Παλιά, πολύ παλιά, τότε που έτρεχα ανέμελα στους κήπους και τα περβόλια που ανεβοκατέβαινα τα γκαλντερίμια της πόλης μας που ανέβαινα σαν σκίουρος στα βράχια και τα δένδρα, τούτες τις ημέρες ένοιωθα μια πικρή ευτυχία.
Παράξενα συναισθήματα για ένα παιδί. Ποιος μπορεί να ξέρει τι διεργασίες γίνονται στην ψυχούλα του; Και στην δική μου ψυχή όλα ήταν σε διέγερση.
Ευτυχισμένοι όλοι στο σπίτι, ησυχασμένοι. Δεν θα τρέχαμε σαν τα αγρίμια στις πλαγιές τα βράδια, τα άγρια βράδια που σαν βουρλισμένα τρέχαμε να κρυφτούμε στα δάση και στις σπηλιές του τόπου μας Ήταν τότε ο φόβος..και είχε ο πόλεμος το πρόσωπο του θεού Άρη…
Μα ήταν η Άνοιξη που γέμιζε τις καρδιές ελπίδα. Και ήταν η Άνοιξη που η φύση γέμιζε μουσικές από τ΄αγριοπούλια που άφοβα πλησίαζαν τις ανθισμένες μυγδαλιές και τις κορομηλιές μας
Μην τα πειράζετε, τρώνε τα σκουλήκια και τα έντομα από τα δένδρα έλεγε ο παππούς μας. Και τον ακούγαμε. Τα παιδιά μας δεν κυνηγούσαν πουλιά στο περβόλι του παππού μας —αλλά στα ξένα περβόλια. Όμορφη που ήταν [τώρα] η ζωή. Και μεις την χαιρόμασταν σαν παιδιά που είμασταν. Τι παιδιά ασίγαστα …
Μόνο να, πως πολλές φορές η γιαγιά κατέβαινε στο κατώι για να τραγουδήσει στον θείο μας τον Μήτσιο. Μα εκείνος ήταν πολύ μακριά στον ουρανό. Η γιαγιά του μιλούσε μα απάντηση δεν ακούγαμε…
Ήταν τότε που σαν παιδί δεν μπορούσα να μετρήσω τον πόνο και την συμφορά που φέρνει η απουσία των αγαπημένων μας προσώπων. Τώρα μπορώ να καταλάβω αυτή την ανάγκη του έσω ανθρώπου να επικοινωνήσει με τους άλλους που λείπουν και πονάει πολύ αυτή η απουσία. Σε αφήνει ανάπηρο.
Όμως η ομορφιά που φέρνει η Άνοιξη που μας προσκομίζει τα δώρα της άφιξης της Περσεφόνης στολίζεται κι από τον έναστρο ουρανό που εμείς χαιρόμασταν ψάχνοντας αυτά που μας μάθαιναν.
Πόσο λαμπερά ήταν τότε τα άστρα! .Πόσο καθαρός ο ουρανός, πόσο όμορφη η ζωή. Ήταν τα παιδικά μας χρόνια και η ξεγνοιασιά τους,….
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια όμορφη παραμυθένια πόλη στην Παραμυθιά. Και γέμιζαν τα βράδια κόσμο που πήγαινε στις εκκλησιές. Kαι χτυπούσα τα καρφιά και τα πέταλα στα γκαλντερίμια ενώ ευχές ακούγονταν παντού.
Και μοσκοβόλαγε η πόλη ασβέστη και τριαντάφυλλα.
Και έβραζαν στις κατσαρόλες τα όσπρια και τα λαχανικά από τον κήπο μας μα και μοσχομύριζε η κανέλα και τα γαρύφαλλα στους λουκουμάδες στον αλευροχαλβά, ή το μπακλαβά και το κανταΐφι που ήταν η παγίδα για να νηστεύουν τα παιδιά.
Τι ωραία που ήταν η νηστεία. Μας έδιναν συνεχώς στην φέτα μαρμελάδα η θρεψίνη. Εμένα αυτή η θρεψίνη δεν ,μου άρεσε αλλά έκανα πως την έτρωγα και την έδινα στον Μπόμπη μας.
Αλλά η ζωή προχωράει ο Χριστός με την Ανάστασή Του μας χάρισε την ελπίδα πως πάλι θα είμαστε μαζί. Μετράω,,, μα κι αν δεν γνώριζα να μετράω θα έλεγα είναι και άλλοι μα δεν έχω άλλα δάχτυλα πως θα τους μετρήσω;
Τώρα τους μετράω και τους έχω με καλλιγραφικά γράμματα στης ψυχής μου τα τεφτέρια. Τους είχα πει πολλά σας αγαπώ.
Θα έπρεπε να λέω περισσότερα.
Η πιο πολύ αγάπη δεν βλάφτει. Τζάμπα είναι ο λόγος της αγάπης, τζάμπα είναι οι αγκαλιές, μην τα τσιγκουνεύεστε. Ας ανοίξουμε την καρδιά μας, μην αφήνουμε τον χρόνο να χαθεί….
Μια φορά κι έναν καιρό…. Πόσο γλυκόλαλα χτυπούσε η καμπάνα τα βράδια, πόσο όμορφα ήταν όλα γύρω μας. Θεέ μου πως χάσαμε τον επίγειο παράδεισο και γιατί;
Οι μέρες περνούν γρήγορα. Ας χαρούμε τα πιο ακριβά δώρα που δεν αγοράζονται, χαρίζονται και προσφέρουν χαρά .,αγάπη..ευτυχία
H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation