Είναι η μαρτυρία του Χουρεμ Σουλιτς, μουσουλμάνου της Βοσνίας, ενός εκ των ελάχιστων που σώθηκαν ως εκ θαύματος από τα εκτελεστικά αποσπάσματα των Σέρβων, στην Σρεμπρένιτσα, όπως καταχωρείται στο βιβλίο «H κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και οι ελληνικές φαντασιώσεις», του δημοσιογράφου Σταύρου Τζίμα.
Αναφέρονται μεταξύ άλλων για την Σρεμπρένιτσα στο βιβλίο:
«….Μεταξύ των τυχερών που επέζησαν της σφαγής ήταν οι Χουρεμ Σουλίτς Μεβλουντιν Οριτς και ο Σμαίλ Χότζιτς, οι οποίοι θα καταθέσουν τρομερά πράγματα.
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους οι εγκλωβισμένοι της Σρεμπρένιτσα καθώς έβλεπαν οτι η πόλη θα “έπεφτε”, είχαν δυο επιλογές: να προσπαθήσουν να δραπετεύσουν ή να εναποθέσουν τις ελπίδες για την προστασία τους στο τάγμα των Ολλανδών.
Ο Σούλιτς, χτίστης στο επάγγελμα, καθότι κουτσός έκρινε πως δεν θα μπορούσε εύκολα να απομακρυνθεί και έτσι κατέφυγε μαζί με χιλιάδες άλλα γυναικόπαιδα στην βάση του ΟΗΕ που φρουρούσαν οι Ολλανδοί.
Οι Σέρβοι όμως κατέλαβαν την βάση και ενώ οι Ολλανδοί κυανόκρανοι έβλεπαν την κατάσταση ανήμποροι να αντιδράσουν, ξεχώρισαν εκατοντάδες άντρες και τους έκλεισαν σε μια παρακείμενη αποθήκη.
Ανάμεσά τους και ο Σούλιτς σύμφωνα με την μαρτυρία του οποίου οι στρατιώτες του Μλάντιτς πήραν την πρώτη μέρα γύρω στα εκατό άτομα, υποτίθεται για ανάκριση.
”Μια μέρα που ήμουν στην τουαλέτα είδα έναν από τους αιχμαλώτους να πέφτει θύμα ανελέητου ξυλοδαρμού. Σέρβοι στρατιώτες τον χτυπούσαν με σιδερένιο λοστό, το πρόσωπό του ήταν πλημμυρισμένο στο αίμα”.
Την επομένη, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των τριών, επισκέφθηκε την αποθήκη ο Μλαντιτς και είπε στους κρατούμενους οτι θα γίνει ανταλλαγή αιχμαλώτων, αλλά αντί να τους οδηγήσουν στην πρώτη γραμμή των εχθροπραξιών και να τους ανταλλάξουν τους πήγαν σ ένα αθλητικό κέντρο στο Κρίζεβτσι, περίπου είκοσι δυο χιλιόμετρα από την Σρεμπρένιτσα.
Εκεί, είπε ο Σούλιτς, κατά την διάρκεια της νύχτας τα λεωφορεία με τους αιχμαλώτους έφταναν το ένα μετά το άλλο και σ ένα από αυτά επέβαινε και ο 25χρονος Οριτς, μουσουλμάνος στρατιώτης που είχε πιαστεί ενώ επιχειρούσε να διαφύγει στο δάσος.
“Οι Σέρβοι μερικές φορές οδηγούσαν οχήματα των Ηνωμένων Εθνών και φορούσαν την χαρακτηριστική στολή των κυανοκράνων την οποία είχαν φροντίσει να υφαρπάξουν για να μας μπερδεύουν”, ανέφερε ο Οριτς.
Στις 14 Ιουλίου, τρεις μέρες μετά την πτώση της Σρεμπρένιτσα, ο Μλάντιτς εμφανίστηκε και πάλι στον χώρο κράτησης αιχμαλώτων και όπως θυμάται ο Σουλιτς τους χαιρέτισε λέγοντας “γεια σας γείτονες”.
“Αρχίσαμε να του φωνάζουμε: γιατί μας πνίγεις εδώ, σκότωσέ μας καλύτερα”.
Μετά την τριήμερη κράτηση άρχισαν να τους στοιβάζουν σε ημιφορτηγά, ανά δέκα-δεκαπέντε άτομα.
“Πίστεψα ότι το δράμα μου τελείωνε καθώς θα ήμουν από τους πρώτους που νόμιζα ότι θα αντάλλασαν.
“Ανεβήκαμε σιγά- σιγά μια μικρή απόσταση πάνω σ έναν λόφο απ όπου ακουγόταν όλο και πιο δυνατός ο ήχος κάποιων μηχανών. Το φορτηγό έστριψε κάποια στιγμή και εκεί αντικρίσαμε ένα θέαμα που μας πάγωσε: μια έκταση γεμάτη με πτώματα. Μας διέταξαν να κατέβουμε από το φορτηγό και να στοιχηθούμε με τις πλάτες προς τους στρατιώτες και τα πρόσωπα προς τα πτώματα. Υπήρχαν δυο εκτελεστικά αποσπάσματα με πέντε στρατιώτες το καθένα και αυτόματα όπλα. Εγώ ήμουν στην πρώτη σειρά αιχμαλώτων, και μεταξύ των στρατιωτών του αποσπάσματος και των πτωμάτων παρεμβάλλονταν και άλλες δυο. Άκουγα το κροτάλισμα από τα πολυβόλα. Έπεσαν πάνω μου κάποιοι άλλοι αιχμάλωτοι που χτυπήθηκαν και εγώ έπεσα μπρούμητα. Δεν είχα χτυπηθεί όμως”.
Οι τρεις επιζήσαντες ανέφεραν ότι στα διαλείμματα μεταξύ των πυροβολισμών περνούσε ένας Σέρβος και αποτελείωνε με μια πιστολιά στο κεφάλι όσους κουνιούνταν.
“Σε κάποια στιγμή άκουσα έναν γέρο άντρα να ικετεύει λέγοντας : Σας παρακαλώ μην μας το κάνετε αυτό σ εμάς και τα παιδιά, δεν σας έχουμε κάνει τίποτα. Τον αποτελέιωσαν εν ψυχρώ”.
Ο Σουλιτς αφηγήθηκε πως τα φορτηγά πηγαινοέρχονταν φέρνοντας αιχμαλώτους τους οποίους εκτελούσαν και όταν έπεσε η νύχτα οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν υπό το φως προβολέων φορτηγών αυτοκινήτων.
“Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν άκουσα, ενώ ήμουν “σκεπασμένος” από άλλα πτώματα, μια φωνή να λέει οτι οι νεκροί πρέπει να ταφούν τη νύχτα”, κατέθεσε ο Οριτς.”Ωστόσο οι φρουροί αρνήθηκαν να περάσουν εκεί τη νύχτα και τελικά οι Σέρβοι έφυγαν όλοι”.
Λίγη ώρα μετά την αποχώρηση των φρουρών ο Σούλιτς κατάφερε να σηκωθεί αφού απώθησε από πάνω του τα πτώματα. Κοίταξε γύρω του τον αιματωβαμένο τόπο με τους νεκρούς κάτω απο “μια κουβέρτα αστεριών” που φεγγοβολούσαν απο τον ουρανό, όπως περιέγραψε τις φρικτές στιγμές στην κατάθεσή του.
“Προσπάθησα να φωνάξω “είναι κανείς ζωντανός, αν είναι ας σηκωθεί και ας φύγουμε” αλλά η φωνή μου έβγαινε ψιθυριστή. Ήταν τόσο αδύναμη που δεν την άκουγε ούτε ο πεσμένος δίπλα μου Οριτς που ήταν και αυτός ζωντανός”.
Ο Οριτς περιγράφει την εικόνα ως εξής: “Το μόνο που έβλεπα ήταν νεκροί άνθρωποι δίπλα μου, παντού, ό ένας πάνω στον άλλο. Φοβήθηκα και άρχισα να κλαίω. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Αυτός ο άνδρας (ο Σουλιτς) ήρθε σ έμενα και με ρώτησε αν είχα τραυματιστεί”.
Περνώντας πάνω από τα πτώματα οι δυο άντρες προχώρησαν προς το δασός. Το πρωί έφτασαν στο καμένο χωριό τους. Σταμάτησαν να μαζέψουν μήλα για να φάνε και εκεί βρήκαν τον Χότζιτς που ήταν ο τρίτος επιζών.
Οι τρεις τους σκαρφάλωσαν στον λόφο και προσπάθησαν να προσανατολιστούν κινούμενοι προς περιοχές που ήλεγχαν οι κυβερνητικές δυνάμεις. Αφού περιπλανήθηκαν επί τρεις ημέρες διασχίζοντας ναρκοπέδια βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή και συνάντησαν Βόσνιους μουσουλμάνους στρατιώτες».
Το βιβλίο περιέχει μαρτυρίες απλών ανθρώπων για τους στην Βοσνία, το Κόσσοβο, και την ΠΓΔΜ, όπως τις κατέγραψε ο συγγραφέας στα είκοσι πέντε χρόνια που καλύπτει βαλκανικά ρεπορτάζ, αλλά και ηγετών όλων των πλευρών που πρωταγωνίστησαν στην γιουγκοσλαβική κρίση. Γκλιγκορωφ, Μεσιτς, Κουτσαν, Γιοβιτς, Σολάνα, Τομπουρκόφσκι, Τζιντζιτς, Κοστουνιτσα, Ρουγκοβα, ακομα και ο Κωνσταντίνος Μητσοτακης, μιλουν για τα αιματηρα γεγονότα και απαντούν στο ερώτημα «διαλύθηκε ή κατέρρευσε η Γιουγκοσλαβία και για ποιο λόγο;».
Πλήθος παρασκηνίων που καταχωρούνται στις σελίδες του βιβλίου φωτίζουν άγνωστε πτυχές της εμφύλιας σύρραξης, που απείλησε να εμπλέξει και την Ελλάδα.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτακης αφού «στολίζει» κανονικά τον Σαμαρά για του λάθος χειρισμούς στην σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου του 1991, όταν ως αντάλλαγμα της αναγνώρισης της Κροατίας η Αθήνα θα μπορούσε να έχει πάρει το όνομα της νεόκοπης «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», μιλάει για τις πιέσεις που δεχόταν από τους δυτικούς.
«… Ο φίλος μου ο Τζουλιο Αντρεότι, πρωθυπουργός τότε της Ιταλίας, είχε λυσσάξει υποστηρίζοντας την Κροατία να γίνει ανεξάρτητη. Με έπαιρνε συνέχεια στο τηλέφωνο. Τον ρώτησα τότε « Τζουλιο μα τι σ έχει πιάσει και λυσσάς να αναγνωριστεί η Κροατία;» και μου λέει: «Ο Πάπας δεν μ αφήνει ήσυχο. Μου τηλεφωνεί δυο φορές την ημέρα και μου ζητάει να αναγνωρίσω την Κροατία».
Λέει πολλά άλλα άγνωστα πράγματα, ο Μητσοτάκης, για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τα συλλαλητήρια για το θέμα των Σκοπίων, ότι του ζητούσε να παρέμβει να σταματήσουν, για τον φίλο του τον Μιλόσεβιτς, για τις βαριές κουβέντες που αντάλλαξαν με τον στρατηγό Μλαντιτς σε ξενοδοχείο της Βοσνίας όταν είχε πάει εκεί να μεσολαβήσει στους Σερβοβοσνιους να δεχτούν ειρηνευτικό σχέδιο, κ.α.
Περιγράφεται ο ρόλος του Αλεξ Ροντου στον πόλεμο του Κοσσόβου και την ανατροπή του Μιλόσεβιτς και το σχέδιο φυγάδευσης, με εμπλοκή του Ροντου, του τότε προέδρου της Σερβίας Μιλαν Μιλουτίνοβιτς στη Δύση ώστε να καταγγείλει παραμονές των εκλογών των Μιλόσεβιτς, κ.α.
* Το βιβλίο «Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και οι ελληνικές φαντασιώσεις», του δημοσιογράφου Σταύρου Τζίμα παρουσιάζεται το Σάββατο 7 Μαρτίου στις 12.00 το μεσημέρι στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20), από τους Αλέκο Παπαδόπουλο, πρώην υπουργό, Δημητρη Καραϊτίδη, πρέσβη επί τιμή, Αλέξη Παπαχελά διευθυντή της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη δημοσιογράφο συγγραφέα, Πετρο Παπασραντόπουλο, εκδότη και Τασο Τελλογλου, δημοσιογράφο
Join the Conversation