Στον Πανελλήνιο και Παγκύπριο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 2018, συμμετείχαν οι Αλέξανδρος Νίκας και η σύζυγος του Αποστολία Βουλτσίδου και για άλλη μια φορά βραβεύτηκαν ως εξης:
O Αλέξανδρος Νικας με το “Αμαλί” απέσπασε τον Α’ έπαινο και η Αποστολίας Βουλτσίδου με “Β’ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ” τιμήθηκε με ειδικό βραβείο διηγήματος.
Διαβάστε τα διηγήματα :
Ψευδώνυμο: Λυδία
Β’ Νεκροταφείο Αθηνών
Το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου, λίγο πριν τις έντεκα το πρωί πήγα στο 2ο Νεκροταφείο Αθηνών, που βρίσκεται κοντά στη Ριζούπολη και τον Περισσό. Στο εκκλησάκι του Αγίου Ισιδώρου θα γίνονταν η νεκρώσιμος ακολουθία του πατέρα ενός συναδέλφου. Μπήκα από την κεντρική είσοδο της οδού Τράλλεων και ακολούθησα τον πλακόστρωτο διάδρομο μέχρι το ναό. Φαίνεται πως στο χώρο θα πρέπει να είχαν ταφεί πολλοί άνθρωποι την περίοδο της κατοχής, για να ήταν αυτός ο μικρός πέτρινος ναός ένα από τα πρώτα έργα του Δημάρχου Αθηναίων Αριστείδη Σκληρού αμέσως μετά την οριστική φυγή των Γερμανών, αφού η ανέγερση του έγινε το 1945.
Είχα φτάσει πολύ πριν την καθορισμένη ώρα, οπότε αποφάσισα να επισκεφτώ το σημείο στο οποίο πριν τρία χρόνια είχε ταφεί ένας πολύ καλός μου φίλος, αν και γνώριζα πως πλέον τα οστά του βρίσκονταν στο οστεοφυλάκιο. Πήρα τον πιο φαρδύ τσιμεντένιο δρόμο, που ξεκινούσε από το Ναό και έφτανε μέχρι την άλλη άκρη, κοντά στη γέφυρα της Ριζούπολης. Δεξιά και αριστερά τα κυπαρίσσια φάνταζαν στα μάτια μου σαν πανύψηλα χριστουγεννιάτικα δέντρα, σε τέτοιο σημείο που πρόσεξα καλύτερα για να δω αν είχαν και λαμπιόνια. Συνειδητοποιώντας όμως που βρισκόμουν, έπαψα να τα σκέφτομαι και άρχισα να παρατηρώ τους τάφους που ήταν δεξιά κι αριστερά του κεντρικού δρόμου.
Σε ελάχιστα λεπτά έφτασα στον τάφο του φίλου που βρίσκονταν στο κεντρικότερο σημείο, αφού σ’ εκείνο το σημείο διασταυρώνονταν με τον άλλο μεγάλο κάθετο δρόμο που έφτανε μέχρι την μεγάλη πόρτα της λεωφόρου Ηρακλείου. Από αυτήν έμπαιναν στο χώρο οι νεκροφόρες. Στη μικρή διαδρομή το μάτι μου εστίασε αριστερά σ’ έναν οικογενειακό τάφο, αλλά συνέχισα και στάθηκα εκεί που ακόμη ήταν γραμμένο το όνομα του φίλου μου, αν και σ’ εκείνον τον τάφο υπήρχε πλέον άλλος άνθρωπος, αφού η μεγάλη μαρμάρινη πλάκα ήταν σφραγισμένη με φρέσκο γύψο. Συγκινημένος έκανα το σταυρό μου στη μνήμη του φίλου μου και κάθισα σ’ ένα παγκάκι που βρίσκονταν εκεί κοντά. Ακριβώς απέναντι ήταν ο οικογενειακός τάφος που είχα παρατηρήσει λίγο πριν. Είχε ύψος πάνω από δύο μέτρα, πλάτος κοντά στα δυο μέτρα και μια στενή αλουμινένια κατάλευκη πόρτα στη μέση, παραφωνία στο μαρμάρινο οικοδόμημα. Πάνω από την πόρτα, στο κεντρικότερο σημείο αυτού του μαρμάρινου κτίσματος, υπήρχε επιγραφή που ενημέρωνε πως ήταν ο οικογενειακός τάφος του Αναστάσιου Αναστασάρα. Αριστερά από την πόρτα πάνω σε μια μαρμάρινη στήλη ήταν η προτομή του ιδιοκτήτη και δεξιά η προτομή της Δήμητρας Α. Αναστασάρα. Ο σύζυγος είχε αποβιώσει το 1980, ενώ η σύζυγος μόλις πριν τρία χρόνια, τριάντα ένα χρόνια αργότερα. Αυτή η μεγάλη διαφορά στο θάνατο καθώς και το αρχικό γράμμα από το όνομα του συζύγου ανάμεσα στο όνομα και το επώνυμό της, μ’ έστειλαν με τη φαντασία μου περίπου εξήντα χρόνια πίσω και είδα τη ζωή της.
Η Δήμητρα δεν είχε πάει στο Γυμνάσιο αφού ο πατέρας της ήταν φτωχός. Έπρεπε να δουλέψει στα χωράφια για να βοηθήσει την οικογένειά της, όπως έκαναν άλλωστε τα περισσότερα κορίτσια της εποχής της. Μια μέρα πηγαίνοντας με ζεστό ψωμί, τυρί κι ελιές και πλησιάζοντας στο χωράφι άκουσε κραυγές πόνου. Προέρχονταν από τον μεγαλύτερο αδελφό της που θα πήγαινε σ’ ένα μήνα εθελοντής στρατιώτης, αφού μόλις είχε συμπληρώσει τα δεκαοχτώ του χρόνια και ήθελε να ξεμπερδεύει με αυτήν την υποχρέωση. Τον είχε δαγκώσει φίδι στο δεξί μπράτσο. Έφτασε τρέχοντας κοντά του τη στιγμή που ο πατέρας της άνοιγε με το μαχαίρι του το σημείο από το οποίο είχε μπει το δηλητήριο. Πίεσε να βγάλει το δηλητήριο, αλλά γνώριζε πως αυτό δεν είναι κόκκινο όπως εκείνο που έτρεχε από την πληγή, ενώ το χέρι του είχε αρχίσει να πρήζεται. Τον έβαλαν πάνω στο κάρο και τον πήγαν στο σπίτι.
Την επόμενη μέρα στο προαύλιο της εκκλησίας μετά τη λειτουργία της Κυριακής, το θέμα συζήτησης των χωρικών ήταν το χέρι του Πέτρου που είχε μελανιάσει και ο ψηλός πυρετός του. Τότε ένας άγνωστος μεσήλικας ζήτησε από τον πατέρα του νεαρού να πάνε μαζί στο σπίτι. Ήταν ο γιατρός Αναστάσιος Αναστασάρας που είχε επισκεφτεί το μικρό χωριό τους στον κάμπο της Θήβας, στα πλαίσια μιας εθιμοτυπικής επίσκεψης σ’ ένα γνωστό του. Αφού εξέτασε τον Πέτρο, του έκανε ένεση. Έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον για τον ασθενή και καθυστέρησε την επιστροφή του το ίδιο απόγευμα στην Αθήνα. Το άλλο Σαββατοκύριακο ο γιατρός επισκέφτηκε ξανά το μικρό χωριό και ο επίσημος λόγος ήταν το μελανιασμένο χέρι του νεαρού. Ο κύριος λόγος όμως ήταν η μικρή του αδελφή, η Δήμητρα. Είχε περάσει προ καιρού τα σαράντα και λίγο ο πόλεμος, λίγο η μετεμφυλιακή περίοδος, λίγο η επιστήμη του, δεν είχε παντρευτεί. Στο πρόσωπο της μικρής Δήμητρας βρήκε αυτό που ονειρεύονταν.
Εκείνη από την πρώτη στιγμή είχε καταλάβει πως αυτός ο γιατρός, με την πλακουτσωτή μύτη, τα μαύρα μάτια και τα ακόμη πιο μαύρα πλούσια μαλλιά που τα χτένιζε προς τα πάνω κι έβαζε κάποιο είδος ζελέ για να μένουν μόνιμα έτσι, την γλυκοκοίταζε και κοκκίνιζε από ντροπή. Όταν δε, τον ξαναείδε το επόμενο Σάββατο έξω από την πόρτα και κάτω από την κληματαριά να συζητά με τον πατέρα της, κατάλαβε πως δεν είχε έρθει μόνο για τον αδελφό της.
Ο πατέρας της επέμεινε να την παντρέψει, αφού ο Αναστασάρας όχι μόνο δεν ήθελε προίκα, αλλά θα βοηθούσε κιόλας το φτωχικό πατρικό. Παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις, τελικά υπέκυψε στην επιθυμία του σωτήρα του αδελφού της. Έτσι αυτό που ονειρεύονταν ο γιατρός δεν άργησε να το πραγματοποιήσει και μέσα σ’ ένα μήνα η μικρή Δήμητρα μπήκε ως οικοδέσποινα στο σπίτι του στα Άνω Πατήσια. Στο σπίτι παρέμεινε και η οικιακή βοηθός του γιατρού, η οποία είχε τα χρόνια της μητέρας της. Ο ελαφρώς καμπούρης Αναστάσιος της πρόσφερε οτιδήποτε πίστευε πως είχε ανάγκη, αλλά ό,τι της παρείχε ήταν μόνο υλικό. Ο ίδιος έλειπε πολλές ώρες και η Δήμητρα κατάλαβε πως ήταν σύζυγος μόνο όταν εκείνος ήθελε να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ανάγκες. Τον σέβονταν και ποτέ δεν βαρυγκώμησε, αφού η ανατροφή της δεν της επέτρεπε να ενεργήσει διαφορετικά. Ποτέ δεν παραδέχτηκε στον πατέρα της πως η επιλογή του να την παντρέψει με κάποιον μεγαλύτερο ακόμη και από τον ίδιο, ότι δεν ήταν σωστή.
Γρήγορα απέκτησε δυο παιδιά και ευτυχώς που είχε την οικιακή βοηθό που τη βοήθησε σαν να ήταν η μάνα της. Ο γιατρός ούτε που κατάλαβε για το πότε μεγάλωσαν τα δυο αγόρια του. Στην Ιατρική Σχολή κατά την ορκωμοσία του μεγάλου γιου, η οικογένεια έβγαλε αναμνηστική φωτογραφία. Σ’ εκείνη ο πατέρας φαίνονταν πολύ χαρούμενος και πράγματι ήταν αφού ο γιος του σύντομα θα συνέχιζε να παρακολουθεί τους ασθενείς του. Στην ίδια φωτογραφία, παρατήρησε πως όσα είχε προσέξει στη Δήμητρα πριν μια εικοσιπενταετία, συνέχιζαν να υπάρχουν πάνω της. Η μύτη της ήταν καλλίγραμμη, τα μαλλιά της καστανά και σγουρά που πάντα τα χώριζε στη μέση και τα γύριζε στα πλάγια προς τα πίσω, ενώ τα γαλάζια μάτια και το χαμόγελό της ομόρφαιναν ολόκληρη την έγχρωμη φωτογραφία.
Όταν πέθανε ο άντρας της, έγινε η κυρία του σπιτιού και στη μνήμη του έκτισε τον οικογενειακό τάφο. Έζησε τα επόμενα χρόνια μόνη με τις παιδικές της αναμνήσεις, αφού τα παιδιά της ζούσαν στα δικά τους σπίτια και επισκέπτονταν τακτικά το χωριό της. Από την υπερηφάνειά της δεν ομολόγησε ποτέ στον πατέρα, ούτε στον αδελφό της πως ο γιατρός τον πρώτο καιρό την περιέφερε ως λάφυρο σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις. Ούτε πως αυτό κράτησε μόνο για λίγα χρόνια, αφού είχε καταλάβει πως η ομορφιά της δεν περνούσε απαρατήρητη οπότε φοβόταν για την τιμή του. Μια τιμή όμως που η ίδια τίμησε με το παραπάνω, αφού έζησε τριάντα ένα χρόνια μετά το θάνατό του και έμεινε πιστή στη μνήμη του. Εκεί πήγε αμόλυντη από τις ερωτικές επιδρομές διάφορων συνομηλίκων της.
Όταν λοιπόν το 2011 τον επισκέφτηκε, ήταν για μόνιμη εγκατάσταση στον οικογενειακό τους τάφο. Είχε δώσει εντολή στα παιδιά της, η προτομή της να γίνει από την φωτογραφία που είχαν βγάλει στην ορκωμοσία του μεγάλου της γιου. Ζήτησε αυτήν, επειδή ήθελε ο κόσμος που θα περνάει από τον κεντρικό διάδρομο του 2ου Νεκροταφείου Αθηνών, να βλέπει πως οι δύο κάτοικοι αυτής της μικρής οικίας είχαν τεράστια διαφορά ηλικίας. Την ήθελε επίσης επειδή σ’ εκείνη τη φωτογραφία κοιτούσε ευθεία μπροστά και όχι προς τ’ αριστερά που βρίσκονταν ο άντρας της στην άλλη πλευρά της αλουμινένιας πόρτας. Ήθελε να δείξει με αυτόν τον τρόπο πως μπορεί μέσα να είναι ο ένας δίπλα στον άλλο, αλλά η πραγματικότητα ήταν άλλη. Ήταν η μεγάλη τους διαφορά και όχι μόνο στην ηλικία· ήταν εκείνη που χώριζε δυο κόσμους. Του κοσμοπολίτη συζύγου της και της ταπεινής καταγωγής της. Αδιάψευστος και καλύτερος μάρτυρας ο χρόνος που είχε αφήσει τα ίχνη του πάνω στις μαρμαρένιες προτομές. Η προτομή του άντρα της είχε γίνει ήδη σκούρα, ενώ της ίδιας ήταν ακόμη κατάλευκη!
Ψευδώνυμο: ΠΑΠ
Αμαλί
Και αυτό το Πάσχα πήγα στο χωριό μου, κάτι που επαναλαμβάνονταν ανελλιπώς κάθε χρόνο. Στην Εκκλησία καθόμουν στο ψαλτήρι, συνήθεια από τότε που ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο. Εκτός του ότι μου άρεσε να ψέλνω, το έκανα και για έναν άλλο λόγο. Από κείνη τη θέση μπορούσα να παρατηρώ όλους τους συγχωριανούς μου που ήταν μέσα στο ναό. Αρκετούς από αυτούς τους συναντούσα μόνο κάθε Πάσχα, αφού το μικρό χωριό μας ήταν πολύ μακριά από το πλησιέστερο αστικό κέντρο και ιδίως από την Αθήνα, μιας και βρίσκονταν σε ένα ορεινό μέρος της Ηπείρου, πολύ κοντά στα σύνορα με την Αλβανία.
Ο εκκλησιαστικός επίτροπος μόλις είχε κατεβάσει το γενικό διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος για να πει ο παπάς το «Δεύτε Λάβετε Φως», όταν από το λιγοστό φως που εξέπεμπαν τα αναμμένα κεριά στο μανουάλι την είδα να μπαίνει. Για άλλη μια φορά εντυπωσιάστηκα από το παρουσιαστικό της. Ψηλή, τόσο που όπου και να κάθονταν θα ξεχώριζε περίπου ένα κεφάλι από την ψηλότερη γυναίκα του χωριού, με τα φουντωτά κατάμαυρα σγουρά μαλλιά της και με ύφος αγέρωχο, τοποθετούσε με ευλάβεια ένα αναμμένο κερί δίπλα στην εικόνα της Αγίας Ειρήνης.
Χαμογέλασα από μέσα μου, αφού πάντα χαιρόμουν όταν την έβλεπα, παρ’ ότι είχα ταλαιπωρηθεί αρκετά στη ζωή μου από αυτήν. Γνώριζα βέβαια πως κατά βάθος εγώ ήμουν ο υπαίτιος και μέχρι ενός βαθμού της έδινα δίκιο. Μόλις είχε περάσει τα τριάντα της χρόνια κι εγώ έμπαινα στα εξήντα, αλλά μια υπόσχεση μου πριν από εικοσιπέντε χρόνια, όταν εκείνη ήταν ένα συνεσταλμένο κοριτσάκι μόλις έξι χρονών, έμελλε να γίνει μόνιμο και διαρκές πρόβλημα στη σχέση μας. Τα σπίτια μας στο χωριό ήταν γειτονικά και κάποιο Πάσχα που η Αμαλία έπαιζε με τον γιο μου που ήταν συνομήλικος της την πήρα αγκαλιά, ενώ τη στιγμή που της έλεγα διάφορα κομπλιμέντα μεταξύ άλλων της είχα πει: «Είσαι μια μικρή κουκλίτσα και όταν μεγαλώσεις εγώ εσένα θα σε παντρευτώ» και την φίλησα στο μάγουλο. Τα μελιά ματάκια της είχαν ανοίξει διάπλατα από την ευχάριστη έκπληξη κι από τη χαρά της έφυγε βολίδα για το σπίτι της όπου ενημέρωσε τους γονείς της. Όπως ήταν αναμενόμενο χαμογέλασαν, κάτι όμως που εκείνη το εξέλαβε πως ήταν από τη χαρά τους για το νέο. Τις επόμενες φορές που πήγαινα οικογενειακώς στο χωριό, έλεγε στο γιο μου πως κάποια μέρα θα γίνει μαμά του αφού εγώ θα την παντρευόμουν. Το μικρό της μυαλό δεν μπορούσε να καταλάβει πως αυτό που της είχα πει ήταν σχήμα λόγου για την ομορφιά της και για να της ενισχύσω την αυτοπεποίθηση, ενώ όταν ήταν περίπου δώδεκα χρονών και είχα χωρίσει με την πρώτη γυναίκα μου, πίστευε πως ο χωρισμός μας οφείλονταν σ’ εκείνη την υπόσχεση οπότε συνέχισε να ονειρεύεται. Η μεγάλη της απογοήτευση ήρθε τρία χρόνια αργότερα, ακριβώς πάνω στα πιο σημαντικά εφηβικά της χρόνια, όταν στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης παρακολούθησε, όπως και όλοι σχεδόν οι συγχωριανοί μας, το γάμο μου με τη δεύτερη γυναίκα. Το βράδυ στο γαμήλιο τραπέζι κι ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μου είχε ευχηθεί, κάποια στιγμή που κοντά μου ήταν μόνο ο γιος μου με πλησίασε με ψηλά το κεφάλι και αντί ευχών με μεγάλη αυτοπεποίθηση μου είπε: «Πίστευα πως ο χωρισμός σου είχε να κάνει με την υπόσχεση σου πως μια μέρα θα παντρευτείς εμένα αλλά βλέπω πως εσύ παντρεύτηκες άλλη. Παιδί έχεις και ελπίζω να μην κάνεις με αυτήν άλλο αφού εάν ξανακάνεις θα είναι μόνο με μένα» και γύρισε να φύγει πάλι με ψηλά το κεφάλι. Έκπληκτος μια κοιτούσα εκείνην που έφευγε και μια το γιο μου χωρίς να ανταλλάξω μαζί του ούτε λέξη. Εκείνη τη στιγμή λυπήθηκα για τη ζημιά που της είχα κάνει με αυτό που της είχα πει δέκα χρόνια νωρίτερα.
Τα χρόνια περνούσαν με ταχύτητα, η Αμαλία έκοψε τα τελευταίο φωνήεν από το όνομα της και έγινε Αμαλί και το κυριότερο δεν ακούστηκε ποτέ πως δημιούργησε σχέση με κάποιο αγόρι. Μάλιστα συχνά έλεγε πως αυτό οφείλεται στο ότι είναι λογοδοσμένη. Λίγο μετά την επιτυχία της στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο διαδόθηκε στο χωριό πως απέκτησε διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, αφού όταν το επισκέπτονταν δεν ήταν λίγες οι φορές που συνοδεύονταν και με άλλη φίλη. Για ένα μικρό διάστημα όταν σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη δεν με ενόχλησε, αλλά και αργότερα που έζησε εκεί διαπρέποντας ως ψυχολόγος, όμως κάθε φορά που συναντιόμασταν στο χωριό διέκρινα στο βλέμμα της ένα ασίγαστο και άσβεστο πάθος. Έτσι και με δεδομένο πως η σχέση και με τη δεύτερη γυναίκα μου δεν πήγαινε καλά, με είχα πιάσει να ομολογώ στον εαυτό μου πως εάν δεν υπήρχε αυτή η τεράστια διαφορά στην ηλικία μας, τριάντα χρόνια ακριβώς, τα άσπρα μαλλιά μου και οι πολλές ρυτίδες δίπλα στα γαλάζια μάτια μου, στο τέλος κάτι θα είχε δημιουργηθεί με αυτήν την καλλίγραμμη γυναίκα. Αυτό που μου είχε πει στο γάμο μου, ευχή και κατάρα ταυτόχρονα, είχε πιάσει κατά το ήμισυ αφού ο γιος μου δεν απέκτησε αδελφάκι από τη δεύτερη σύζυγο, αλλά ούτε φυσικά και από την ίδια.
Καθώς λοιπόν ήμουν στο ψαλτήρι, από το μυαλό μου έτρεξαν με κινηματογραφική ταχύτητα διάφορες σκέψεις, όπως ότι με αυτό το πανέμορφο μικρό κοριτσάκι που εν τω μεταξύ είχε γίνει μια δυναμική, αέρινη και ανεξάρτητη γυναίκα, θα ταιριάζαμε σε πολλά σημεία. Πίστευα ότι όπως εκείνη δεν ντρέπονταν για την προσωπική ζωή της κι όλοι γνώριζαν από την ίδια στο χωριό για την υπόσχεση μου σ’ αυτήν, έτσι κι εγώ δεν είχα διστάσει να πω ότι είχα προβεί σε δωρεά των οργάνων μου, μετά το θάνατο μου φυσικά, προσφορά στους συνανθρώπους μας που θα έχουν την ανάγκη τους, όπως και ότι είχα καταφύγει σε μια τράπεζα σπέρματος για να βοηθηθούν άτεκνα ζευγάρια μιας και με την ηλικία μου δεν υπήρχε πρόβλημα, επηρεασμένος βέβαια και από τη δυσκολία που είχε ο γιος μου στην τεκνοποίηση.
Βλέποντας την λοιπόν στο μισοσκόταδο και σκεπτόμενος όλα τα παραπάνω, γύρισα το πρόσωπο μου προς την Ωραία Πύλη, επειδή εκείνη τη στιγμή ο παπάς προσκαλούσε τους πιστούς να προσέλθουν για να λάβουν το Άγιο Φως. Την παρατηρούσα όμως διακριτικά από την πρώτη στιγμή κι όταν πλησίασε στο Άγιο Φως παρά το πολύ λίγο φωτισμό που επικρατούσε ακόμη στο εσωτερικό του ναού πρόσεξα πως είχε παχύνει. Το πάχος της όμως δεν εμπόδιζε το πρόσωπο της να εκπέμπει μια γλυκύτητα ενώ τη στιγμή που κρατούσε αναμμένη τη λαμπάδα και φευγαλέα τα βλέμματα μας συναντήθηκαν διέκρινα ένα ελαφρώς σαρδόνιο χαμόγελο στα πανέμορφα χείλη της. Μετά το «Χριστός Ανέστη» παρατήρησα πως πολλοί συγχωριανοί την χαιρετούσαν με εγκαρδιότητα κι έφευγαν για την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα, ενώ στην εκκλησία παρέμειναν πολύ λίγα άτομα, ανάμεσα τους και η Αμαλί. Κάποια στιγμή ο πρωτοψάλτης πλησίασε στο αυτί μου κάνοντας δήθεν πως μου δείχνει ένα κείμενο από το βιβλίο της Θείας Λειτουργίας και γνωρίζοντας για την υπόσχεση μου σ’ αυτήν όταν ήταν μικρή ρώτησε μάλλον ειρωνικά:
«Πως στο διάολο, μέρα που είναι, έμεινε έγκυος αυτή;» και σταυροκοπήθηκε τρεις φορές.
Αμέσως κατάλαβα τι εννοούσε. Απορούσε, πως έμεινε έγκυος αφού είχε ακουστεί ότι δεν πηγαίνει με άντρες! Θεώρησα βέβαιο πως όταν ήταν έξω, μιας και η «Ανάσταση» έγινε στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, κάποιος ή κάποια θα του είχε σφυρίξει πως η Αμαλί είναι έγκυος, κάτι που εγώ δεν είχα καταλάβει και απλώς νόμιζα πως είχε παχύνει. Αμέσως αποσυντονίστηκα ενώ πέρασαν πάλι ένα σωρό σκέψεις από το νου μου. Θυμήθηκα πως τα τελευταία χρόνια κάθε φορά που συναντιόμασταν στο χωριό σχεδόν πάντα ήξερα που θα κατέληγε και η συζήτηση μας. Την προηγούμενη χρονιά, ένα απόγευμα που ο γιος μου είχε πάρει τη μάνα μου για να πάνε στο μικρό κοιμητήριο του χωριού όπου τα τελευταία χρόνια ήταν ο τάφος του πατέρα μου, πήδησε σαν αίλουρος τον μικρό τοίχο που χώριζε τα οικόπεδα μας και ήρθε στο σπίτι μου. Ασφαλώς την καλωσόρισα, τη φίλησα, στο μάγουλο βέβαια όπως έκανα κάθε φορά που την συναντούσα, και φυσικά η συζήτηση κατέληξε στο ίδιο που κατέληγε πάντα.
«Το σκέφτηκες αυτήν τη φορά;»
«Ποιο βρε Αμαλί;» απάντησα σχεδόν αγανακτισμένος αφού γνώριζα που το πήγαινε.
«Πότε επιτέλους θα παντρευτούμε και θα γίνεις πατέρας του παιδιού μου»!
«Δεν τα έχουμε ξαναπεί αυτά βρε κορίτσι μου; Γιατί με βασανίζεις τόσο; Δεν βαρέθηκες πια;»
«Ούτε πρόκειται να βαρεθώ ποτέ. Μου είχες δώσει μια υπόσχεση κι επειδή πιστεύω πως είσαι άντρας περιμένω να κρατήσεις το λόγο σου».
«Δεν γίνεται» της είχα απαντήσει σηκώνοντας λίγο το κεφάλι μου για να την κοιτάξω κατάματα, ενώ συνέχισα με αγανάκτηση: «ξέχνα το»!
Εκείνη όμως ατάραχη και με ήρεμο τόνο στη φωνή της συνέχισε: «Δεν πρόκειται να ξεχάσω τίποτα. Αν δεν θέλεις να κρατήσεις την υπόσχεση σου να παντρευτούμε, τότε μπορούμε να βρεθούμε μια φορά. Έστω μόνο μια φορά. Ίσα για να αποκτήσω παιδί μαζί σου. Δεν θα σε ξαναενοχλήσω ποτέ ξανά. Θέλω να κάνω παιδί και το θέλω μόνο από εσένα!»
Άργησα λιγάκι να απαντήσω αλλά τελικά είπα: «Δεν μπορώ» και παίρνοντας μια πολύ βαθιά ανάσα ξανάπα πιο αργά αλλά αποφασιστικά: «Δεν μπορώ»!
Σηκώθηκε και έφυγε για άλλη μια φορά απογοητευμένη, αλλά πριν ξαναπηδήσει το μικρό τοιχίο στο σύνορο των οικοπέδων μας γύρισε προς το μέρος μου και είπε σιγανά: «Εγώ παιδί θα κάνω κι αυτό θα είναι μόνο από σένα. Να το θυμάσαι αυτό!» και δεν με ξαναενόχλησε.
Και να τώρα η Αμαλί, κάθεται περίπου δέκα μέτρα απέναντι μου στην εκκλησία, συνοδευόμενη από μια κοντούλα τριαντάρα κοκκινομάλλα και στην κοιλιά της έχει παιδί αλλουνού.
«Μεγάλα λόγια γυναικών» είπα από μέσα μου και απογοητευμένος αναρωτήθηκα άραγε ποιον φουκαρά θα τύλιξε για να μείνει έγκυος!
Την ώρα που ο παπάς βγήκε με το δισκοπότηρο στην Ωραία Πύλη, η Αμαλί πλησίασε και μετάλαβε με μεγάλη θρησκευτική ευλάβεια, ενώ απέφυγε να ρίξει έστω και μια φευγαλέα ματιά σε μένα. Αυτή η κίνηση σε συνδυασμό με το νέο για την εγκυμοσύνη της αισθάνθηκα πως με ενόχλησαν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσα δεδομένο ότι πάντα θα με σκέφτονταν αφού περίμενε κάτι σημαντικό από εμένα, αλλά αυτή η μικρή και στιγμιαία αδιαφορία της, κυρίως όμως η εγκυμοσύνη της από κάποιον άλλο πλήγωσαν τον εγωισμό μου. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας την αναζήτησα για να της ευχηθώ και κυρίως να της ρίξω σπόντες για την εγκυμοσύνη της, αλλά την είδα να αναχωρεί με το μικρό της αυτοκίνητο. Υπέθεσα πως το ίδιο ακριβώς ήθελε να αποφύγει κι εκείνη και γι αυτό δεν με περίμενε.
Την Κυριακή του Πάσχα ανταλλάξαμε φωναχτά από τις αυλές μας τις καθιερωμένες για την ημέρα ευχές χωρίς να αναφερθούμε σε τίποτα άλλο και τη επόμενη μέρα που πήδησα εγώ τον τοίχο για να της ευχηθώ από κοντά, η μάνα της με ενημέρωσε πως είχε ήδη φύγει από νωρίς το πρωί με την κοντούλα για τη Θεσσαλονίκη. Το καλοκαίρι δεν συναντηθήκαμε στο χωριό, αφού ήταν το διάστημα που είχε γεννήσει, και συναντηθήκαμε το επόμενο καλοκαίρι που ο γιος της ήταν ήδη ενός χρόνου. Την επισκέφτηκα για να της ευχηθώ τα καλύτερα για το παιδί της. Τόσο καιρό χωρίς να τη δω και σκεφτόμενος άραγε πώς να περνάει μ’ ένα μωρό, μου είχε γίνει έμμονη ιδέα που με έκανε να την επιθυμήσω ενώ ταυτόχρονα είχε μεσολαβήσει και η αυτοκριτική. Τι μου ζητούσε και μάλιστα τόσο επίμονα; Να την παντρευτώ κάτι που μετά τις συνεχείς μου αρνήσεις στο τέλος περιορίστηκε να θέλει μόνο ένα παιδί από εμένα. Άλλωστε εγώ δεν ήμουν εκείνος που δεν είχα διστάσει να δώσω το σπέρμα μου για να τεκνοποιήσουν ανήμπορα ζευγάρια, ανεξάρτητα εάν ήμουν επηρεασμένος από το πρόβλημα του γιου μου; Σε τελευταία ανάλυση τι θα συνέβαινε εάν ικανοποιούσα την επιθυμία της; Τουλάχιστον εκείνη ήταν ένας δικός μου άνθρωπος, ενώ οικονομικά δεν θα πάθαινα απολύτως τίποτα. Δόξα τω Θεό να είναι καλά η μικρή αλυσίδα ψητοπωλείων που είχα στήσει στην Αθήνα και αναθέσει πλέον στο γιο μου. Όχι ένα, αλλά δέκα παιδιά θα μπορούσα να μεγαλώσω! Ταυτόχρονα θα είχα στην αγκαλιά μου μια νεότατη γυναίκα που πάρα πολλοί επιθυμούσαν, τη στιγμή μάλιστα που και η ίδια με ήθελε τόσο πολύ. Ας όψεται, έλεγα, η ανατροφή μου και οι οπισθοδρομικές μου αντιλήψεις για τη ζωή.
Όλα αυτά σκεφτόμουν ενόσω πλησίαζα στην αυλή της. Γνώριζα πως εκείνη τη στιγμή ήταν μόνη στο σπίτι, αφού είχα δει νωρίτερα τη μάνα της να φεύγει. Παρατήρησα πως με είδε από το παράθυρο και πριν προλάβω να φτάσω στην πόρτα αυτή ήταν ήδη ανοιχτή ενώ το χαμόγελο της έδιωξε με μιας την αμηχανία μου. Την αγκάλιασα και τη φίλησα, στο μάγουλο όπως πάντα. Στο χαμόγελο της διέκρινα μια ειρωνεία που δεν είχε φύγει καμία στιγμή, ούτε κι όταν μπήκα στο σαλόνι. Εκεί είδα για πρώτη φορά το γιο της. Κουνούσε με χαρά τα χεράκια του και μου χαμογελούσε. Το λάτρεψα με την πρώτη ματιά. «Κρίμα που δεν είναι δικός μου» αναλογίστηκα απογοητευμένος.
«Να ζήσει ο γιος σου Αμαλί» ευχήθηκα και της έδωσα την τσάντα με το μικρό δωράκι που είχα εφοδιαστεί για την περίσταση. Και τότε η απάντηση της μ’ ένα υποχθόνιο χαμόγελο ήταν κάτι που έπεσε σαν κεραυνός: «Να ζήσει ο γιος μας Αλέξη»!
Ένιωσα πως εξαφανίστηκα από το δωμάτιο. Ήταν σαν να είχε ανοίξει η γη και με είχε καταπιεί μονομιάς, ενώ αισθανόμουν πως μόνο το κεφάλι μου ήταν πάνω από τη γη και την κοιτούσα στα μάτια άναυδος, ίσα για να παίρνω ανάσα, όταν την άκουσα να συνεχίζει:
«Σου το είχα πει πως μόνο με σένα θα έκανα παιδί. Αλλά εφόσον εσύ δεν είχες το κουράγιο, το είχα εγώ!» και απομακρύνθηκε πηγαίνοντας στο μέσα δωμάτιο αφήνοντας με μόνο με το μωρό.
«Μα τι στο διάολο έγινε και δεν το πήρα χαμπάρι;» αναρωτήθηκα. Προσπάθησα να συνέλθω και πλησίασα αμήχανα το μωρό. Τότε το πρόσεξα καλύτερα. Τα μάτια του ήταν γαλανά σαν τα δικά μου, τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του ταίριαζαν με τα δικά μου, ενώ ασυναίσθητα έπιασα το αριστερό του χεράκι και άνοιξα τα δύο τελευταία δάκτυλα. Και τότε πάγωσα. Ναι, η Αμαλί δεν αστειεύονταν καθόλου μαζί μου. Ο μικρός είχε μια μικρή ελιά στην ένωση των δύο τελευταίων δακτύλων όπως ακριβώς και εγώ! Ήταν περιττό το χαρτί που έφερε εκείνη τη στιγμή για να με πείσει. Αυτό απλώς επιβεβαίωνε πως το παιδί είναι γιος μου. Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα λεπτά για να συνειδητοποιήσω πως η Αμαλί μετά τις απανωτές αρνήσεις μου, θυμήθηκε που είχα αναφέρει στο καφενείο του χωριού πως είχα δώσει σπέρμα σε κάποια τράπεζα. Λόγω και της δουλειάς της δεν δυσκολεύτηκε να τη βρει κι όταν είδε από ποιον δότη προέρχονταν το επέλεξε άμεσα. Την κοιτούσα με πραγματική λατρεία, υπέκυψα στο πάθος και τη λογική της ενώ μόλις συνήλθα από το αρχικό σοκ τη ρώτησα:
«Και τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;»
Η απάντηση της ήταν η αναμενόμενη: «Τι σκέφτομαι; Τίποτα πέρα από αυτό που ήδη κάνω. Θα μεγαλώσω το παιδί μας μόνη αφού εσύ αρνείσαι να τηρήσεις την υπόσχεση σου. Όπως θα έχεις καταλάβει επέλεξα να είμαι πλέον τελείως μόνη και αυτό έχει γίνει από τότε που γέννησα» κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως δεν συνοδεύονταν από την κοντούλα τριαντάρα κοκκινομάλλα, ενώ με πολύ ήρεμο τρόπο έκανε την ίδια ακριβώς ερώτηση σε μένα: «Εσύ τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα»;
Δεν μου πήρε ούτε ένα δευτερόλεπτο για να απαντήσω. Είχαν προηγηθεί τον τελευταίο χρόνο ένα σωρό σκέψεις και είχα καταλάβει πως ήταν πολλά αυτά που είχα χάσει μακριά της και δεν είχα σκοπό να χάσω κι άλλα. Αφού εκείνη με περίμενε χρόνια κι έκανε τόσα για να με έχει, της χρωστούσα κι εγώ μερικά για να δικαιωθεί αυτή η επιλογή ζωής της. Δεν θα την απογοήτευα άλλο. Άλλωστε έπρεπε να κρατήσω και την υπόσχεση μου σε ένα μικρό παιδί, έστω και μετά από εικοσιπέντε χρόνια! Αμέσως την αγκάλιασα, τη φίλησα για πρώτη φορά στα χείλη και απάντησα στην ερώτηση της:
«Δεν θα το μεγαλώσεις μόνη σου Αμαλί. Θα το μεγαλώσουμε παρέα» και μη παραγνωρίζοντας τη διαφορά ηλικίας συμπλήρωσα: «Όσο καιρό έχω δυνάμεις ακόμη».
Πήρα και το μωρό στην αγκαλιά και το φιλούσα, αφού σ’ εκείνο χρωστούσα που θα έκανα σύζυγο μου αυτήν την υπέροχη γυναίκα, στην οποία διέκρινα πως το χαμόγελο στα πανέμορφα της χείλη ήταν πλέον ικανοποίησης και δικαίωσης.
Δώδεκα χρόνια έχουν περάσει από τότε και δεν το έχει μετανιώσει κανένας μας, αφού μεγαλώνουμε το γιο μας μαζί, αγαπημένοι και ευτυχισμένοι!
Φωτογραφια αρχειου
Join the Conversation