Μια γόνιμη κοιλάδα, ένα σημαντικό δέλτα, πηγές, πυκνή βλάστηση και ανεμοδαρμένα βουνά. Ολα γύρω από ένα ποτάμι, το σημείο συνάντησης ζώντων και νεκρών της αρχαιότητας.
Eνας κουβάς με νερό απ’ το ποτάμι περιφέρεται μέσα στη βάρκα που πλέει αργά και βασανιστικά στον Αχέροντα. Oλοι οι επιβάτες βουτούν τα χέρια τους – αν γινόταν, θα έμπαιναν μέσα ολόκληροι, μου φαίνεται. «Νιφτείτε και θα γίνετε αθάνατοι. Εδώ είναι τα νερά της Στυγός», λέει όλο πειθώ ο «περαματάρης», ο Γιώργος Μπίτζιος. O,τι κι αν λέει, δυσκολεύομαι να νιώσω δέος. Ισως φταίει ο δυνατός ήλιος και τα αηδόνια που γεμίζουν τα δέντρα με περίτεχνες φωλιές. Η γαλήνια πραγματικότητα, πάντως, ξεπερνά τα υποχθόνια στερεότυπα.
Συνεχίζει απτόητος ο βαρκάρης. Η φυσιογνωμία του ταιριάζει με τους συνειρμούς που κάνει το μυαλό –ως Χάροντας συστήνεται άλλωστε– και τα λέει και ωραία: «Κάποτε σ’ αυτά τα νερά ταξίδευαν οι ψυχές για να φτάσουν στον άλλο κόσμο. Σήμερα είναι πλωτά 3 χλμ. Ο Οδυσσέας ακολούθησε την ίδια διαδρομή για να κατέβει στον Αδη και να πάρει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία. Μέσα στη θάλασσα βρίσκεται η σπηλιά από όπου ο Αδης άρπαξε την Περσεφόνη».
Οι ντόπιοι υποδεικνύουν μέσα στο φαράγγι, στα υποβλητικά Στενά του Αχέροντα, το σημείο όπου βρισκόταν η Πύλη του Αδη όπου οδηγούσε τις ψυχές ο Ερμής, ωστόσο οι γραπτές πηγές τις τοποθετούν στην Αχερουσία λίμνη. Από εκεί τις παραλάμβανε ο Χάροντας έναντι ενός οβολού και τις μετέφερε στον Κάτω Κόσμο.
Πού τελειώνουν οι μύθοι; Πού αρχίζει η αλήθεια; Καμία σημασία δεν έχει. Εδώ, στα σύνορα Θεσπρωτίας-Πρέβεζας, ρεαλιστικά μιλώντας, απολαμβάνεις ένα από τα πιο ενδιαφέροντα Σαββατοκύριακα του φθινοπώρου, είτε ξέρεις τους μύθους είτε όχι. Παραλίες στο Ιόνιο για τις τελευταίες βουτιές, πεζοπορίες στην πλούσια βλάστηση, οδικές διαδρομές στα ανυπότακτα βουνά του Σουλίου, ράφτινγκ και ιππασία στα μυθικά νερά του Αχέροντα, παρατήρηση πουλιών… Ποιος Αδης, καπετάνιε μου; Παντού ζωή έχει εδώ.
Ραντεβού στον Κάτω Κόσμο
Εξήντα τέσσερα χιλιόμετρα ποτάμι. Ξεκινά από το βουνό Τόμαρος των Ιωαννίνων, μαζεύει νερά από διάφορες πηγές και ρέματα και χύνεται στο Ιόνιο, αφού σχηματίσει το δέλτα του και τα έλη Βαλανιδοράχης και Σπλάντζας. Στην πλάτη τα σουλιώτικα βουνά, από κάτω τους ο κάμπος, στη θέση της Αχερουσίας λίμνης η οποία αποξηράνθηκε τη δεκαετία του 1960. Εκεί ενώνονταν ο Αχέροντας, ο ποταμός της λύπης, όπως κατά μία εκδοχή σημαίνει το όνομά του, ο Κωκυτός (σημαίνει θρήνος) και ο Πυριφλεγέθοντας (σημαίνει πύρινος), οι ποταμοί του Αδη. Εκεί ήταν τα Ηλύσια Πεδία κι εκεί ιδρύθηκε το φημισμένο νεκρομαντείο.
Καίριο χωριό για την όλη περιήγηση είναι η Γλυκή. Το επίκεντρο της εμπειρίας. Το καλοκαίρι γίνεται το αδιαχώρητο. Στον μεγάλο χώρο αναψυχής, δίπλα στις όχθες του ποταμού, στήνεται μια ολόκληρη κοινότητα από σκηνές, τροχόσπιτα, καντίνες, μικροπωλητές, εταιρείες δραστηριοτήτων. Το χωριό επίσης έχει αναπτυχθεί αναλόγως με ενοικιαζόμενα δωμάτια, ταβέρνες, καφετέριες δίπλα στην κοίτη του.
Περπατώντας λίγα μέτρα από τον χώρο αναψυχής, φτάνεις σε μία από τις βασικές πηγές του Αχέροντα. Το νερό αναβλύζει μέσα από τη γη και στη μικρή σπηλιά, σύμφωνα με έναν άλλο ωραίο μύθο, χριστιανικό αυτήν τη φορά, ζούσε ένας τρομερός δράκος ο οποίος μόλυνε και πίκραινε τα νερά. Ο Αγιος Δονάτος τον σκότωσε κι έκτοτε ο Αχέροντας καθάρισε και τα νερά του έγιναν γλυκά – εξ ου και η ονομασία Γλυκή. Το ίδιο με τον δράκο έκανε και ο Δίας υποτίθεται, για να εκδικηθεί τους Τιτάνες οι οποίοι έπιναν το νερό του. Οποιος κι αν… ευθύνεται γι’ αυτό πάντως, ο Αχέροντας είναι από τα πιο καθαρά ποτάμια της Ελλάδας. Σε αυτό το σημείο δε, λόγω των πηγών, είναι και πολύ παγωμένος. Το διαπιστώνεις επιλέγοντας τη δραστηριότητα της αρεσκείας σου. Το ράφτινγκ είναι μηδενικού βαθμού δυσκολίας –πιο πολύ με γρήγορη βαρκάδα μοιάζει– και διαρκεί 15 λεπτά. «Δεν χρειάζεται καν να έχεις εμπειρία, το τμήμα που κάνουμε είναι πολύ ήπιο και απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες», επιβεβαιώνει η νεαρή Βιβή Μάρκου, υπεύθυνη εταιρείας δραστηριοτήτων. Η ιππασία κρατάει περισσότερο, αλλά καλό είναι να μην μπεις στο ποτάμι με το άλογο, οι κροκάλες πληγώνουν τα πόδια του. Τοξοβολία, flying fox, ποδήλατο βουνού, κανό-καγιάκ… Και περπάτημα βέβαια.
Από τις πηγές ξεκινά μια συγκλονιστική πεζοπορία προς τα Στενά του Αχέροντα. Γίνεται μέσα στο ποτάμι (με κλειστά παπούτσια), ανάμεσα στα τοιχώματα που ολοένα στενεύουν και στην πυκνή βλάστηση, και διαρκεί όσο θέλει ο καθένας. Η απλή διαδρομή φτάνει έως τη γέφυρα του Ντάλα μετά από περπάτημα μιάμισης ώρας και μιας… βουτιάς. Οποιος… τολμά μπορεί να διασχίσει όλο το φαράγγι μέσα από το ποτάμι, αλλά αυτό χρειάζεται ειδικό εξοπλισμό και απαιτεί κολύμπι σε παγωμένα νερά. Συν 6-7 ώρες πορεία. Ενα άλλο μονοπάτι ανηφορίζει από την απέναντι πλευρά του ποταμού, από το έτερο πάρκινγκ, και μέσω της Σκάλας της Τζαβέλαινας είτε κατεβαίνει στη γέφυρα του Ντάλα είτε οδηγεί στο χωριό Σαμονίβα, στο Σούλι, με θέα στο φαράγγι. Ενα παρακλάδι του οδηγεί και στην αποκαλούμενη Πύλη του Αδη.
Ηρωικές μνήμες
Από τον δρόμο που ανηφορίζει από τη Γλυκή προς το Σούλι τοποθετείσαι καλύτερα στον χώρο. Βλέπεις πανοραμικά όλη την πεδιάδα-πρώην λίμνη Αχερουσία, τον Αχέροντα και την πορεία του προς τη θάλασσα. Και απολαμβάνεις μια άλλου τύπου διαδρομή, γεμάτη στροφές-πέταλα, πλάι στα επιβλητικά Σουλιώτικα βουνά.
Καμία σχέση με την κοσμοσυρροή της Γλυκής και των ακτών– εδώ συναντάς μόνο ζώα, άντε και τον βοσκό, κι ώσπου να φτάσεις στην ονομαστή Λάκκα Σουλίου, έχεις νιώσει όλο το δέος που απαιτεί η ιστορία του τόπου. Σε αυτά τα κορφοβούνια, για χρόνια απόρθητα από τους Τούρκους, έζησαν και πολέμησαν οι φημισμένοι Σουλιώτες. Οταν οι Τούρκοι κατάφεραν να φτάσουν, μετά από προδοσία, εκείνοι σκορπίστηκαν κι έτσι οι Σουλιώτισσες βρέθηκαν να κάνουν το ηρωικό σάλτο στο Ζάλογγο. Μια χούφτα αντρών έμεινε πίσω μόνο και ταμπουρώθηκαν μαζί με τον καλόγερο Σαμουήλ στο περιλάλητο Κούγκι, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής όπου έκρυβαν τα πυρομαχικά. Οταν οι Τουρκαλβανοί του Αλή Πασά έφτασαν κι εκεί, οι Σουλιώτες ανατίναξαν και αποθήκη, και Τουρκαλβανούς, και τους εαυτούς τους μαζί. Σουλιώτες δεν υπάρχουν πια στο χωριό. Γι’ αυτό μου ’λεγε ο καφετζής «αυτά είναι τα παλιά σπίτια τους», γιατί στη συλλογική συνείδηση κανένας Σουλιώτης δεν έμεινε στην περιοχή και κανένας δεν ξαναγύρισε. Ο Αλή Πασάς είχε φροντίσει άλλωστε να πιάσει το καλύτερο πόστο για να αποτρέψει την επιστροφή τους, το κάστρο της Κιάφας. Παρότι το βλέπεις από πάνω σου, στον οικισμό Σαμονίβα, η ανάβαση έως εκεί διαρκεί μισή ώρα. Και η θέα στο φαράγγι του Αχέροντα κόβει την ανάσα.
Αλλιώς, κάνεις μια βόλτα στο κτηνοτροφικό χωριό, βλέπεις τα πέτρινα σπίτια –μεταξύ των οποίων των οικογενειών Μπότσαρη και Τζαβέλλα–, τα περίφημα πηγάδια που πότιζαν διαχρονικά τους Σουλιώτες, τις προτομές των οπλαρχηγών, και τραβάς για τους Μύλους. Βρίσκονται στη διαδρομή από τη Γλυκή προς τα εδώ και είναι απίθανο σημείο για πικνίκ με θέα στον παλιό νερόμυλο και στα τρεχούμενα νερά ή για παγωμένες μπίρες στο καφενεδάκι πλάι στο ποτάμι και στον άλλο μύλο.
Μύθοι και μύστες
«Αν μείνεις αρκετή ώρα μέσα στην υπόγεια στοά του νεκρομαντείου, λένε ότι αισθάνεσαι ζαλάδα και η ακοή σου περιορίζεται. Αν είναι κι άλλος μαζί σου και σου μιλάει, κάποια στιγμή παύεις να τον ακούς», λέει ο Σπύρος Ράπτης, ο φύλακας-ξεναγός του αρχαιολογικού χώρου του νεκρομαντείου, στο χωριό Μεσοπόταμος. Κρυφογελάω, εννοείται, και τον ακολουθώ στον λαβύρινθο που οδηγεί έως εκεί. Ο πραγματικός λαβύρινθος που ακολουθούσαν οι μύστες δεν σώζεται πια, αλλά η λαξευμένη στοά με τα εντυπωσιακά τόξα είναι η ίδια. Πριν σωριαστώ απ’ τη ζαλάδα, βγαίνω στον καθαρό αέρα. Τώρα κρυφογελάει αυτός και αφηγείται ιστορίες και μύθους. «Ο χώρος φημίζεται για την ακουστική του πάντως», λέει. Εκεί κάτω οι επισκέπτες έρχονταν, θεωρητικά, σε επαφή με τους νεκρούς τους. Δεν έχει εξακριβωθεί τι τους έκανε να ακούν τις φερόμενες ως φωνές των νεκρών. Λέγεται ότι με κάποιον έντεχνο τρόπο οι ιερείς τούς προκαλούσαν ψευδαισθήσεις.
Το ιερό των θεών του Κάτω Κόσμου κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Λειτούργησε για δύο αιώνες και στις αρχές του 18ου αιώνα χτίστηκε πάνω του η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Οι επισκέπτες μυούνταν μέσω ενός ιδιαίτερου τελετουργικού και οι ιερείς τούς υπέβαλλαν σε δοκιμασίες. Λέγεται ότι έτρωγαν κουκιά και λούπινα, τα οποία προκαλούν ελαφρά δηλητηρίαση και ψευδαισθήσεις, καθώς και ψυχοτρόπα βότανα. Με αυτές τις σκέψεις καταλήγεις στην Αμμουδιά. Η παραλία του χωριού με τους ευκαλύπτους, το ποταμίσιο λιμανάκι, οι διάσημες ψαροταβέρνες, η βαρκάδα στο ποτάμι και στη Σπηλιά της Περσεφόνης, οι γύρω παραλίες όπως η Λούτσα και ο Ορμος του Οδυσσέα… Ολα είναι γεμάτα ζωή. Την ώρα που σουρουπώνει μόνο κοιτάς με άλλο μάτι, λες και τότε μπαίνουν σε ισχύ οι θρύλοι. Συνειδητοποιείς με πόση επιμέλεια συντηρούν οι ντόπιοι κάποιες δεισιδαιμονίες ή απλώς συνήθειες. Ακόμη και σήμερα, ας πούμε, βάζουν ένα κέρμα στο χέρι των νεκρών τους κι όταν τους βγάζουν απ’ το σπίτι σπάνε ένα πιάτο. Ή ότι βαφτίζονται με αρχαία και μυθικά ονόματα μόνο. Και το νερό το θεωρούν αθάνατο, κι ας γελούσε πονηρά ο καπετάνιος όταν γέμιζε τον κουβά με Αχέροντα. Οταν με ξαναπέτυχε, με πλησίασε με γεμάτο κουβά και ειλικρινές ενδιαφέρον: «Εσύ δεν πλύθηκες, κρατούσες τη φωτογραφική μηχανή!». Ε, καλού- κακού, ένα μπουγέλο το δέχτηκα!
*Πρώτη δημοσιευση στην εφημεριδα Καθημερινή
Join the Conversation