Οι ιστορίες της Βάβως | Δεκαπενταύγουστο στο πανηγύρι της Γλυκής στον Αχέροντα

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά

Κουμπάροι μας και συγγενείς μας περίμεναν. Στρώναμε στο φορτηγό ένα χράμι και όλοι μαζί στην καρότσα για το πανηγύρι στην Παναγιά της Γλυκής.

Μπροστά ο παππούς με τη γιαγιά μας. Στη καρότσα βάζαμε τα κασελάκια, με τα ψιλικά και πάνω τους κάθονταν τα κορίτσια που φορούσαν τα καλά τους ρούχα μα όχι τα παπούτσια τους, φορούσαν παντόφλες. Και μόλις κατέβαιναν από την καρότσα του αυτοκινήτου, θα φορούσαν τα ψηλοτάκουνα παπούτσια τους πέδιλά λουστρίνια ή τελατίνες ίδιο χρώμα με τις τσάντες τους.

Πολύ όμορφες και προ παντός πολύ κομψές. Καμιά φορά φόραγαν και γόβες ζαχαρί τελατίνες. Εγώ τα καλύτερα ταυτά φουστάνι γιλέκο ίδιο χρώμα παπούτσια σαν ροζ μπομπόν. Κοντούλα, μια στάλα, Μη γελάτε, και ήθελα τόσο να είμαι μεγάλη, να μου κάνουν προξενιά, μα τίποτε- τίποτε, αχ τι φόβο είχα μην δεν φορέσω νυφικό….

Παίρναμε και όποιο γείτονα ήθελε να έρθει. Και Παραμυθιά Γλυκή όλο το δρόμο τραγούδια. Ναι και γω τραγούδαγα, γιατί τσούπρα δεν ήμουνα; Και μου άρεσε να τραγουδάω και με μάλωναν που δεν ήμουν σοβαρή, μα δεν ήθελα να είμαι σοβαρή αν δεν τραγούδαγα και έλεγε ο παππούς μου, μην τη ζαλίζετε, μικρή είναι, αν μεγαλώσει θα καταλάβει. Και όταν τον ρώταγα αν είναι κακό το τραγούδι, μου χάυδευε τα μαλλιά και χαμογελούσε.

Εμείς θα γυρίζαμε την άλλη μέρα, από τη Γλυκή. Θα μέναμε μια μέρα τους κουμπάρους μας στο Τσιάλη. Ήταν πολύ δεμένοι αυτοί οι κουμπάροι μας με μας, σαν αδέλφια.Θα πηγαίναμε και στην Ποταμιά σε συγγενείς. Εγώ σε τούτο το πανηγύρι δεν έβαζα κ–ο κάτω κατά τη γιαγιά μου, όλο με τους άλλους ήμουνα σε αυτό το πανηγύρι δεν ήθελα να πουλάω, και όλο έμπαινα στο χορό και ήθελα να είμαι και πρώτη. Μα αυτό δεν μου το επέτρεπαν. Άντε ένα δυο χορούς να με ξεφορτωθούν, και βρήκα τη λύση του τελευταίου γιατί εκεί πρώτη ήμουνα, χα. Και ησύχαζαν αυτοί από μένα και γω έκανα ότι μου άρεσε. Εκεί στα χωριά Γλυκή και Ποταμιά ήταν υπέροχα.

Πολλοί ντόπιοι μιλούσαν για το νερό που τους έτρωγε τα κόκκαλα. Εμάς το ποτάμι μας χάριζε δροσιά κέφι και την πιο όμορφη γιορτή το Πάσχα του Καλοκαιριού. Τη γιορτή της Παρθένου μας. Και πηγαίναμε στο εκκλησάκι και θαυμάζαμε τα ωραία αρχαία μωσα’ι’κά. Θέλω να σας πω, πως από μικρά στο σπίτι μας μάθαιναν τους ύμνους της Παναγίας μας. Δεν ξέρω αν τους έχετε ψάλλει, όμως δίνουν τόση γαλήνη, τόση γαλήνη, και ένα δάκρυ στο μάτι.

Γιατί αυτό το δάκρυ, τι να σας πω, απλά έτσι. Εκεί κάτω από τα πλατάνια, στον ίσκιο από τα πλατάνια ήταν τις διάφορες ζυγιές οργάνων με τραγουδίστριες, που η μια έπαιζε το τάκα τάκα τα τακουνάκια στο τσιμέντο στα πλακάκια, δίπλα η κόττα η στρουμπουλή, και η άλλη παραδίπλα τον αμάραντό και ακόμα παραδίπλα,ο μερακλής άκουγε την παραγγελιά του, μάννα με τα πολλά παιδιά και πέταγε τα φράγγα στα όργανα και φίλαγε τη βάβω μάννα του, που στα εξήντα της χρόνια, έμοιαζε ογδόντα χωρίς δόντια, ζαρωμένη, με το μαντήλι γκούσια, μα την καρδιά της γεμάτη.

Κοιτάει τα παιδιά της και καμαρώνει. Ποια είναι σαν κι αυτή; Καμμιά, καμμιά κυρά κι αρχόντισσα, κι ας έχει όλα τα πλούτη του κόσμου. Αυτή έχει τα πλούτη του Θεού. Έχει τα καμάρια της. Κοίτα πως την έχουν. Και μέσα της προσεύχεται με κείνο το σ΄ευχαριστώ Πανήγια μου, σ΄ευχαριστώ αφέντη μου, Χριστέ μου.

Το ποτάμι τώρα δεν είναι ίδιο, έχασε τον παρθενικό του χώρο., την αγνότητα του ανέγγιχτου, Την μαγεία του αρχαίου καιρού. Γύρω του παίζει ο …πολιτισμός… και το χρήμα…

Θα έρθουν οι ξενιτεμένοι,  Αχ πόσο δάκρυ έχυσε εκεί στα έρμα ξένα. Αχ πόση πίκρα μέσα του και βγαίνει με το κλαρίνο στο αυτί με το χορό επί τόπου Και βγαίνει το πουκάμισο έξω και τσαλακώνεται, φωνάζοντας αχ αχ έρμα ξένα,,,,, Και δίπλα κάποιοι κλαίνε, έχουν και κείνοι τον κόσμο τους στα έρμα τα ξένα.

Ο πόνος σε κάποιους ανθρώπους είναι ίδιος. Σε άλλους έγινε μοντέρνος. Εκείνο που έμεινε να μας θυμίζει την ελπίδα είναι η Μεσίτρα Παναγιά, η μητέρα του Χριστού μας. Τι δεν σας είπα; Αν βγάζαμε λεφτά; Και τι νομίζετε έτσι κουβαλάγαμε το κασελάκι με τα κοκκαλάκια τις καρφίτσες τους φιλέδες και τα σκουλαρίκια; Όμως σιωπή γιατί θα στείλει ο Αλέξης τον έφορο να κάνει έλεγχο στα βιβλία του παππού μου κι ας πέθανε το 1967.

Χρόνια πολλά, γλέντια καλά, προσοχή στην οδήγηση και μη δίνετε σημασία στα λόγια της βάβως. Αλαφρο’ι’σκιωτη είμαι κι ότι θυμάμαι χαίρομαι.

*Φωτογραφία αρχείου

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια,βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation