Όμοια ήταν με την πέτρα. Άσπρη η πέτρα, μαύρη αυτή, σαν κοράκι. Δίπλα ο πλάτανος να χαρίζει δροσιά κλεμμένη από το νερό της βρυσοπούλας και το αεράκι του βουνού. Τι αρμονία τι ομορφιά και όμως εκεί στην πέτρα σαν μοιρολόγι αντηχούσε η φωνή της άγνωστης .
Μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου.
Χρόνια την έβλεπα να κάθεται εκεί στην άκρη της πέτρας και να κοιτάει πέρα μακρυά, τον κάμπο που τέτοιν καιρό χρύσιζαν τα στάχυα του σταριού, Αυτή το μόνο που έβλεπε ήταν οι λόφοι και όλο αναστέναζε…
Μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου.
Παιδιά εμείς και το πιο ζαβολιάρικο εγώ κι ας ήμουν η μόνη κόρη αφού στο σπίτι μας όπως έλεγε η μάνα μου είχαν μόνο αγορομάνες, μια τσούπρα βγήκε κι αυτή σκασμένη. Η μια που ήταν και σκασμένη ήμουν εγώ. Παίζαμε με το νερό της βρυσοπούλας μα αυτή εκεί ακούνητη.
Μάνα μου μάννα μου μάνα μου.
Πάρε λίγα πορτοκάλια και πήγαινέ τα στην δόλια έλεγε η γιαγιά μου και γω, πήγαινα τα πορτοκάλια και κοίταγα να δω τα μάτια της. Ο πατέρας μου έλεγε πως τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής.
Δηλαδή και τα δικά μου μάτια, τα κοίταγα στον καθρέφτη μα δεν μπορούσα να δω πως είναι η ψυχή μου. Όλοι στο σπίτι έλεγαν πως είμαι άγγελος,,, είμαι ψυχούλα,, διαφωνούσαν η μαμά μου που έλεγε πως είμαι διάολος μεταμορφωμένος,,,και η θεία μου η Γιωργίτσα που πολύ την πείραζα και της έκανα σκανταλιές..θα ήθελε να μου τις βρέξει, μα η γιαγιά ο παππούς ήταν εκεί οι ασπίδες μου οι φύλακες μιας ζωής της ζωής μου..
Μια μέρα που κάθονταν στην Μεγάλη Πέτρα ήταν Ιούλιος και η γιαγιά μου είπε. Πήγαινε στην δόλια λίγα σύκα.
Πήγα στην δίφορη συκιά μας έκοψα λίγα σύκα τα έβαλα σε δυο συκόφυλλα και της τα πήγα. Η γιαγιά μου είπε να σας τα φέρω,,,μόλις τα έκοψα….
Κούτσκο μου είπε, και κοίταξε την βρύση.
Εγώ όμως κοίταγα τα μάτια της να δω την ψυχή της.
Και τι είδα!!! τίποτε. Δυο σκέτα μάτια,,,κοίταγα, κοίταγα, τι έχουν πίσω;;;πίσω…Αχ, πάλι δεν τα κατάφερα…
Μόνο άκουσα πάλι, μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου.
Γιαγιά αυτή δεν ξέρει άλλη κουβέντα πάρεξ μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου.
Αχ αναστέναξε η γιαγιά μου, σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και με πήρε αγκαλιά.
Το έρημο Τσαντούλα μου [[ εγώ είμαι και κούτσκο και Τσαντούλα ] δεν γνώρισε μάνα. Η μάνα της πέθανε στην γέννα και τότες ένοιωσε την ορφάνια και την καταφρόνια… όλοι την μίσησαν.
Γρουσούζα την φώναζαν όλη μέρα.
Γρουσούζα έφαγες την μάνα σου.
Σαν μεγάλωνε της σάλεψε..Δεν ήθελε να είναι γρουσούζα, δεν ήθελε να φάει την μάνα της. Και έψαχνε να βρει πως η μάνα της δεν κρύφτηκε κάπου να μην την φάει αν πείναγε…
Τώρα που γέρασε ξέρει πως κάπου είναι η μάνα της, η μάνα της που την αγαπάει, που την ακούει.
Μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου..[[Τώρα αυτός είναι ο δικός μου λόγος στην πέτρα της καρδιάς μου…]]
Έτσι ζει μόνη στην πέτρα σαν πέτρα με μόνη παρηγοριά μια μάνα που δεν γνώρισε ποτέ…
Μα εκείνα τα χρόνια ΕΓΩ πιο πολύ αγαπούσα την γιαγιά μου και τον παππού μου. Μα τα χρόνια πέρασαν. Μεγάλωσα τόσο, που η δική μου πέτρα είναι δίπλα στο κρεββάτι μου, στην μικρή αυλή μου, στα λίγα δενδράκια του κήπου μας..
Να δεις που κι εγώ χωρίς να καταλάβω, λέω μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου, πέτρα, πάνω στην πέτρα, μιας ζωής που τα περίπλοκα την κάνουν ακατανόητη.
Και αν βρεθείτε κοντά μου, δεν θα ήθελα να δείτε στα μάτια μου, στον καθρέφτη της ψυχής μου τον πόνο που ο κάθε άνθρωπος τον φέρνει μόνος του στην πλάτη του και κανείς δεν μπορεί να τον ξαλαφρώσει.. Και τότε μουρμουρίζει,,,
Αχ, μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου.
Μάνα μου πάντα μιλώ για τον πατέρα μας, για σένα μιλούν οι υπέροχοι γυιοι σου τα αδέρφια μου που τα έμαθες να είναι πάντα δίπλα μου.
Μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου…
H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation