Οι ιστορίες της Βάβως | Έτσι γιορτάζαμε τον Λάζαρο και την Κυριακή των Βαΐων

Γράφει για την paramythia-online.gr, η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Σε λίγες μέρες θα εορτάσουμε την σπουδαιότερη εορτή της Χριστιανοσύνης την Ανάσταση του Κυρίου μας, του Χριστού μας. Στις γιορτές λες και είμαι άλλος άνθρωπος. Χρόνια πολλά πέρασα μακριά από το χωριό μου. Νοιώθω ενοχές πολλές φορές γιατί η ζωή μου χαρίσθηκε, όμως εγώ πάντα είμαι κολλημένη με τον μαγικό τόπο την Παραμυθιά την πόλη μας.

Αυτά τα χρόνια, είναι χρόνια, που η κάθε μέρα, ήταν ξεχωριστή κι ας ήταν όλες ίδιες.

Ο συννεφιασμένος ουρανός της, η βροχή που λες και βιάζονταν να έρθει, μα δεν ήθελε να φύγει μου άρεσε πολύ. Δεν είμαι βλαμμένη….Μου αρέσει η βροχή…. Ποιος νοιάζεται για τη βροχή όταν ο κόσμος γύρω σου λάμπει. Τσαντούλα έμπα μέσα θα κρυώσεις. Μα συ δεν ακούς, δεν κρυώνεις οι στάλες της βροχής, κοσμήματα ακριβά στα χέρια και στο πρόσωπό σου. Τσαντούλα θα κρυώσεις…..Τώρα με λένε κυρία Αλεξάνδρα, τώρα με λένε γιαγιά, βάβω

Έτσι όταν κάθομαι στην πολυθρόνα των γηρατιών μου, πάντα τρέχω να βρω τα νιάτα μου. Να τα βρω στα παιδικά μου χρόνια, τα μαγικά χρόνια, σε τόπους εξωτικούς, σε τόπους παραμυθένιους. Στην Παραμυθιά και τα χωριά της. Μου άρεσαν τα χωριά, ήταν ο ίδιος κόσμος σε άλλη χρονική περίοδο. Μια ώρα δρόμος από το χωριό στην πόλη τριάντα χρόνια, η διαφορά της ζωής

Αλλά όταν έχεις μέσα σου τη χωριατοπούλα, σου αρέσει το χωριό, έτσι μένεις πάντα, μόνο που πια δεν είσαι χωριατοπούλα αλλά βάβω.

Ήταν γύρω στο 1950- 1952 Απρίλης. Η οικογένεια έμενε στην Παραμυθιά και γω με τον πατέρα μου, στο Ζερβοχώρι [ή Δραγουμή.] Ο πατέρας ανέβαινε στην Παραμυθιά μα και η μάνα μας με τα αδέλφια μου έρχονταν και έμεναν κάπου- κάπου στο χωριό.

Ο καιρός καλός και η φύση οργίαζε. Κάθε Παρασκευή πηγαίναμε στους Χαιρετισμούς και κάθε Κυριακή στην εκκλησία.

Οι διακοπές θα άρχιζαν τη Μεγάλη Δευτέρα.

Από το Σάββατο του Λαζάρου θα ήμασταν για διακοπές στην Παραμυθιά. Όμως μέσα στις γιορτές, θα ανταμώναμαν πολλές φορές σε γιορτές και πανηγύρια με τους χωριανούς.

Όλες οι αυλές αυτές τις ημέρες είχαν απλωμένες προίκες στα σκοινιά και τα αέριζαν. Των Βαΐων θα έβαζαν ανάμεσα στα ρούχα δάφνη να μην τα πιάσει ο κόπτσας. Αυτή τη δάφνη θα την έφερναν στο σπίτι την Κυριακή των Βαΐων. Θα έβαζαν στο εικόνισμα και στα σεντούκια, τις καρσέλες, και τα μπαούλα. Βέβαια και της Σταυροπροσκύνησης θα έβαζαν καρυόφυλλα που τα είχαν στην εκκλησιά όταν ήταν γονατιστοί. Τα έβαζαν για μαξιλάρι στα γόνατά τους….

Την Παρασκευή πριν το Σάββατο του Λαζάρου όλα τα παιδιά ετοίμαζαν τα πράγματά τους για να πάνε το πρωί του Σαββάτου μετά την εκκλησιά να πούνε το Λάζαρο.

Το Σάββατο του Λαζάρου πρωί χαρα’ι’, υπήρχε μια εργασία που την έκαναν οι νέες γυναίκες κουβαλώντας κλαδιά δάφνης στην εκκλησιά. Την έβαζαν σε μια κοφίνα για μα πάρουν όλοι μπόλικη, να βάλουν στο εικόνισμα και στα προικιά.

Ήταν αυτά, τα βάγια που θα έδινε ο παπάς σε κάθε χριστιανό, που θα ήταν στην εκκλησία και μαζί με το αντίδωρο θα έπαιρνε και ένα κομμάτι δάφνη για το σπίτι, να το βάλουν στο εικόνισμα, να μεταφέρουν στα σπίτια τους την ευλογία του Χριστού μας.

Οι μαθητές, την Παρασκευή το απόγευμα δεν είχαν σχολείο. Το απόγευμα της Παρασκευής πήγαιναν μαζί με το δάσκαλο και έφερναν δάφνη, να στολίσουν όλες τις εικόνες, σε όλες τις εκκλησιές και τα ξωκκλήσια. Στο χωριό όλα τα αγόρια έκαναν σπόρτες από λυγαριές και τις στόλιζαν με βάγια και λουλούδια. Έκαναν με ένα κρανόξυλο ψηλό σαν κοντάρι ένα Σταυρό που τον στόλιζαν με λουλούδια και βάγια ώστε να είναι έτοιμα για το Λάζαρη.

Παρέες παρέες δυο ή τριών παιδιών κρατώντας το Σταυρό, το καλάθι και κουδούνια θα πήγαιναν να τραγουδήσουν το Λάζαρη.

Ήρθε ο Λάζαρης ήρθαν τα βάγια, ήρθε και ο Χριστός στη Βηθανία. Εις την πόλη Βηθανία Μάρθα κλαιει και Μαρία. Αν ήσουν εδώ Χριστέ μου δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας και ο φίλος ο δικός Σου.

Και μετά λένε, πές μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη όπου πήγες; Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.

Όταν τελείωναν το Λάζαρη [ κάλαντα Λαζάρου ]]οι νοικοκυρές τους έδιναν αυγά και καραμέλες ή λουκουμάκια. Όσες δεν είχαν αυγά τους έδιναν δεκαρούλες.

Αυτό το έκαναν σε όλα τα χωριά της Παραμυθιάς και στην πόλη.

Τα μικρά παιδάκια που δεν γνώριζαν το Λάζαρη λέγανε. Κούσκο κούσκο Λάζαρε, κούσκο πατρίτσι, δώσμου ένα αυγό να πάω σπίτι, δώσμου κι άλλο ένα να πάρουμε από ένα.

Όλοι, μα όλοι οι κάτοικοι πήγαιναν στην εκκλησιά κάθε μέρα από του Λαζάρου έως και τη Δευτέρα του Πάσχα.

Μονάχα οι άρρωστοι, και όσους έστελνε ο παπάς για εργασία σε οικογένειες ορφανές μπορούσαν να λείπουν και να πάει ο παπάς το απόγευμα να τους ευλογήσει.

Οι γυναίκες φρόντιζαν τα πάντα να είναι καθαρά, ωραία, και καλά για να δεχθούνε τον Αναστάντα Χριστό μας.

Ακόμα και μέσα στη φτώχεια έστω με λίγο τσίτι ή αλατζά θα έκαναν ένα καινούριο ρούχο πουκάμισο για τα παιδιά, φουστάνι για τις τσούπρες. Στο χέρι τα έρραβαν οι χρυσοχέρες, με χονδρή κλωστή να είναι γερά. Αν δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι καινούριο, έβαζαν μια τσέπη ένα κουμπί ένα καινούριο μπάλωμα. Ναι καινούριο μπάλωμα, και φιλτισένιο κουμπί. Να καμαρώνεις το μπάλωμα, τραγικό, όμως η ελπίδα υπήρχε και το όνειρο επίσης.

Και το φαγητό παρά τη νηστεία ήταν καλύτερο από τον τραχανά του Χειμώνα, αφού η φύση έδινε πολλά καλούδια τούτον τον καιρό.

Τι λέει ο λαός μας; Μην πας το Μάη για άλογα την Πασχαλιά για νύφη.

Όλο πιο στολισμένος και πιο καλοφαγωμένος ήταν ο κόσμος κι ας νήστευαν.

Σπανάκι πράσα, μπαζιά, μπιζέλια, καύγες, μυρουδικά, κουκιά λοβίδια, απ όλα τα αγαθά. Λάχανα μοσκοσίταρο, καύγες και καλαμποκίσιο αλεύρι μας έδινε λαχανόψωμο χορταστικό και ας ήταν και αλάδωτο.

Σταχτοκουλούρα ζεστή, με ελιές ξυδάτες η μαύρες μερακλήδικες με μαραθόσπορο ήταν θαυμάσιο φαγητό.

Κρεμμύδια τηγανισμένα με πιπέρι κόκκινο, σαλιγκάρια με σπανάκι η ψημένα στη χόβολη, φαγητό θαυμάσιο.

Οι πατάτες που ξεθάβονταν φρέσκες καλοπλυμένες έμπαιναν στη φωτιά με μια τσίκα λάδι και πιπέρι κόκκινο καυτερό και έτρωγαν όλοι νόστιμα. Νόστιμα θα πει, μια ελιά τρεις μπουκές και μια πατατούλα ακόμη περισσότερες.

Την ημέρα των βα’ι’ων μετά την εκκλησιά και αφού έπαιρναν το αντίδωρο και τα βάγια πήγαιναν σπίτι. Τα έβαναν στο εικόνισμα. Έβαζαν και στα προικιά στο γιούκο.

Αυτήν την ημέρα σε όλα τα σπίτια έτρωγαν μπακαλιάρο τηγανητό με σκορδαλιά. Βέβαια το μπακαλιάρο τον έκαναν και με λάχανα στο νταβά και με πατάτες στη γάστρα. Η σκορδαλιά γίνονταν από σκόρδο ψωμί και λαδόξυδο. Βέβαια αν είχαν καρύδια, έκαναν καρυδοσκορδαλιά και αν είχαν πατάτες πατατοσκορδαλιά.

Καλαμάρια, γαρίδες, καραβίδες, μύδια, είχαν σπανίως, όταν έρχονταν οι κερκυραίοι στην Παραμυθιά για πούλημα ψαριών και αγορά λαχανικών, ξηρών καρπών, και ρύζι περσάνα Φαναρίου.

Τα σπίτια είχαν ασπρισθεί με ασβέστη και λίγο λουλάκι, τα δένδρα και οι κήποι ήταν πεντακάθαροι και γεμάτοι λουλούδια. Μα δεν είχε ανάγκη ο τόπος μας από τα λουλούδια στις αυλές, μιας και τα ζαμπάκια στόλιζαν όλο το βουνό. Βέβαια οι αυλές συναγωνίζονταν η μια την άλλη σε όμορφα λουλούδια φυτεμένα από τις κοπέλες της οικογένειας. Ναι βρε και γω φύτευα λουλούδια, μου άρεσαν. Ορίστε να με πείτε τεμπέλα. Οι γαρυφαλλιές και οι λύκοι φύτρωναν μόνοι τους στους τοίχους των σπιτιών, πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων.

Τα γκαρμπούσια επίσης και οι αγράμπελη που σιγά – σιγά άνθιζε, σκορπώντας το υπέροχο μεθυστικό άρωμα της.

Δεν θυμάμαι αν τη δάφνη που μοίραζε ο παπάς την πήγαιναν στην εκκλησιά οι νιόνυφες για να έχουν ευλογία.

Έτσι μπαίναμε στο πάθος του Κυρίου μας και θα φθάναμε στην Ανάστασή Του.

Τη Μεγάλη Εβδομάδα οι εργασίες είχαν ημέρα και τάξη. Κουλούρια όλες τις ημέρες. Βάψιμο αυγών Μεγάλη Πέμτη και Μεγάλο Σάββατο. Μεγάλη Παρασκευή ο θρήνος της Παναγίας που τον τραγουδούσαν οι κοπέλες στη γειτονιά τους. Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρεις καταραμένοι.

Λένε στον γύφτο να κάνει τρία καρφιά και κείνος κάνει πέντε.

Εσύ που τα έφκιαξες, εσύ να διατάξεις που θα τα βάλουμε.

Εκείνος τους είπε να βάλουν δυο στα πόδια Του δυο στα χέρια Του, το πέμπτο το φαρμακερό να βάλουν στην καρδιά Του.

Στα χωριά μας το τριήμερο Μ. Τετάρτη Μ .Πέμπτη και Μ. Παρασκευή δεν παίζουν χαρτιά και τάβλι. Λένε πως σταυρώνουν τον Βαλέ. Αυτά είναι τα έθιμά μας μέχρι των Βαΐων.

Καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση της πατρίδας μας.

Φωτογραφία αρχείου

H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation