Tα χρόνια περνούσαν, και η Παραμυθιά μας γινόταν όλο και ομορφότερη. Τα χαλάσματα του πολέμου διορθώθηκαν, οι κήποι φυτευτήκαν.
Σε κάθε γωνιά καμάρωνες τους ασπρισμένους ντενεκέδες με τις ανθισμένες γαρουφαλλιές τα μυριστικά, λεβάντα, μαντζουράνα, βασιλικός, έμπλεκαν με τους πανσέδες, τα μερτζούσια, και τις ζήνιες διπλές ή μονές.
Κάθε πρωί πριν χτυπήσει το ρολόι της, άκουγες τα κοκόρια της γειτονιάς μας να σε καλούν στο πρωινό ξύπνημα.
Ήταν Καλοκαίρι ένα όμορφο Καλοκαίρι, τα βραδιά κοιμόμασταν στην αυλή με τα χαμομήλια. Το Καλοκαίρι ήταν για μας τα παιδιά ο καιρός της ευτυχίας, που χωρίς σχολείο τρέχαμε και κάναμε χίλιες ζαβολιές, ήταν γεμάτο από χαρά ακόμη γιατί το Καλοκαίρι γίνονταν γάμοι, βαφτίσια μα προπαντός πανηγύρια, και μείς γλεντάγαμε γιατί πηγαίναμε με τον παππού και τη γιαγιά στα πανηγύρια και πουλάγαμε ψιλικά και χαιρόμασταν που βγάζαμαν λεφτά.
Τα χρώματα είχαν αντικαταστήσει τα μαύρα ρούχα των γυναικών, το μαντήλι γκούσια να μη φαίνεται η ομορφιά τους από το φόβο των Τούρκων, έφυγε τη θέση του πήρε η αλογοουρά, οι πλεξίδες, ο κότσος…
Ελεύθεροι, και όμως οι μνήμες που χάνονταν στους αιώνες, είχαν γίνει αρχέτυπα ζωής. Τώρα εκτός από τα χρωματιστά εμπριμέ φουστάνια, τα σγουρά λόγω περμαναντ μαλλιά, δειλά δειλά κοκκίνισαν και τα χείλη με το κραγιόν το ΚΑΛΟΝ και ακόμη πιο δειλά άρχισε να μπαίνει στα συρτάρια των γυναικών και η πούδρα, πάντα το ΚΑΛΟΝ από το φαρμακείο του Καντηλά.
Αυτή η άσπρη σκόνη είχε γίνει σύντροφος σε πολλά κορίτσια που ήταν μελαχρινά. Τότε ήταν στη μόδα οι ξανθές με μαύρα μάτια. Έλεγε ο καλός της στη μελαχρινή κοπέλα του, μελαχρινή κι αν είσαι μη σεκλετίζεται θα σου αγοράσω πούδρα να πουδραρίζεσαι.. Στις ξανθές βέβαια ο στίχος έλεγε, ποιος είδε κόρη όμορφη, ξανθιά και μαυρομάτα, να έχει τα μάτια σας ελιά, τα φρύδια σαν γαϊτάνι. Ήταν όλα τόσο καλά που άκουγες από τις γιαγιάδες να φτύνουν, φτου φτου μη μας ματιάσουν.
Εκείνο το Καλοκαίρι θα πάντρευαν και μια ξαδέρφη του πατέρα μου. Βγήκε ο γαμπρός, καλό παιδί και εργατικό όχι σουρουκλεμές. Ο γάμος θα γίνουνταν σε σαράντα μέρες γιατί ήταν άρρωστος ο πατέρας του γαμπρού και ήθελε να φύγει ευχαριστημένος.
Ήρθε η θεια στο σπίτι.
– Έλα μέσα Βέργω σε θέλω τώργια.
– Εσείς κάτστε όξω και τηράτε μη έρθει κανένας.
Κάτσαμαν έξω να τηράξουμε μην έρθει κανένας μα το αυτί μας το στήσαμε να ακούσουμε τι θα πουν οι μεγάλες. Γνωρίζαμε πως θα πάντρευαν τη ξαδέλφη του πατέρα μας και βάλαμαν με το νου μας το κακό. Δε χρειάσθηκε να στήσουμε αυτί γιατί ένα παράξενο πράγμα όσο σιγά κι αν μίλαγαν οι θείες μας ακούγονταν ως έξω. Νομίζω πως στην πόλη μας δεν υπήρχαν μυστικά. Όλοι γνώριζαν όλα για όλους.
– Αχ αδελφούλα μου τι με βρήκε αχ αχ αχ χαλασιά μου.
– Πες μωρή τι γίνεται και είσαι έτσι, μήνα ο ξάδερφος έπαθε τίποτες;
– Αυτός δεν παθαίνει τίποτες, αυτός δουλειά σπίτι και όλα μια χαρά.
– Και τι ήθελες να είναι καφενείο για πρέφα και τεμπελιά;
– Όχι μωρ Βέργω μου, όχι, ο γάμος θα γένει μια και καλή στης Παναγιάς τη γιορτή να ειναι εύκαιρος ο κόσμος.
– Καλά αυτά τα ξέρω, πάμε παρακάτω.
– Έχουμε χρόνο και γλυτώνεις και τους αρραβώνες και τα σούρτα φέρτα.
– Έλα να δεις τις μπομπές μου και θα τα πούμε.
– Θα έρθω, μωρ ξαδέρφη, τι θες να μου πεις;
– Μωρή εγώ δεν έχω τση τσούπρας μήτε βρακί. Και άντε αυτά να τα μαζέψω, άντε να στρωθεί και η Γιωργίτσα να ράψει λίγα ρούχα, αλλά τα χοντρά στρώμα, πάπλωμα, μιντέρια, σακούλια με τα δώρα για το σόι του γαμπτού και είναι και πολλοί.
– Μη σκιάζεσαι. Οι τσούπρες οι δικές μας έχουν από τούτα, καμιά δεν είναι λογοδοσμένη θα σου δώσουμε των τσιουπριών.
Και πήγαν στα προικιά και διάλεξε η μάνα μου και έλεγε η γιαγιά μου όλα τα σκέφτεται η νυφούλα μου και ξαδελφούλα μου έλεγε στη θειά μου, καλά που σου βγήκε τυχερό τέτοιο καλό παιδί. Θα σου έρθουν και σένα ποιος έχει τσούπρες σας τις δικές σου. Εκεί η γιαγιά μου έλεγε, όπου είναι οι τσούπρες οι πολλές εκεί είν΄ οι τύχες οι καλές, ευτυχώς που έχω δυο γιατί παρακάτου λέει, όπου είναι μια και μοναχή εκεί η τύχη η στραβή και γω θύμωνα γιατί ΄ήμουνα μια και μοναχή. Μετά μέτρησαν κεφάλια από την οικογένεια του γαμπρού για να πάρουν τόσα σακούλια. Πήραν πουκάμησα για τον πεθερό και για τα κουνιάδια, πήραν υφάσματα για φορέματα για την πεθερά, την κουνιάδα και τα μικρά της. Μαντήλια για τους βλάμηδες. Το στρώμα το έκανε η μάνα μου, της πήρε τρεις μέρες μα έγινε πολύ καλό και η θεια θιάμαζε που η μάνα μου έκανε τόσο καλό το στρώμα.
Και το δεκαπεντάυγουστο στης Παναγιάς μας τη γιορτή, ήταν στο γάμο όλη η Σέλλιανη και η μισή Παραμυθιά και καμάρωνε η μάνα μου που τους ξεντρόπιασε όλους όπως έλεγε η θειά μου. Μετά το γάμο και τα πιστρόφια αφού η θεία μάζεψε τα μυαλά της από τούτα άρχισε να μαζεύει τα προικιά των κοριτσιών και όταν τα έφερε, και στις δυο έφερε και από ένα χάλκωμα μαγγάλι να το έχουν από τη θεια τους.
Τότε με το τζάκι και τα μαγγάλια ζέσταιναν το κορμάκι τους ο κόσμος, μόνο που στην μικρή μας πόλη δεν κάνει βαρύ Χειμώνα, στο χωριό μας όλα είναι γλυκά, όμορφα στο χωριό μας είναι τα όνειρά μας είναι η καρδιά μας. Έτσι περάσαμε ένα Καλοκαίρι όλο γέλια και γλέντια αφού έλειπε η μάνα μας από το σπίτι και μεις μέναμε στη γιαγιά μας, που δεν μας χάλαγε χατήρι και κάναμε όσες σκανταλιές θέλαμε.
Δεν θα σας πω για το γάμο, αυτά τα έχουμε πει. Μιλήσαμε για το γάμο της Θείας μου της Αθηνάς. Θα σας περιγράψω όμως τα πιστρόφια. Μια έβδομάδα μετά το γάμο, τα νιόγαμπρα παν στο σπίτι της νύφης. Είναι για να δουν οι γονείς πως τα βρήκαν τα παιδιά τους και γιατί όχι να γνωρισθούν όλοι μαζύ καλύτερα. Μα πάνω από όλα για να πει η νύφη στους δικούς της, πως περνάει στο νέο της σπίτι. Έκανε η θεία νταβά με κριθαράκι, χορδές στο φούρνο με κρεμμύδια και λάχανα παζια στίφνο και λάπατα γιατί τότε σπανάκι το Καλοκαίρι δεν είχε και μπόλικο μάλαθρο και μαντανόζια. Η μάνα μου έκανε δυο κολοκυθόπιτες μια αλμυρή και μια γλυκιά και πολύ γλυκό καρπούζι ζαχαρωμένο αυτό που λένε φρουί γλασέ. Η γιαγιά μου έκανε δυο κρεγιασόπιτες, καμιά στη γειτονιά μας δεν έκανε σαν τις πίτες της γιαγιά μας. Γλυκά πήραν από του Σπύρο Γούση, πάστες είπε η θεία μου πάστες πηραν και είχαν οι πάστες πολύ ακριβές μιάμιση δραχμή η μία, ήταν όμως μεγάλες και αφράτες απλώς υπέροχες.
Και ήρθε το σόι και όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό που η θεία μας είχε κάνει τόσα πράγματα. Θελήσαμε να πάμε και μεις τα παιδιά και μας είπαν πως έπρεπε μα πάμε να μάσουμε ένα κανίσκι σύκα, τα πιο καλά από τη σύκερη και τα βασιλικά, για τη νυφούλα μας και το γαμπρό. Τσακιστήκαμε ποιος να μάσει τα καλύτερα και τα πήγαμαν γρήγορα γρήγορα. Όλοι έτρωγαν και έπιναν και γέλαγαν, και μας, μας έστειλαν να φάμε στην κουζίνα. Πήγαμε στην κουζίνα μα εμείς θέλαμε να είμαστε με τη νύφη μας και με το γαμπρό μας. Και έβγαλε ο γαμπρός μας και μας έδωσε ζαχαρκά που είχαν περσέψει από το γάμο. Έβαλαν στο τραπέζι και το μπακλαβά που έφερε η συμπεθέρα και όλοι έλεγαν πως τον κάνεις συμπεθέρα μου πολύ καλός μπράβο συμπεθέρα μου, ο ένας και ο άλλος και ήθελα και γω να φάω και δεν μου άρεσε και τότε πίστεψα πως οι μεγάλοι είναι χαζοί και δεν ξέρουν να φαν.
Ύστερα από ένα χρόνο η ξαδέρφη του πατέρα μου, έκανε το πρώτο της παιδί και μουρμούριζε η θειά μου, εμένα έμοιασε θα κάνει δυο τσούπρες και ύστερα παιδί. Και ζούσε ακόμα και ο πεθερός της και το βάφτισαν το παιδί Κώστα και μεις και όλοι όταν μεγάλωσε τον λέγαμε Κώτσιο.
Η γιαγιά μου της έλεγε δε φταίει η γυναίκα τι παιδί θα κάνει. Ότι σπόρο θα ρίξεις στο χωράφι αυτό θα φυτρώσει.
Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Join the Conversation