελφής της. Πολλά νυφικά είχε ράψει μα τούτο έπρεπε να είναι το καλύτερο. Το ύφασμα ακριβό μεταξωτό και ένα κομμάτι γνήσια νταντέλα γκιπούρ. Το φόρεμα θα ήταν σε τρία κομμάτια. Το πάνω με μετάξι και νταντέλα, με καρδιόσχημο ντεκολντε..
Η πρώτη φούστα σε ίσια γραμμή σε κανονικό μήκος σανέλ. Πάνω από αυτή τη φούστα, μια μεγάλη αέρινη φούστα, χωρίς φόδρα που θα έδειχνε το μεγαλείο της νύφης.Αυτό μετά τον γάμο θα ήταν η εσάρπα που θα συνόδευε στις βραδυνές εξόδους τη νύφη και θα στόλιζε πολλά φορέματα. Μια σάρπα μια ετόλ μπορεί χρόνια να είναι βασικό αξεσουάρ μιας κυρίας.
Και θα ήταν μια ωραία κυρία όταν θα στέκουνταν δίπλα στον άνδρα της σε κάθε έξοδό τους….Με κάποιες αλλαγές το φόρεσαν κι άλλες κοπέλες.Και είχε τόσο κέφι που και στο μικρό κουκλί ( εγώ ήμουν αυτό στα οκτώ μου χρόνια ) όπως το έλεγαν έραψε ένα υπέροχο φόρεμα λευκό για παρανυφάκι. Και ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα. Ένα τσαντάκι πουγκί πανέμορφο.Ύστερα από χρόνια παντρεύτηκε και κείνη και έγινε η κυρούλα της αυλής. Έπλεκε, μαγείρευε, είχε ένα σπίτι που έλαμπε και στα χέρια της το βελονάκι έκανε προικιά για τα παιδιά της.
Προσπαθούσα να την ξυπνήσω. Τίποτε. Δεν μπορούσα να δεχθώ πως άλλαξε τόσο, πως έγινε άλλος άνθρωπος. Έραψε πριν παντρευτεί και το δικό της νυφικό. Υπέροχο σε στυλ σανέλ χωρίς υπερβολικές σούρες η κλος. Κάπου κάπου το βλέμμα της ζωήρευε μα ήταν μόνο μια αναλαμπη.
Εκεί στη γειτονιά όλες λες και είχαν πάθει κάτι σαν μάγια. Τα μάγια της αδιαφορίας, της λεξιπλασίας του κουτσομπολιού. Όχι δεν ήταν κάτι κακό. Μόνες τους τα μολόγαγαν και ύστερα έλεγαν. Μωρέ γυναικούλες μου μην τα πείτε παραπέρα.Που παραπέρα; Όλος ο κόσμος τους, ήταν αυτός. Δεν έννοιωθαν πλήξη. Ακόμα και το καθημερινό φαγητό γινόταν αιτία μακράς συζήτησης. Μα σήμερα μιλούν για το νυφικό.
Άντε μωρή να θυμηθείς να ράψεις το νυφικό της εγγονής μου δεν θέλει να νοικιάσει. Το θέλει δικό της. Δεν θέλει νάυλον μα μεταξωτό κινέζικό, αληθινό….Χαμογέλασε και είπε. Ξέρετε πόσα χρόνια έχω να ράψω;-Πολλά.-Αν δεν έρχονταν ν< ραφτεί η αδελφή μου θα είχα ξεχάσει πως γαζώνει η μηχανή. Οι μηχανές συπλήρωσε. Στακάτε ρε σεις και θα σας φέρω κάτι. Την περίμεναν. Πάλι κανένα γλυκό θα φέρει λόγιασαν. Δεν έφερε γλυκό, μα τυλιγμένο μέσα σε βαμβακερή σακκούλα έφερε το νυφικό της. Δεν στο δίνω γιατί δεν είναι πια καλό. Η τσούπρα είναι ψηλή και λιγερή. Θέλω απλά να πω, πως σήμερα ένα καλό νυφικό από καλό ύφασμα δεν κοστίζει πάνω από 600-800 ευρώ μαζί με τη μοδίστρα. Ξέρετε πόσο νοικιάζονται αυτά της μιας μέρας πάνω από 1.000. ευρώ. Ξέρετε πόσες νύφες το φόρεσαν μετά; Πολλές. Ελπίζω σε όλες να έφερε τύχη. Αν δεν σηκώσεις το σαμάρι δεν βλέπεις της πληγές του αλόγου,μουρμούρισε. Γύρισε σε μένα και μου ψιθύρισε. Εγώ θα το φόρεγα με άλλη χαρά αν δεν με ανάγκαζαν να μείνω εδώ. Λες, να μην χτύπησε η καρδιά μου. Χτύπησε. Μα δεν μπορούσσα να τον παντρευτώ κι ας ήταν καλύτερος όπως και όλοι όσοι με ζήτησαν και ήταν καλύτεροι μα θα με έπαιρναν από εδώ…. Αυτό για να μείνω να γεροκομήσω τους γονείς μου.
Η μάνα μου με εκβίαζε πως αν φύγω από την πόλη θα πέσει από το γκρεμό. Κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα μα χτύπησε. Δεν μίλησα. Τρεις μέρες έκανα να κοιμηθώ. Θεέ μου. Θεέ μου. Τώρα μπορώ να καταλάβω την γυναίκα που είναι. Την κυρούλα. Αν σκέπτονταν θα έπρεπε να τρελαθεί ή να φύγει. Και δεν είχε μέσα της την επανάσταση. Συμβιβάστηκε. Πάνω από όλα συμβοβάστηκε με τον εαυτό της. Και συμβιβάστηκε χάνοντας τον χαρακτήρα της, την αβρότητά της,τον αέρα της αρχόντισσας. Τον αληθινό εαυτό της. Έγινε η κυρούλα της γειτονιάς. Είναι καλή και αξιοπρεπής, όμως δεν είναι ο εαυτός της. Την πήρε από κάτω η ζωή. Και δεν είχε καιρό για επαναστάσεις. Και τώρα σε ποιον να επαναστατήσει; Εκείνοι που έφταιγαν δεν είναι εδώ. Κι αν ήταν θα άλλαζαν τα πράγματα;;; Δεν ξέρω. Κάθε μέρα βρήσκω ποιοι οδήγησαν σωστά τα βήματά μου. Εμένα η ζωή μου χαρίσθηκε. Κυρά μου, σ΄αγαπώ πολύ. Και σε θαυμάζω απεριόριστα. Ξέρεις,, δεν ξέρω αν εγώ μπορούσα,,, να βάλω στην ζωή μου τόσο αυστηρούς κανόνες. Να απαρνηθώ τον εαυτό μου…..Δεν ξέρω…
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation