Πριν από λίγες ημέρες, ο αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα, ενώ έχει τεράστια εσωτερικά προβλήματα, ισχυρίστηκε ότι συζητά μέχρι και θέμα συνόρων με την Ελλάδα, το οποίο μάλιστα εντάσσει σε ευρύτερες συνοριακές αλλαγές στα Δυτικά Βαλκάνια. Ίσως για να ξεφύγει από αυτά τα δικά του προβλήματα…
Πρόσφατα, επίσης, ο βορειοηπειρώτης Κωνσταντίνος Κατσίφας πλήρωσε με τη ζωή του στους Βουλιαράτες τη χρήση των εθνικών μας συμβόλων, χρήση που υποτίθεται είναι κατοχυρωμένη στις μειονοτικές περιοχές. Η εκτέλεση Κατσίφα, στο πλαίσιο μιας κρατικής πολιτικής προώθησης της ιδέας της «Μεγάλης Αλβανίας», έχει σαν θύμα την προοπτική της ίδιας της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας, τα δικαιώματα της οποίας περιορίζονται συστηματικά τα τελευταία χρόνια.
Αλβανικός αλυτρωτισμός
Αυτή η ιδέα της «Μεγάλης Αλβανίας», που κατά τους αλβανούς εθνικιστές φτάνει μέχρι σχεδόν την Άρτα, γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη στη γειτονική χώρα. Αν οι αλυτρωτικές φωνές στην Αλβανία, ήταν προϊόντα μιας περιθωριακής ομάδας, ή υφίσταντο μόνο ως επικοινωνιακό παιχνίδι για εσωτερική αλβανική κατανάλωση, τότε τα πράγματα δεν θα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά. Δεν συμβαίνει όμως αυτό.
Οι αλυτρωτικές απόψεις αποτελούν επίσημη κυβερνητική πολιτική και δεσπόζουσα ιδεολογία στους πνευματικούς θεσμούς της χώρας, στα Πανεπιστήμια, σε μεγάλο μέρος της διανόησης και στα μέσα ενημέρωσης. Ο αλβανικός αλυτρωτισμός άλλωστε, εκτός από την Τσαμουριά, έχει δημιουργήσει ζητήματα και σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων, όπως το Κόσοβο και τα Σκόπια.
Από το 1994 η αλβανική Βουλή, επιχειρώντας να παραλληλίσει το ζήτημα των Τσάμηδων με το ολοκαύτωμα των Εβραίων, καθιέρωσε την 27η Ιουνίου (1944), ως «ημέρα «γενοκτονίας των Τσάμηδων», ενώ το αλβανικό Υπουργείο Πολιτισμού χρηματοδότησε το 2012 την κατασκευή μνημείου για τη «θηριωδία των Ελλήνων», κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μνημείο στο οποίο γίνονται κάθε χρόνο οι γνωστές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας από την Τσάμικη κοινότητα.
Από την άλλη μεριά, το ζήτημα έχει ξεφύγει από το εσωτερικό της Αλβανίας και τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα και έχει μεταφερθεί, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Είναι γνωστό ότι οι οργανώσεις των Τσάμηδων, με χρηματοδότηση από το εξωτερικό, προσέφυγαν το 2016 στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας.
Ο στόχος ήταν πολιτικός
Είναι γνωστό ότι οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες υπήρξαν συνεργάτες του φασισμού! Ορισμένοι, όμως, στη χώρας μας, ισχυρίζονται ότι οι Τσάμηδες αναγκάστηκαν να συμμαχήσουν με τις φασιστικές δυνάμεις Κατοχής από ανάγκη, εξαιτίας των επιθέσεων που εξαπέλυσε εναντίον τους ο ΕΔΕΣ .
Ούτε το 1941, ούτε το 1942, αλλά ούτε μέχρι τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1943 με την καταστροφή του Φαναρίου και τις εκτελέσεις στην Παραμυθιά, κινδύνευσαν οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες από τις ομάδες του Ναπολέοντα Ζέρβα, διότι απλά αυτές, είτε δεν υπήρχαν, είτε ήταν τόσο ολιγάριθμες που δεν συνιστούσαν πραγματική απειλή.
Η βία που ασκήθηκε εναντίον του ελληνικού πληθυσμού, από τα όργανα της αλβανικής διοίκησης στη Θεσπρωτία κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εμπεριείχε ασφαλώς εθνοτική, πολιτισμική και θρησκευτική διάσταση. Όμως δεν εκδηλώθηκε εξ αιτίας αυτών των διαφορών. Δεν ήταν μόνο εθνοτική βία. Ο πυρήνας της ήταν αλλού. Ο κεντρικός της πυρήνας ήταν πολιτικός και αφορούσε το σχέδιο προσάρτησης της περιοχής στη «Μεγάλη Αλβανία».
Η Αλβανία χρειαζόταν τη μειονότητα στη Θεσπρωτία, όχι μόνον ως αντίβαρο για τους Βορειοηπειρώτες, αλλά και για να παίξει τα δικά της πολιτικά παιχνίδια στην περιοχή. Η βία εκδηλώθηκε για να αφανιστεί ή να απομακρυνθεί ο χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής, ώστε να διευκολυνθεί η απόσπασή της από την Ελλάδα και η μελλοντική ενσωμάτωσή της στην Αλβανία. Αυτή είναι η πραγματικότητα!
Ας αφήσουμε όμως το παρελθόν και ας έλθουμε στο παρόν.
Οι αλβανικές διεκδικήσεις για το «Τσάμικο ζήτημα»
Δεν μιλάω για δημοσιεύματα ή για γραφικές απόψεις των οργανώσεων των Τσάμηδων. Μιλάω για απόψεις και θέσεις, όπως αυτές διατυπώνονται με τον πιο επίσημο τρόπο από την αλβανική πολιτική ηγεσία.
Ο αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα έχει θέσει ευθέως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Τσάμηδων και αναγνώρισης της γενοκτονίας τους από τους Έλληνες (δικαίωμα στη μνήμη, δηλαδή), όπως και τη δυνατότητας ελεύθερης διακίνησης και δικαστικής διεκδίκησης περιουσιών για τους απόγονους της τσάμικης κοινότητας (δικαίωμα στην περιουσία). Παράλληλα, έχει θεωρήσει ως «παραλογισμό τη διατήρηση του εμπολέμου Ελλάδος- Αλβανίας και ως ζωντανό φάντασμα, με συνέπειες και αφόρητα εμπόδια στους πολίτες».
Ο προηγούμενος Αλβανός υπουργός Εξωτερικών Ντιτμίρ Μπουσάτι, ο προσωπικός φίλος του κ. Κοτζιά, έθεσε και μια άλλη διάσταση. Ισχυρίσθηκε ότι «η συνεργασία εκπροσώπων της τσάμικης κοινότητας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τους ναζί, αποτελεί ατομική τους ευθύνη και όχι συλλογική και δεν μπορεί να ποινικοποιείται συνολικά η στάση μιας έντιμης κοινότητας». Ανέφερε επίσης ότι «η αλβανική κυβέρνηση έχει ερευνήσει πρακτικές, όπως των Σουντέτεν, για τους τρόπους με τους οποίους άλλες χώρες έχουν αναδείξει παρόμοια θέματα». Αυτές είναι οι επίσημες αλβανικές διεκδικήσεις.
Απαντήσεις με βάση τα πραγματικά γεγονότα και το διεθνές δίκαιο
Θα προσπαθήσω να δώσω σύντομες απαντήσεις, σε επτά επιμέρους θέματα:
1ον) Ο ισχυρισμός ότι με τις δυνάμεις Κατοχής, συνεργάστηκαν μόνο ορισμένοι εκπρόσωποι της τσάμικης κοινότητας και επομένως η συνεργασία αυτή αποτελεί θέμα «ατομικής ευθύνης», είναι ιστορικά λανθασμένος.
Στη διάρκεια της Κατοχής, με τη συνεργασία των Ιταλών αρχικά και των Γερμανών στη συνέχεια, οι Τσάμηδες εξουδετέρωσαν την τοπική ελληνική διοίκηση και διέπραξαν τρομακτικά εγκλήματα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, υπονομεύοντας κάθε προοπτική μελλοντικής συνύπαρξης με τους χριστιανούς Έλληνες. Με διάταγμα της φασιστικής Ιταλίας, οι αδελφοί Νουρή και Μαζάρ Ντίνο από την Παραμυθιά, διορίστηκαν, ο πρώτος ύπατος αρμοστής της Θεσπρωτίας και ο δεύτερος συνταγματάρχης της «Μιλίτσια», της τσάμικης δηλαδή πολιτοφυλακής, ενώ αργότερα, δημιούργησαν ένα είδος τοπικής κυβέρνησης, την οργάνωση «Εθνική Αλβανική Επιτροπή», γνωστή ως «Ξίλια».
Οι Τσάμηδες έλαβαν μέρος με την πλευρά των Γερμανών σε μια σειρά μάχες στη Θεσπρωτία εναντίον των ανταρτικών δυνάμεων του ΕΔΕΣ , ενώ από την Έκθεση του μοίραρχου Ευστράτιου Ζάκκα το 1948, τεκμηριώθηκαν 632 δολοφονίες Ελλήνων, 428 απαγωγές και εξαφανίσεις προσώπων, 31 ομηρίες, 209 βιασμοί γυναικών, 2.332 πυρπολήσεις κατοικιών, 53 λεηλασίες χωριών και εκατοντάδες κλοπές κοπαδιών ζώων. Πλήρης καταγραφή , βέβαια, δεν έχει ακόμη υπάρξει. Υπάρχουν μόνο οι καταγραφές κοντά στα γεγονότα, την περίοδο δηλαδή που τα στόματα ήταν κλειστά από το φόβο και ο Εμφύλιος πόλεμος σε εξέλιξη!
Όλα αυτά, δεν έγιναν από μεμονωμένα άτομα, αλλά με τη συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού της Τσάμικης κοινότητας και το ζήτημα δεν είναι ζήτημα ατομικής ευθύνης! Ανθελληνική δράση των Μουσουλμάνων Τσάμηδων, υπάρχει άλλωστε και πριν το 1940, πριν δηλαδή την ιταλική εισβολή!
2ον) Κανένα δικαίωμα, ούτε στη μνήμη (ανέγερση μνημείων κλπ), ούτε στη διεκδίκηση των περιουσιών, δεν έχει δοθεί στους Γερμανούς της Τσεχίας (στους Σουντέτεν ή Σουδήτες), που υπήρξαν συνεργάτες των ναζί. Το παράδειγμα αυτό της αλβανικής προπαγάνδας είναι σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Τα περίφημα «διατάγματα Μπένες», του τότε αστού Τσέχου προέδρου, με τα οποία εκδιώχθηκαν δυόμιση εκατομμύρια Σουδήτες από την Τσεχία και αφαιρέθηκαν η ιθαγένεια και οι περιουσίες τους, ισχύουν μέχρι σήμερα, παρά τις προσπάθειες της Γερμανίας να καταργηθούν κατά την ένταξη της Τσεχίας στην ΕΕ. Δυόμιση εκατομμύρια Σουδήτες εκδιώχθηκαν, όταν οι Τσάμηδες ήταν μόνο 16.000 και οι Έλληνες 45.000, σύμφωνα με την απογραφή του 1940!
Και ας μη ξεχνάμε, επίσης, ότι τα ελληνικά Δικαστήρια Δωσιλόγων (Ιωαννίνων και Κέρκυρας) εξέδωσαν περίπου 1.700 αποφάσεις και καταδίκασαν 1.930 Τσάμηδες, την περίοδο από το 1945 μέχρι το 1949, ως εγκληματίες πολέμου και συνεργάτες των κατακτητών.
3ον) Ο Ναπολέων Ζέρβας, ηγέτης της αντιστασιακής οργάνωσης του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο, είναι πράγματι ο άνθρωπος που διέλυσε την αλβανική διοίκηση στη Θεσπρωτία και στα τρία επίπεδα: το πολιτικό, το αστυνομικό και το στρατιωτικό.
Ο Ναπολέων Ζέρβας, όμως, προχώρησε στην εκκαθάριση της Θεσπρωτίας από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της αλβανικής διοίκησης (επίστρατους, Τζανταρμερία και ομάδες κρούσης), όχι με ατομική του πρωτοβουλία, αλλά σε συναντίληψη με τον συμμαχικό παράγοντα. Το καλοκαίρι του 1944 ο ΕΔΕΣ δεν εκπροσωπούσε το ελληνικό κράτος, δεν έπαιρνε εντολές από τον κατοχικό Έλληνα πρωθυπουργό. Εκπροσωπούσε τις συμμαχικές δυνάμεις και αποτελούσε παράγοντα της ελληνικής αντιφασιστικής αντίστασης.
4ον) Είναι γεγονός ότι η εκκαθάριση της Θεσπρωτίας από τους ένοπλους θυλάκους της αλβανικής διοίκησης δεν υπήρξε παντού αναίμακτη. Εκτός από τους Τσάμηδες που έχασαν τη ζωή τους συμμετέχοντες σε ένοπλες συγκρούσεις με τα ελληνικά αντιστασιακά τμήματα, έχασαν επίσης τη ζωή τους και Μουσουλμάνοι πολίτες. Στις περιπτώσεις όμως αυτές, μιλούμε κατά κύριο λόγο για μεμονωμένες αντεκδικήσεις εκ μέρους συγγενών των θυμάτων από το χριστιανικό πληθυσμό.
Αυτές οι μορφές «δικαιοσύνης», δεν παρατηρήθηκαν μόνο στη Θεσπρωτία. Όταν έφυγαν φιλικές στον εθνικοσοσιαλισμό μειονότητες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, παρατηρήθηκαν και αλλού. Συγκριτικά με τα θύματα παρόμοιων αντεκδικήσεων, όπως στην περίπτωση των Σουδητών της Τσεχίας, η εκκαθάριση της Θεσπρωτίας από τους ένοπλους Μουσουλμάνους Τσάμηδες και η εκκένωση της περιοχής από τους αμάχους, δεν υπήρξε ιδιαίτερα αιματηρή και σε καμία περίπτωση δε συνιστά «γενοκτονία», όπως επιχειρεί να αναγνωριστεί η Αλβανία.
5ον) Από τους Τσάμηδες αφαιρέθηκε και η ελληνική ιθαγένεια, είτε μεμονωμένα για εθνική προδοσία, με τις αποφάσεις Δικαστηρίων που προανέφερα ή με διοικητικές πράξεις, επικουρικές στις αποφάσεις αυτές, είτε συλλογικά, με τη γνωστή απόφαση του 1947 του Υπουργείου Στρατιωτικών. Κατά τον ίδιο τρόπο δημεύθηκαν οι περιουσίες τους και με μια σειρά νομοθετικά διατάγματα, μοιράστηκαν στους ακτήμονες Έλληνες της περιοχής.
Με βάση την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή νομολογία, η διεκδίκηση από τους Τσάμηδες αυτών των δημευθέντων περιουσιών δεν μπορεί να σταθεί νομικά. Η ευρωπαϊκή προστασία περιουσιακών δικαιωμάτων δεν εκτείνεται σε γεγονότα προ του 1950. Επομένως δεν μπορεί να τίθεται θέμα διεκδίκησης περιουσιών!
6ον) Εκτός από το «ελληνικό», υπάρχει και το «αλβανικό εμπόλεμο». Τον Ιούλιο του 1992, η κυβέρνηση Μπερίσα ακύρωσε όλες τις αποφάσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος και επανέφερε σε ισχύ εκείνες των κυβερνήσεων του βασιλιά Ζώγου. Έτσι, έχουμε το λεγόμενο «αλβανικό εμπόλεμο», που θέσπισε η αλβανική βουλή το 1939, το οποίο δεν καταργήθηκε με νόμο από τις μέχρι σήμερα αλβανικές κυβερνήσεις.
Ενώ λοιπόν η Ελλάδα, έχει άρει πρακτικά και ουσιαστικά το εμπόλεμο με τη γνωστή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου του 1987 (επί Ανδρέα Παπανδρέου και Κάρολου Παπούλια υπουργού Εξωτερικών), η αλβανική πλευρά δεν αρκείται στην απόφαση αυτή του υπουργικού συμβουλίου του 1987 αλλά επιμένει ότι πρέπει να υπάρξει κύρωση μέσω του ελληνικού Κοινοβουλίου. Η υποκρισία τους είναι, ότι ενώ ζητούν από την Ελλάδα την τυπική ολοκλήρωση της διαδικασίας, οι ίδιοι με τη σειρά τους δεν έχουν προωθήσει τη νομοθετική ρύθμιση ακύρωσης της απόφασης του «αλβανικού εμπολέμου» του 1939.
7ον) Το εμπόλεμο και η άρση του, δεν σχετίζονται με τις περιουσιακές διεκδικήσεις της Τσάμικης κοινότητας αλλά με τις περιουσίες Αλβανών υπηκόων που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στο ελληνικό έδαφος και χαρακτηρίστηκαν ως «εχθρικές» με τον Α.Ν. 2636/1940. Οι Τσάμηδες, τότε, δεν είχαν αλβανική αλλά ελληνική υπηκοότητα. Αυτές οι «εχθρικές περιουσίες» τέθηκαν σε καθεστώς μεσεγγύησης έως το τέλος του εμπολέμου ( είναι περίπου 200 στον αριθμό) και το ελληνικό κράτος έκτοτε τις διαχειρίζεται μέσω της ενοικίασης σε ιδιώτες.
Σ’ ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον ειρήνης και συνεργασίας, η εμπόλεμη κατάσταση θα πρέπει προφανώς να καταργηθεί, πρωτίστως βέβαια από την Αλβανία, που κήρυξε πρώτη το εμπόλεμο προς την Ελλάδα.
Στην περίπτωση όμως αυτή, δεν μπορεί οι διεθνείς συνθήκες να ισχύουν για τις αλβανικές περιουσίες που τελούν υπό μεσεγγύηση και από την άλλη πλευρά οι διεθνείς συνθήκες, να μην γίνονται σεβαστές από τους Αλβανούς σε σχέση με τα περιουσιακά δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας, εντός του αλβανικού κράτους, (βλέπε Χιμάρα και άλλες περιοχές).
Άγνοια και εθνική φοβία
Η Αλβανία τα τελευταία χρόνια, ξαναγράφει μεθοδικά την ιστορία της. Έχει ξεκινήσει να αποκαθιστά την ηγεσία των Τσάμηδων, που ενώ ήταν συνεργάτες του φασισμού, τους εμφανίζει τώρα σαν αντιφασίστες. Η τρομοκρατία κατά του χριστιανικού πληθυσμού, αποσιωπάται και η φυγή τους από τη Θεσπρωτία το φθινόπωρο του 1944, όταν ο πόλεμος βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη, παρουσιάζεται από την επίσημη Αλβανία, είτε ως εθνοκάθαρση, είτε ως γενοκτονία.
Ποιο είναι όμως το δικό μας γνωστικό υπόβαθρο, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αυτές τις εκδοχές και τις διεκδικήσεις της αλβανικής πλευράς; Οι νέοι μας δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτα. Οι κυρίαρχες εγχώριες απόψεις για το «Τσάμικο», ιδιαίτερα στον ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό χώρο, δε διαφέρουν και πολύ από τις αντίστοιχες της επίσημης Αλβανίας.
Και ο βασικός λόγος για αυτή την ομοιότητα, δεν είναι ότι υπάρχουν ανάμεσά μας πράκτορες της Αλβανίας. Ο βασικός λόγος είναι ότι κάποιοι βρίσκονται ακόμη αγκυλωμένοι ιδεολογικά στην περίοδο του Εμφυλίου, και μάλιστα στο αφήγημα των ηττημένων του ελληνικού εμφυλίου, αφήγημα που συσκοτίζει ή ανατρέπει την ιστορική πραγματικότητα. Και αυτό, δημιουργεί μία «εθνική φοβία» θα έλεγα απέναντι στο θέμα. Εθνική φοβία, που κάνει τα αυτονόητα να μην είναι αυτονόητα…
Η ειρηνική σχέση και συνεργασία με την Αλβανία είναι μονόδρομος – αυτό τουλάχιστον διδάσκει η πρόσφατη ιστορία. Όμως η πιο στέρεα βάση για μια γνήσια ελληνοαλβανική φιλία είναι η παραδοχή της αλήθειας. Ασφαλώς, μια λύση- πακέτο των ζητημάτων που έχουμε με την Αλβανία θα ήταν καλοδεχούμενη, για να αποδείξουμε ότι είμαστε παράγοντες περιφερειακής σταθερότητας και να συσσωρεύσουμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο. Δεν πρέπει όμως να προβούμε σε υποχωρήσεις που θα προκαλέσουν «μη αναστρέψιμες βλάβες», όπως έγινε με τη συμφωνία των Πρεσπών. Δεν πρέπει να υπάρξει συμψηφισμός, όπως επιχειρήθηκε να γίνει από τον προηγούμενο Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών κ. Κοτζιά, μεταξύ Βορείου Ηπείρου και του αλβανικού αλυτρωτισμού περί «Τσαμουριάς».
Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην υπουργός και Βουλευτής Θεσπρωτίας της Ν.Δ
Join the Conversation