Παραμυθιά. Σε μια πόλη, που μάτωσε πολύ, που οι γυναίκες της ακόμα φορούσαν μαυρά και που μόλις είχε ησυχάσει από πολέμους η ζωή έπαιρνε το χρώμα της χαράς. Δειλά δειλά με φόβο μή και ματιάσουν τη χαρά που ζούσαν το γλυκό ψωμί που έτρωγαν. Στην πόλη που μέχρι χθες κυριαρχούσε ο φόβος σιγά- σιγά ο ουρανός ξαστέρωνε.
Χιλιάδες άστρα λαμποκοπούσαν στον ουρανό και ο κόσμος τα έβλεπε γιατί δεν ήταν στη σκιά του φόβου, ήταν στη σκιά της πανέμορφης κόρης της ΕΙΡΗΝΗΣ.
Και η πόλη ξύπνησε, μέσα από ντουλάπια βγήκαν κάποιες κιθάρες δειλά δειλά, κάποια ακορτεόν και το τραγούδι τα βράδυα συντρόφευε τους κουρασμένους της ζωής, και τα ονειροπόλα νιάτα. Η πόλη μας άνοιγε τους δρόμους της, το έβλεπες στη δίψα νέων και γέρων, για φαί και γλέντι, για γέλιο. Ασπρα γιλέκα και ασημένιες καδένες στόλιζαν το κουστούμι των αγοριών κι ας ήταν από αλατζά.
Μοντέρνα φορέματα από φτηνό τσίτι η αλατζά γίνονταν μέσα από τα χέρια των κοριτσιών της οικοκυρικής μοντελάκια. Στους γάμους και στα βαφτίσια που τότε ήταν πολλά, έβλεπες χαριτωμένα νιάτα και χαρούμενους γονείς. Τότε αν είχες το ψωμί της χρονιάς το λάδι και τα κρεμμύδια τα είχες όλα. Βέβαια στην πόλη μας πολύς κόσμος ήταν μισθωτός αφού τότε η Παραμυθιά ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Θεσπρωτίας και είχε όλες τις Δημόσιες και μη υπηρεσίες.
Αίτιες για γλέντια, οι γάμοι, τα βαφτίσια οι γιορτές. Οι γάμοι τότε οι πιο πολλοί γίνουνταν στα σπίτια υπήρχε ο φόβος μη κλέψουν τη νύφη. Οι βαπτίσεις γίνουνταν στην εκκλησία.
Σήμερα μόλις γεννιέται το παιδί του δίνουν το όνομα του πατέρα ή της μάνας και τσακώνονται ποιος ποιου. Τότε οι παππούδες δεν ήθελαν να ακούσουν το ονομά τους, φοβούνταν μη πεθάνουν, όταν ήταν ακόμα νέοι. Γνώριζαν πως τότε τα ζευγάρια θα έκαναν πολλά παιδιά και έδιναν το όνομα στην νονά.Κάποιο από τα στρνοπούλια θα έπαιρνε και το όνομα των παππούδων.
Τότε είχαν πεθάνει στον πόλεμο πολλοί νέοι έτσι έβγαζαν τα ονόματα των παιδιών που θάφτηκαν στα βουνά. Αυτά που γνωρίζουμε σήμερα στις βαπτίσεις, τότε δεν υπήρχαν.
Το μαξούμι πολύ μικρό δυο τριών μηνών βαφτίζουνταν. Η νουνοί θα είχαν την πετσέτα ένα πουκάμησο, μια πετσετούλα για τον παπά,το λάδι το σαπούνι κεριά έπαιρναν από την εκκλησιά και ένα ντύμα πάνα ή σεντόνι για μετά να πάρει το λάδι και το σκουφί το πάνινο, αυτά για το παιδί κορίτσι αγόρι ένα ήταν. Τότε τα παιδιά μέχρι ένα χρόνο ακόμα και δυο τα φάσκιωναν. Ήταν ο μόνος τρόπος να μην κινδυνεύουν αφού οι δουλειές ήταν πολλές και τα χέρια όσα και να ήταν λίγα ήταν.
Στη βάφτιση δεν καλούσαν, καλεσμένοι ήταν όλοι αφού όλος ο κόσμος ήταν στην εκκλησιά. Κατα το μυστήριο έγδυναν το μωρό και το κράταγε η νούνα ή νούνος σε μια πάνα στην αγκαλιά. Μόλις τελείωνε το μυστήριο έτρεχε ένα παιδί στο σπίτι των γονέων να πάει τα σχαρίκια και το όνομα. Οι γονείς δεν ήταν μέσα στην εκκλησία κατά τη βάπτιση. Ήταν στο σπίτι και περίμεναν. Πολλοί στέκουνταν στο κουλούρι της εκκλησιάς και μόλις τους έλεγαν το όνομα έμπαιναν μέσα. Όταν τους έδιναν τα σχαρίκια έπρεπε να δώσουν στο παιδί που τους τα πήγε ένα νόμισμα.
Την ώρα που έδινε ο νονός το όνομα πέταγαν στα παιδιά και στπυς μεγάλους ζαχαρκά, κάτι κουφετάκια από ρεβύθια πολύχρωμα. Σπάνια είχε κάποιος νουνός λουκούμια για όλους στο τέλος της βάφτισης. Μαρτυρικά είχαν κάτι μικρά σταυρουλάκια με κορδέλα άσπρη. Να σας ζήσει και καλός χριστιανός ήταν οι ευχές που άκουγες. Επειδη τότε γεννιούνταν πολλά παιδιά τύχαινε να γίνουν πολλές βαφτίσεις μαζί.
Ο παπάς έκανε την ίδια ώρα τη βάφτιση και μόνο την ώρα που τα έβαζε στην κολυμπήθρα τότε τα έβαζε ένα ένα. Αν ήταν αγόρια με μιας ο παπάς καθώς έλεγε ο νονός το όνομα το βάφτιζε και αμέσως το άλλο στην ίδια κολυμπήθρα με το ίδιο νερό. Αν ήταν όμως αγόρι και κορίτσι τότε άλλαζαν το νερό και τα μυστήρια ήταν χωριστά. Αυτό γιατί παιδιά που βαφτίζονταν στην ίδια κολυμπήθρα με το ίδιο νερό απαγορεύουνταν να παντρευούν.
Μετά τη βάφτιση ο παπάς έκανε το μυστήριο του χρίσματος και άκουγες κανένα παππού να λέει βάλτου παπά μου πολύ, μη μοιάσει στο θειο του και μας βγει αχαμνό.
Πολλές οικογένειες έκαναν τραπέζι, άλλες, ένα μπακλαβά και ένα κρασάκι για τους άνδρες. Το Πάσχα οι γονείς του παιδιού πήγαιναν στους κουμπάρους ένα αρνί που πάνω είχε ένα κόκκινο σταυρό.
Οι νονοί άν το παιδί πιάνουνταν δηλαδή το σήκωναν από την κούνια και περπάταγε του πήγαιναν τα φωτίκια. Τα φωτίκια είχαν ένα φόρεμα η κουστουμάκι απλό, παπούτσια, κάλτσες, ένα σακκούλι καρύδια λίγες καραμέλες, και μια λαμπάδα στολισμένη συνήθως με μια κορδέλα κόκκινη στριμμένη γύρω γύρω΄Και με λουλούδια πήγαιναν αλλά φιόγκους και λουλούδια κράταγαν συνήθως οι αραβωνιασμένες και οι νιόπαντρες.
Σταυρό τότε δεν έβλεπα να πηγαίνουν, ίσως γιατί δεν είχαν. Του πήγαιναν όμως ένα χάλκωμα για την προίκα του αγόρι ή κορίτσι, με χαραγμένο το όνομα και τη μέρα της βάφτισης.
Καθώς το παιδί μεγάλωνε ο νούνος του έπαιρνε δώρα. Ο νούνος ήταν παρών πάντα. Όταν σου έβαζαν λάδι έπρεπε να σέβεσαι και να τιμάς τον νούνο και τη νούνα όπως τον πατέρα σου και τη μάνα σου. Δεν μάλωναν ποτέ όταν τους είχαν βάλει λάδι. Οι κουμπαριές δεν έσπαγαν πήγαιναν γενιές με γενιές. Ο πατέρας βάφτιζε τα παιδιά τα πάντρευε, τα παιδιά του βάφτιζαν και πάντρευαν τα παιδιά τους και έτσι πήγαινε πολλές γενιές. Άλλαζαν νούνο μόνο όταν δεν ζούσαν τα παιδιά σε ένα ζευγάρι ή αν οι νούνοι έδιναν και σε συγγενείς τους να βαφτίσουν με τη συγκατάθεση των γονιών πάντα.
Δεν ξέρω αν έχετε ακούσει να νταχταρίζουν παιδιά οι γιαγιάδες και οι νουνές.
Ντάχτιρτι του λέγανε
και μου το παντρεύανε,
και του δίναν για προικιά,
ένα κόσκινο κουκιά.
Και του δίναν κι ένα αμπέλι
να χωρά λαγός να μπαίνει.
Το παιδί μου το άσπρο το άσπρο.
Μου το ζήτησαν στο κάστρο.
Μου το ζήτησαν γαμπρό.
Δεν το δίνω δεν μπορώ.
Το έχει η μάνα τ΄΄μοναχό,
και ο πατέρας τ΄ακριβό.
Αυτά για τότε, μια εποχή φτωχη, που οι άνθρωποι αγαπούσαν , δεν ήταν ευθυνόφοβοι και έκαναν οικογένειες μεγάλες με πολλά παιδιά. Και ύστερα ήρθε η γενιά η δική μας η άδικη γενιά. Αδικήσαμε τον εαυτό μας και ξεπουλήσαμε την πραγματική ευτυχία για τα χα’ι’μαλιά της φτήνιας που πουλούσαν οι καιροί μας, μακρυά από την παράδοση μακρυά από τη φύση.
Αλήθεια τι κερδίσαμε με το ένα ή δυο παιδιά, και τα παιδιά μας με το ένα και τώρα μόνοι τους φοβούνται τη ζωή, φοβούνται τον κόσμο, τις κοινωνικές συναθροίσεις.
Κάθονται με ένα ποτό στο χέρι και δεν μιλούν λες και δεν ξέρουν τι να πουν. Και βλέπεις άλλους να πίνουν και να καπνίζουν εκπέμποντας ένα SOS που κανείς δεν το ακούει, γιατί είναι κλεισμένοι οι δρόμοι της καρδιάς.
Μα κι αν το ακούσει κάποιος, δεν θα απαντήσει. Θα φοβηθεί της απόρριψη η θα πει τι ζητώ σε ξένες υποθέσεις. Μα άνθρωπε μου, όταν μιλάει η καρδιά γελούν τα χείλη, λάμπουν τα μάτια όμορφαίνει η πλάση…
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, ήταν συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation