Η τελευταία μάχη και ο θάνατος του Σουλιώτη ήρωα στο Κεφαλόβρυσο Ευρυτανίας. 8 προς 9 Αυγούστου το βράδυ 1823. «Μάνα δε γέννησε στην Ελλάδα δεύτερο Μάρκο… Ούτε είδα, ούτε θα ιδώ τέτοιον πολεμάρχη». Είπε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης για τον Μάρκο Μπότσαρη.
Μεταξύ τους οι Σουλιώτες μπορεί να μάλωναν, θύμωναν, τρώγονταν πολλές φορές, μα ήταν σαν να μάλωναν στην ίδια την φαμίλια, στο ίδιο σπίτι. Κι όμως ο αγώνας ήταν αγώνας. Πάλεψαν για την λευτεριά και απόσπασαν τον θαυμασμό όλης της χώρας.
«Πού πας ορέ Μάρκο; με τούτους πας να πολεμήσεις; Εκείνοι είναι μεγάλο ασκέρι». Λέει ο Καραϊσκάκης.
«Αν σε ρωτήσουν πού πάω, να τους πεις, ότι ο Μάρκος πάει για να σκοτωθεί». Απαντάει φεύγοντας ο Σουλιώτης ήρωας.
Και πήγε…
Από την πλευρά των Τούρκων, δύο ασκέρια υπό τους Μουσταή Πασά της Σκόνδρας με 12.000 Αλβανούς και 3.000 Μιρντίτες (Αλβανοί βουνίσιοι ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί) και Ομέρ Βρυώνη πασά των Ιωαννίνων με 4.000 Τουρκαλβανούς, χωρισμένοι σε τρία τμήματα, ξεκινούν σε παράλληλη κάθοδο προς το Μεσολόγγι.
Κατάλαβε ο Μάρκος τις δύσκολες ώρες και δεν κάθισε καθόλου μέσα στην πολιτεία, αλλά πήρε 400 Σουλιώτες κι άλλους 850 ακόμα και έβαλε στο μυαλό του το σχέδιο επίθεσης κατά του Σκόντρα.
Για να πάψει κάθε γκρίνια και παράπονο μπροστά σε όλους ξέσκισε το δίπλωμα της αρχιστρατηγίας και είπε εκείνο το αθάνατο:
«Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό».
Και κάλεσε συμβούλιο και μεταξύ άλλων είπε: «Ο Θεός μας βοήθησε και νικήσαμε πολλές φορές τους εχθρούς της πίστης μας, θα μας βοηθήσει να νικήσουμε και τούτον τον εχθρό που έχει στηρίξει όλες τις ελπίδες τους ο Σουλτάνος.
Απάντησαν οι καπεταναίοι πως πολλές φορές είχαν νικήσει τους Γκέγκηδες και θα τους νικήσουν και τώρα σε τούτα τα βουνά που διάλεξαν να κατεβούν. Όλοι μαζί με τον θρυλικό αρχικαπετάνιο, τον Μάρκο Μπότσαρη που ο Νίκος Ζιάγκος στο βιβλίο του, τον αποκαλεί συνέχεια «ισόθεο», ανεβαίνουν για τα βουνά του Καρπενησιού.
Τζαβέλλας, Φωτομάρας, Ζέρβας, Γιολδάσης με τα αδέρφια του, Ζαχαράκη και Κώστα Σερέτη, Σιαδήμας, Κοντογιαναίοι της Φθιώτιδας τάχτηκαν στα Λακώματα της Σανιάδας που είναι στις πλαγιές του Κόρακα.
Ο Μάρκος και οι Σουλιώτες προχώρησαν στο Μικρό Χωριό. Μόλις έφτασαν έστειλε ο Μάρκος τρία ψυχωμένα παλικάρια να συγκεντρώσουν πληροφορίες για τον εχθρό. Τα ξαδέρφια του, Θανάση (Τούσια) Μπότσαρη, τον Θανάση Κουτσονίκα και τον Γιάννη Μπαϊραχτάρη. Τον μπαϊραχτάρη του (σημαιοφόρο του).
Ήταν 7 Αυγούστου που τούτα τα παλικάρια μπήκαν στο εχθρικό στρατόπεδο να το κατασκοπεύσουν, αφού τίποτα δεν διέφερε από τον εχθρό, ούτε στο ντύσιμο ούτε στην γλώσσα.
Τιμή σε τούτα τα παλικάρια. Γύρισαν την ίδια μέρα και είπαν όσα είδαν και άκουσαν στον Μάρκο. Αμέσως ο αρχικαπετάνιος έστειλε γράμμα στα Λακώματα:
«Αδερφοί καπεταναίοι. Εγώ ήρθα και έχω σκοπό να προσβάλω τον πασά. Αν θέλετε κατεβάτε κάτω στον Άγιο Νικόλαο του χωριού Κλαψίου να κουβεντιάσουμε και να τον χτυπήσουμε μαζί κι αν δεν θέλετε μην έρχεστε».
«Δεν είμαστε γυναίκες να μην πάμε», είπαν οι Σουλιώτες και πήγαν στον Άη Νικόλα. Εκεί τους περίμενε ο Μάρκος και μιλήσανε.
Αποφάσισε ο Μάρκος το βράδυ 8 με 9 Αυγούστου να μπει από την είσοδο της κοιλάδας ακολουθώντας το ρέμα και θα χτυπούσε άξαφνα.
Εκείνοι θα ’πρεπε να πέσουν πάνω στον εχθρό από την άλλη μεριά, από το διάσελο του Άη Αντρέα και από το γεφύρι του Δεσπότη, έτσι θα έβαζαν τον εχθρό στην μέση.
Έμαθαν οι Τουρκαλβανοί Γκέγκηδες από μαντατοφόρο που δείλιασε και πήγε προσκύνησε, τις προθέσεις του Μάρκου. Δεν πίστευαν ότι θα τους χτυπήσουν 1.250 άνθρωποι και μάλιστα τον «υπερήφανο» στρατό των Σκοντράνων.
Σύνθημα: Τσίλι γιε τι; Παρασύνθημα: Χέκουρ
Στις 8 Αυγούστου την νύχτα οι οπλαρχηγοί με τον Τζαβέλλα, έφτασαν στον Άη Αντρέα και έστειλαν ανιχνευτές.
Από την άλλη μεριά ο Μάρκος με τους άντρες του έμπαινε στην ρεματιά το βράδυ 10,15΄ που όρισαν, όπως είχαν μιλήσει.
Με ακρίβεια κινήθηκε και ο Τζαβέλλας. Σύνθημα για να μη σκοτωθούν μεταξύ τους είχαν το: Τσίλι γιε τι; (ποιος είσαι) και παρασύνθημα: Χέκουρ (σίδερο).
Ξαφνικά, την γαλήνη της νυχτιάς την αναστατώνει η σάλπιγγα της επίθεσης.
Τότε άρχισε το μεγάλο γιουρούσι, μοναδικό στην ιστορία των Σουλιωτών. Το Κεφαλόβρυσο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μετατρέπεται σε ένα απέραντο σφαγείο Τουρκαλβανών.
Το απερίγραπτο μακελειό συνεχίστηκε ως πριν χαράξει στο Κεφαλόβρυσο και γέμισε η κοιλάδα σφαγμένα κουφάρια.
Τους βρήκε τέτοιο κακό μέσα στην νύχτα στο ορδί τους που νόμισαν ότι ήταν λάθος, ατύχημα και φώναζαν: «Χατάς…χατάς…». Απάντησε ο ίδιος ο Μάρκος φωνάζοντας:
Δεν είναι χατάς (ατύχημα), σας σφάζει ο Μάρκος.
Join the Conversation