Στις 13 Δεκεμβρίου του 1803, το Σούλι ήταν υπό την πολιορκία του Αλή Πασά. Μετά από πολυήμερη άμυνα, οι Σουλιώτες λύγισαν από την πείνα και τις κακουχίες και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Συμφώνησαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να απομακρυνθούν από το Σούλι.
Τέσσερις μέρες μετά, στις 16 Δεκεμβρίου οι Σουλιώτες χωρίζονται σε τρεις φάλαγγες οι οποίες αναχώρησαν για τις ακτές της Ηπείρου. Έτσι έληξε τελικά νικηφόρα για τον Αλή Πασά μετά από τόσους αγώνες.
Όταν οι Σουλιώτες έφυγαν, έμεινε τελευταίος ένας γέρος μοναχός, ο καλόγερος Σαμουήλ, ταμπουρώθηκε μαζί με λίγους συντρόφους του, ηλικιωμένους και βαριά τραυματίες, σε ένα οχυρό μοναστήρι σε μια απόκρημνη βουνοκορφή στο Κούγκι, για να μην παραδώσουν την μπαρουταποθήκη, που ήταν μέσα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, αποκρούοντας τις ενισχύσεις του Αλή Πασά από το να πάρουν τα πολεμοφόδια. Στο τέλος, ο Σαμουήλ ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη, τους εχθρούς και το μοναστήρι στον αέρα.
Πριν την ανατίναξη, ένας από τους ανθρώπους του Αλή Πασά προκάλεσε λεκτικά τον Σαμουήλ, λέγοντας του: «Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις;». Τότε εκείνος του απάντησε: «Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης, να πιάση άνθρωπον, όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου».
Όταν οι άντρες του Αλή πασά έφτασαν στην αποθήκη, ο Σαμουήλ έβαλε φωτιά και μαζί με τους πέντε συντρόφους του ανατινάχθηκαν. Δεν παραδόθηκαν, παρά μόνο στον Θεό.
Η αυτοθυσία πέρασε στην ιστορία. Άλλωστε, οι Σουλιώτες, ήταν γνωστοί για τον ηρωισμό και τον πατριωτισμό τους.
Join the Conversation