Καλοκαίρι. Τα τζιτζίκια πάνω στα δένδρα του περβολιού του παππού μας τραγουδούσαν μα εμένα δεν μου άρεσε, προτιμούσα το τιτίβισμα των πουλιών.
Η Παραμυθιά μοιάζει τώρα στα μάτια της βάβως σαν μια εξωτική πολιτεία. Και πως να μη μοιάζει αφού μπροστά μου είναι εικόνες μαγικές. Βρύσες πολλές λιθόκτιστες, με πολλά νερά, δένδρα, πουλιά, λουλουδιασμένες αυλές, παραμυθένια χαλάσματα που μέσα μας ήταν οι ιστορίες πολλών παραμυθιών.
Σπίτια θεόρατα πλούσια, σαν κάστρα και σπίτια μικρά με περβολάκια όπως στα παραμύθια της γιαγιάς. Σε καμπαναριά, σε χαλάσματα παντού υπήρχαν λελέκια πολύ φιλικά που δεν μας σκιάζονταν μα ούτε και μεις τα σκιαζόμασταν.
Μπροστά από το σπίτι μας υπήρχαν τρεις λελεκοφωλιές πάνω στα χαλάσματα. Έκαναν τα αυγά τους, έβγαιναν τα λελεκάκια τους και εμείς τους τραγουδούσαμε.
Λέλεκα χατζή χατζή πουν΄ τα χίλια πρόβατά; Κάτω στα λακώματα. Τρώει ο λύκος χαίρεται και η αλεπού μαραίνεται
Μη τα πειράξετε μας έλεγα,ν οι πελαργοί τρώνε τα φίδια και τα ποντίκια. Και μέσα στα σπίτια μας, μέσα, το εννοώ τα χελιδόνια μπαινόβγαιναν από ένα μικρό φεγγίτη που ήταν ανοιχτός μέρα νύχτα κουβαλώντας τροφή στα μικρά τους σε σπίτια φωλιές που δύσκολα θα έκαναν άλλα πουλιά. Φίλος μας μοναδικός τα χελιδόνια τρώνε τα κουνούπια μας έλεγαν.
Στις κρεβατίνες μας και στις περγολιές μας, μεγάλα τσαμπιά σταφύλια άρχισαν να κοκκινίζουν. Και μεις όλη μέρα να παίζομαι και να τρώμε τα σύκα από τις πάμπολλες συκιές μας. Βεργωτά, σύκερα, βασιλικά, ρωμέικα, κλπ
Και ενώ οι μέλισσες βούιζαν μέσα στο λαχανόκηπό μας, εμείς άφοβα ψάχναμε για αγγούρια ή ξυλοπέπονα, πλήρης ασυδοσία δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω πως δεν μας έλεγαν μη, πως δεν μας τις έβρεχαν ποτέ, εκτός από τη μάνα μου που χτύπησε μια φορά το Δημήτρη και δυο εμένα. Να δεις που ούτε τα μελίσσια μας τσίμπαγαν ούτε εμείς τα φοβόμασταν ακόμα και τα φίδια αν άκουγαν τα βήματά μας έστω κι αν είναι κουφά σέρνονταν ησυχα ήσυχα στο τοίχο της μάντρας μακριά μας και έμπαιναν μέσα σε τρύπες.
Μια μέρα μέσα σε αυτήν τη μαγεία ήρθε ο Μίχο Κάτσιος με ένα τσουβάλι στην πλάτη. Δεν ήταν Σάββατο και η γιαγιά απόρησε. Τι έφερες ωρέ Μίχο.
-Άνοιξε το τσουβάλι να δεις.
-Κάτσε να πάρεις ένα νερό και λουκούμι.
– Έχω δουλειά είπε, ο κυρ Παύλος μου είπε μετά να πάω και της Βέργως.
Άνοιξε η γιαγιά το τσουβάλι και χαμογέλασε, μέσα είχε τέσσερα τεράστια καρπούζια και δυο μικρά πεπόνια. Ήρθε ο Σωκράτης από ταξίδι. Έφερε κατά το συνήθειο ότι είχε η εποχή από το Μεσολόγγι. Χαμογέλασε και έτρεξε να κάνει μια πίτα. Είχε δέκα μέρες που έλειπε στο ταξίδι. Απόψε θα ήταν στο σπίτι και αύριο στην Ηγουμενίτσα να φορτώσει και μεθαύριο να ξαναφύγει.
– Πάρτε το καλάθι, μαζέψτε σύκα από αυτά που αρέσουν στο θείο σας. Τρέξαμε όλα μαζύ ποιος θα μάσει τα καλύτερα.
– Άντε μικρά μου από αύριο δουλειά όλα, θα κάνουμε γλυκό καρπούζι.
Στο κατώι μας έβγαινε νερό, πλύναμε τα καρπούζια που τα κουβάλησε η γιαγιά και φωνάξαμε τα κορίτσια που έραβαν.
– Ελάτε μανούλες μου είπε η γιαγιά, άντε να φάτε καρπούζι.
– Έκοψε ένα ολόκληρο και τους είπε φάτε το, είναι για σας.
΄Υστερα πήρε τις φλούδες και τις κοίταξε, ωραίες, πολύ ωραίες, χοντρόφλουδο το καρπούζι κάνει ότι πρέπει για γλυκό. Το βράδυ έκοψε το άλλο στην παρέα της
– άντε και του χρόνου Λένη βλέπω θα κάνεις γλυκό της είπε η Σταύραινα.- Τούτη και η νύφη της έχουν μανία με το καρπούζι.
Δεν νομίζω πως ήταν μανία απλώς στον καιρό τους έκαναν από όλα τα γλυκά, Βύσσινο με πολύ σιρόπι για βυσσινάδα, συκαλάκι ορνιούς άγριο, καρυδάκι μα τούτο ήθελε προσοχή να μην ζαρώσει, βέβαια εμείς μέσα μας παρακαλάγαμε να ζαρώσει γιατί θα τα τρώγαμε εμείς.
Τώρα ήταν ο καιρός του καρπουζιού, ύστερα το μελιτζανάκι, κατόπιν το σταφύλλι και το Χειμώνα το νεράντζι και το κίτρο ή μικρά πράσινα ή καρουλάκι.
Αφού έκανε τα καρπουζοτραπέζια της, αναλάβαμε εμείς. Εγώ και η γιαγιά καθαρίζαμε τα φλούδια να μην έχουν πράσσινο και ροζ. Έπρεπε να είναι μόνο άσπρα. Τα έκοβε σε μεγάλα κομμάτια και τα μικρά έτρεχαν να πάνε τα καθαρίδια στις κότες μας. Παιχνίδι το είχαν βρει.
” Η Αλεξάνδρα γιατί καθαρίζει”, έλεγε ο Δημήτρης και η γιαγιά απαντούσε, “η Αλεξάνδρα για να βρει καλό γαμπρό πρέπει να είναι καλή νοικοκυρά, τι, τη θέλετε να την έχετε ανύπαντρη να γελάει ο κόσμος”. Εγώ δεν μιλούσα και που να βρω γαμπρό, εγώ τότε έτσι νόμιζα δεν αγάπαγα κανέναν μόνο τα αδέλφια μου και τα ξαδέλφια, μου αχ ανύπαντρη νόμιζα πως θα έμενα. Μα ύστερα εγώ δεν μιλούσα, ήθελα να κάνω όποιες δουλειές μου άρεσαν και όχι όλες, να αυτή η μπουγάδα που μου έκοβε τα χέρια μου έστω κι αν τα έβαζα για λίγο με τρόμαζε. Η μάνα μου όμως είχε κορίτσι όταν είχαμε μπουγάδα έτσι ησύχαζα, και μετά βγήκαν τα πλυντήρια.
Την άλλη μέρα το καρπούζι το έβραζε σε δυο κατσαρόλες και μετά το άφηνε να κρυώσει. Έπαιρνε δυο λαγήνια φρεσκοκαλαϊσμένα και τους έριχνε ασβεστόνερο και έβαζε μέσα τα κομμάτια του καρπουζιού. Δεν θυμάμαι πόσο το άφηνε στο ασβεστόνερο έχω την εντύπωση μισή ώρα. Μετά το έπλενε καλά, το ασβεστόνερο το έκανε μόνη της με ασβέστη πέτρα [άσβεστο] και ύστερα έκανε σιρόπι που το έβραζε με τα κομμάτια και μέσα έριχνε φύλλα από μπαρμαρόζα και όταν έπαιρνε ένα μελί χρώμα και το κοίταγε, και κοίταγε το σιρόπι πως έπεφτε από το κουτάλι το έβγαζε και μας έδινε όταν κρύωνε μικρές μύτες από τις φλούδες που τις έκοβε για μας. Στο άλλο έβαζε το καρπούζι να βράσει με το νερό και τη ζάχαρη και βανίλια και μετά όταν το έβγαζε αυτό γίνονταν ξερό χωρίς σιρόπια και το έβαζε σε ένα κουτί πάνω σε λαδόκολλά και αυτό το κέρναγε σε μερικούς, στους πιο πολλούς κέρναγε με το σιρόπι και τα σιρόπια που περίσσευαν, μας τα έριχνε στις τηγανίτες και μεις όλο στη φούστα της γυρίζαμε και όλο γιαγιά και γιαγιά ήμασταν.
Αυτή έκανε πως μας μαλώνει κι αφού μας έδινε ένα φιλί στο κεφαλάκι μας, όπως έλεγε, μας έδινε και μια ξυλιά χάδι, άντε τώρα, η γιαγιά έχει δουλειά να έρθετε όταν σας φωνάξω και την ακούγαμαν και τρέχαμε να της φέρουμε λουλούδια που ο τόπος γύρω από τις βρύσες έχει μπόλικα.
Εγώ της ευκολίας, από όσα είδα, κάνω σταφύλι, σύκο γιατί μου αρέσει, και πορτοκάλι ή νεράντζι καρουλάκι ακόμα βερίκοκο γιατί κι αυτό μου αρέσει.
Και επειδή μιλάμε για τον Αύγουστο, όπως όλοι οι μήνες του Καλοκαιριού είναι γεμάτος γιορτές και πανηγύρια. Της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, αυτήν την ημέρα παλιά πήγαιναν στην εκκλησιά μας όχι μόνο πρόσφορα αλλά και σταφύλια μαύρα που τα μοίραζε ο παπάς με το αντίδωρο αφού πρώτα είχαν ευλογηθεί.
Η μεγάλη γιορτή της Παναγιάς μας. Το Πάσχα του Καλοκαιριού. Αυτά θα τα πούμε αργότερα. Σήμερα θα μείνουμε στη μαγεία που προσφέρει το σπίτι σε μικρούς και μεγάλους γιατί τα παιδιά ότι βλέπουν αυτό χαίρονται και αυτό κάνουν.
Να φανταστείτε πως η θεία μου η Γιωργίτσα που δεν ακουμπούσε τίποτε, που δεν είχε τηγανίσει αυγά μέχρι να παντρευτεί, κάνει από όταν παντρεύτηκε τα πάντα, ότι γλυκό θες και στον καιρό μας, που έ, όλο και δεν θέλουμε κιλά η θεία μου μας μπουκώνει για να τα δοκιμάσουμε όλα.
Τώρα αυτά τα γλυκά ήθελαν πολύ ζάχαρη, τι να κάνουμε την αγοράζαμε από το μαγαζί του παππού χύμα και νομίζαμε πως αφού είναι από το μαγαζί μας είναι τζάμπα.
Όταν με πνίγουν οι αναμνήσεις εγώ τις γράφω, παλιά τις έγραφα σε τετράδια και τώρα σε τούτο το μηχανάκι που με κόπο μου το έμαθε η εγγονή μου, έτσι έχω αυτόν το ιστότοπο και μπορώ να τα γράφω σαν βιβλίο μνήμης για όλους. Όχι ένα βιβλίο όπως τις γριές μου, αλλά ένα βιβλίο προσωπικών στιγμών που είναι σχεδόν στιγμές και των άλλων φίλων και χωριανών.
Μη με ρωτήσετε αν έγινα νοικοκυρά, ο άνθρωπος είναι θεριό και όλα τα μπορεί.
Φωτογραφία αρχείου. Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Join the Conversation