Ο εξάδελφός μου ο Ζώης, δάσκαλος πέρασε να με δει. Είχε καιρό να περάσει. Μόλις άνοιξα την πόρτα με ρώτησε
-Είσαι καλά;
-Καλά, εσύ;
-Στο σπίτι όλοι καλά;
-Ναι, κάτσε να τα πούμε.
-Που θες να κάτσουμε, μέσα ή έξω;
-Έξω, είναι όμορφα.
-Καλά είναι, μια σπιθαμή γης είναι, μα φωλιάζουν στα δεντράκια μας κοτσύφια, σπουργίτια, δεκαοχτούρες. Να τα ακούς το πρωί και να θυμάσαι το χωριό. Kάπου- κάπου έρχεται και μια καρδερίνα, ακόμα το καλοκαίρι σε κείνο το μεγάλο δένδρο
τζιτζίκια τραγουδάν και γω ονειρεύομαι.
– Να κάνω καφέ, η ποτό;
-Τίποτε.
-Καλά, πάω να βάλω νερό και ένα ουζάκι ή τσίπουρο;
-Άντε, τσίπουρο και έλα να τα πούμε.
Αλήθεια είναι πως ότι κι αν λέγαμε, σε λίγα λεπτά η κουβέντα μας πήγαινε στα παλιά.Έτσι από συνήθεια. Η κουβέντα θα πήγαινε στην Παραμυθιά, στο χωριό και στο σχολείο.
-Φτώχεια τότε ξαδέρφη.
-Ναι φτώχεια πολλή τότε, μα όχι στην πόλη, η πόλη ήταν πλούσια. Στα χωριά εκεί ήταν το βάσανο.
Στα χωριά που ήταν ο πατέρας μου δάσκαλος, πείνα, όμως είχαν ευλογία από το Θεό, χαρούμενα τα παιδιά έπαιζαν χωρίς παιχνίδια. Έκαναν μοναχά τους τα δικά τους παιχνίδια σκάλιζαν το ξύλο και έπλεκαν καλάθια, σπόρτες σκάλιζαν κλίτσες,έκαναν κούκλες αυτοκίνητα, κούνιες με μια τριχιά ριγμένη σε ένα κλαρί ενός δένδρου…
Σαν είχαν τη μπομπότα και τα κρεμμύδια, μια τσίκα γαλοτύρι ελιές, έλεγαν δόξα τον Θεό.Αν είχαν λάδι και τυρί, έλεγαν
και Υπερυψούται. Αυτό πέρασαν χρόνια να το καταλάβω.
-Ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο τότε Αλεξάνδρα, εσύ στο δημοτικό μια τσίχλα ήσουν τότε.
-Μετά έγινα θεριοκομμένη χα χα χα.
-Μη γελάς, τότε ήσουν αδύνατη κοντούτσικη, όλο μάτια και μαλλιά.Κάτι καστανόξανθα σγουρά μαλλιά, που ποτέ δεν ήταν σε τάξη
-Χα και τώρα νταρντάνα φτου μη βασκαθώ. Τα μαλλιά σε τάξη και άσπρα…
-Δεν είναι να μιλάει μαζί σου κανένας σοβαρά. Μη το κάνεις αυτό ρε,χαλάς την κουβέντα.
Αν δεν το κάνω αυτό, τότε πρέπει να κλαίω και δεν μου ταιριάζει. Έπαψα να πιστεύω πως τα δάκρυα
ομορφαίνουν τα μάτια
-Καλά λέγε.
Αν και δεν λέγαμε τίποτε σοβαρό, η κουβέντα πήγε κάπου εκεί στα 1951 στην Παραμυθιά.
Μου είχαν νοικιάσει οι γονείς μου μια κάμαρα μαζί με τρεις άλλους μαθητές από το χωριό. Ένα μεγάλο δωμάτιο ήταν, με τέσσερα κρεβάτια. Το κρεβάτι, ήταν δυο τρίποδα, σανίδες, στρώμα, μαξιλάρι.
Χράμι για τρώσιμο και φλοκιάρα για σκέπασμα. Το καλοκαίρι με μια καραμελωτή. Σεντόνια δεν είχαμαν. Η μάνα μου, με είχε βάλει οικότροφο. Να τρώει το παιδί είπε του πστέρα μου, μη μας αρρωστήσει.
Έτσι θα έτρωγα τρεις φορές την ημέρα. Το πρωί τσάι με μια φέτα ψωμί και τρεις ελιές. Το μεσημέρι φακές, φασόλια, πατάτες και δυο φορές την εβδομάδα κεφτέδες με σάλτσα και ρύζι, μαζί μας έβανε τρεις ελιές και ένα κομμάτι ψωμί. Το βράδυ Χειμώνα Άνοιξη Καλοκαίρι τραχανά.
Οι κεφτέδες ήταν το πιο νόστιμο φαΐ. Τους τρώγαμε Πέμπτη και Κυριακή. Μου άρεσαν οι ελιές και ζήτησα να μου βάζει δυο τρεις ακόμα. Με κοίταξε σοβαρά η κυρία Π…. και μου είπε.
-Άκου παιδάκι μου, τρεις ελιές, μας κάνουν ένα αυγό, να τις τρως νόστιμα.
Έσκυψα το κεφάλι. Και τις έτρωγα νόστιμα. Πέρασαν έξη μήνες. Σχολείο διάβασμα, βόλτα μα πως να κάνουμε και τους γαμπρούς τρομάρα μας.. χωρίς ρούχα καλοπλυμένα και σιδερωμένα. Κάθουμαν και έβαφα με στουπέτσι τα παπούτσια της γυμναστικής και με λάδι τα καθημερινά. Λίγο τηγανόλαδο σε ένα πανί και έτοιμα τα παπούτσια.
Άρχισαν όμως χαλάνε τα παπούτια μου. Δυο χρόνια τα είχα. Τα είχα σολιάσει δυο φορές. Σαν είδα τη μάνα μου το Σαββάτο στο παζάρι της είπα πως χάλασαν τα παπούτσια μου.
-Δεν έχουμε τώρα, μου είπε, βολέψου όπως όπως. Μόλις πουλήσουμε τα σφαχτά θα σου πάρουμε καινούρια.
-Δεν πίστευα πως δεν θα είχα παπούτσια.
Πήγα στον τσαγκάρη τον Αποστολίδη. Βάλε μου λίγα ξυλόκαρφα του είπα. Μπροστά έβγαιναν τα δάχτυλά μου.
-Γιατί κουτσαίνεις παιδάκι μου, μου είπε. Πήρε τα παπούτσια έβαλε τις ξυλόπροκες και έψαχνε μήπως έχει κανένα καρφίκαι με βαράει,,, τα έραψε κιόλας να κρατήσουν μα είχαν σκιστεί τα βάρδουλα. Έψαξε καλά, να βρει καρφί να το χτυπήσει μήπως από το καρφί κουτσαίνω.
-Καρφί δεν έχει. Γιατί κουτσαίνεις παιδάκι μου;
-Δεν ξέρω τι να σου πω. Με πονούν πολύ τα ποδάρια μου.
-Να πας στο γιατρό. Ακούς, να κουτσαίνεις και να μη πας,, έστω στον Καντηλά,και να μου λες έτσι απλά, πως πονάν τα ποδάρια σου.
-Δεν έχω λεφτά για το γιατρό. Δεν μου αφήνει η μάνα, πληρώνει το φαγητό και το νοίκι, λίγες δραχμές μου αφήνει για τετράδιο αν χρειαστώ ή μελάνι.
-Θα πας στον Κούρτη να σε κοιτάξει και τα βρίσκουμε πες του.Έτσι μου είπε ο μπάρμας μου. Ντράπκα και δεν πήγα.
– Σαν με είδε ο γιατρός με ρώτησε, γιατί Ζώη δεν ήρθες να δω τα ποδάρια σου;
-Δεν είχα λεφτά.
-Πάμε τώρα.
Και με την σάκκα στον ώμο, πήγαμε στο ιατρείο. Ήταν πάνω από τον πλάτανο.
-Βγάλε τα παπούτσια σου και κάτσε στην καρέκλα.
Έβγαλα τα παπούτσια μου, ντράπκα για τα σκισμένα τσουράπια μου και προσπαθούσα να κρύψω τις τρύπες. Μα που να κρυφτούν, αντροπή χαντακωμάρα. Με κοιτάει ο γιατρός, με μετράει, με ζυγιάζει και δε μου βρίσκει τίποτε.
-Πότε σε πονάν τα ποδάρια σου, το πρωί ή το βράδυ;
-Όταν περπατάω.
Ξανά εξέταση ο γιατρός, κούναγε τα ποδάρια μου τα κοίταγε στα κόκκαλα και δε μίλαγε. Σε μια στιγμή τον βλέπω, παίρνει ένα χάρακα και μετράει τις πατούσες μου. Μετά μετράει τα παπούτσια μου.
-Παιδί μου, τα παπούτσια σου είναι δυο νούμερα πιο μικρά από τα πόδια σου, πως τα φοράς;
-Δεν έχω άλλα παπούτσια και ξυπόλυτος δεν πάω στο σχολείο, κι αν πάρω απουσίες θα με πάρει από το σχολείο ο πατέρας μου.
-Πας τώρα, αγοράζεις παπούτσια και θα τον βρούμε το λογαριασμό.
Αγόρασα παπούτσια κάτι βακέτα φτηνά, και ο πατέρας μου τα πλήρωσε με αλεύρι και λάδι. Στο γιατρό πήγε αυγά και τυρί.
Αυτά είπε και τα μάτια του βούρκωσαν.
-Πάνε αυτά ξάδερφε. Αυτά είναι περασμένα και μεις καλά ζήσαμαν.
-Αυτό που τώρα γίνεται πως θα το περάσουμε Αλεξάνδρα;
-Και αυτό θα περάσει Ζώη μου κι αυτό θα περάσει, έλεγε η θεια σου, η γιαγιά μου.
-Άγια γυναίκα και πολύ δουλευτάρα.
-Είχε περάσει τα μύρια η δόλια.Σκέψου Ζώη, από πρώτη κυρία να βρεθεί χωρίς τίποτε και στα ξένα,,,
-Έτσι ήταν τότε η ζωή. Γράμματα χωρίς βιβλία, χωρίς ρούχα, πεινασμένα και βασανισμένα. Το μόνο καινούριο που είχαμαν ήταν το καπέλο με την κουκουβάγια.
Πάω στη ντουλάπα το κοιτάω και μου μιλάει.
-Περάσαμε πολλά Ζώη μου λέω. Περάσαμε πολλά.
Εγώ την ποδιά μου δεν την φύλαξα την έδωσα σε μια μικρότερη κοπέλα.Τι θυμώμαστε οι γέροι, χα, χα, χα, να μας ακούν και να γελάν..
-Εγώ δεν είμαι γέρος είμαι όσο φαίνομαι.
-Καλά, μα μη ξεχνάς πως με περνάς πέντε χρόνια.
-Σε περνάω μα εσύ θες να σε λένε και να είσαι βάβω, εγώ όχι.
Έτσι τα δυο τζόβαινα γέλασαν πλατειά.
-Έχω να σου πω ιστορίες να γράψεις!!!
-Και γιατί δεν τα γράφεις εσύ, δάσκαλος είσαι.Αστέρι είσαι γράψτα.
-Θα ήθελα μα δεν μπορώ.
-Γιατί;
-Με πονάν ξαδέρφη πολλά με στοιχειώνουν,,, με πονάν. Ντρέπομαι για τα μπαλωμένα παντελόνια μου.
-Ντρέπομαι ακόμη για τα σκισμένα τσουράπια μου.
-Τα παιδιά της πόλης είχαν ρούχα σιδερωμένα και χωρίς μπαλώματα.
-Εσείς είχαταν, ζούσαταν καλά στην πόλη, εσύ για να πω την αλήθεια, μάλλον σε λάθος μέρος γεννήθηκες,,σου ταίριαζαν τα χωριά
-Σε χωριό γεννήθηκα ,, ήταν πόλεμος και η μάνα μου μόλις σαράντισε πήγε με τον πατέρα στα χωριά η γιαγιά με κουνάρησε
-Εμείς είμασταν σα ζητιανάκια, ντρεπόμασταν.
-Είναι ελάττωμα η φτώχεια Ζώη μου. Δεν είναι. Σπούδασες, φτιάχτηκες καλά, με το σπίτι σου την καλή σύντροφο σου, με καλά παιδιά. Άλλα είναι τα κουσούρια Ζώη μου…
H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation