Οι ιστορίες της βάβως | Ο Λάμποβος, η Μονή της Παναγιάς της Λαμποβήθρας και ο Σπύρος Μουσελίμης

Της Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά* για την paramythia-online.gr

Πάνε πάνω από τριάντα πέντε χρόνια από τότε. Ήταν Καλοκαίρι. Καθόμασταν κάτω από τη μουριά στο σπίτι του Σπύρου Μουσελίμη. Η θειά μου η χρυσοσκούπα ήταν στο έργο της. Ήθελε να βάλει μεζέδες κλπ όμως εγώ ήθελα να κοβεντιάσουμε.

Έτσι έκανα τους καφέδες ετοίμασα τα ουζάκια και στρογυλοκάθησα. Ήθελα και εγώ να ακούσω την κουβέντα των ανδρών.

– Κυρ. Σπύρο στα βουνά που γυρίζεις εκτός από μαθήματα επιβίωσης τι άλλο έμαθες, τι σου διδάξανε τα άγρια βουνά μας.
– Διάολε, κεντράς για να μάθεις, είναι ένας τρόπος και αυτός.Χρήστο είναι σπίρτο σαν τη δικιά μου, μόνο που η δικιά μου ήταν και άνδρας και γυναίκα αγωνίστρια νταλιάνα, η δική σου καλή είναι μα δεν κάνει για πόλεμο.
-Τι θα ήθελες να ακούσεις κυρά μου;
-Γυρίζεις τα βουνά. Σου μίλησαν; Σου είπαν παραμύθια;
-Πολλά, πάρα πολλά.
-Μη μου πεις και συ μόνο για το Πόποβο, όπως κάνει ο πατέρας μου, που λέει μόνο για τη Σέλλιανη.
-Χρήστο θα σας κουράσω τους άλλους αν σας πω μια παλιά, πολύ παλιά ιστορία;

Όλοι μουγκάθηκαν. Είχε πολλά ενδιαφέροντα να μας πει ο μπάρμπα Σπύρος. Σ ε τούτον τον φτωχό τον τόπο κάποτε υπήρχαν μοναστήρια μεγάλα με καλοταϊσμένα κοπάδια με χωράφια καλόγερους καλόγριες και ψυχοπαίδια άρχισε να λέει….

Ήταν ένα μοναστήρι η Λαμποβήθρα. Από τούτο το μοναστήρι πήρε και ο Λάμποβος, το όνομά του. Είναι το μεγαλύτερο πανηγύρι της περιοχής. Ήταν ένα μεγάλο παζάρι μια ζωεμποροπανήγυρη, σαν σήμερα, μόνο που σήμερα τα ζώα λιγοστεύουν.

Ο Λάμποβος γίνονταν στις αρχές του Οκτώβρη. Άρχιζε Σάββατο και τελείωνε Σάββατο. Στην Παραμυθιά στο Λάμποβο, μαζεύουνταν κόσμος ντουνιάς. Πραματευτάδες, αλογομούλαρα, γύφτοι, σφαχτά, τι να σας πω.

Στο Λάμποβο εκτός που κατέβαιναν για ψώνια, ροβόλαγαν σιακάτ΄ απ΄τα χωριά, τσούπρες, παιδιά, μικρά και μεγάλα. Στολισμένες οι τσούπρες με τα καλά τους βεργολιγερές, και με τις κόσες ως τον κώλο, να, για να τις δουν τα αγόρια να τις χαλέψουν για νύφες… Και όπως γνωρίζετε ο Λάμποβος γιορτάζεται και τώρα όπως τα παλιά τα χρόνια.

Γιατί ο λαός, στην πλάτη του κουβαλάει τις μνήμες του, τα χούγια του,τις παραδόσεις του. Μυστήριος λαός, πάντα χαρούμενος και πάντα θυμωμένος. Πολλές φορές λειτουργεί χωρίς μυαλό.

Γέμιζε τότε η Παραμυθιά με κόσμο. Γύφτους, <<ζυγιές με όργανα >> σφαχτά, ωραία πράγματα, και από την Πόλη και από τα ξένα κράτη. Γιόμιζε στολίδια και προικιά, μετάξια και ατλάζια η πόλη μας .Μεγάλο πράμα, τι να σας πρωτοπώ τι να σας μολογήσω. Τα μάτια ζηλεύανε, κοιτάγανε μα λίγοι αγοράζανε…

Α! για το μοναστήρι την ξεκίνησα την κουβέντα. Χαμογελασα, αχ βρε μπάρμπα Σπύρο, διδάσκεις δάσκαλε…

Παλιό, αρχαίο μοναστήρι,και τι δεν είχε, αμπέλια και κρεββατίνες κήπους, περβόλια, αυτά τα είχε στου Κούτρου. Μελίσσια, κατσίκια, πρόβατα, φορτιάρικα, όλα τα ζώα τα είχε στη Γκουλιουμή. Άλλα αλλού. Και τι δεν είχε το αρχαίο αυτό μοναστήρι! Από αυτό το μοναστήρι πήρε όπως είπαμε το όνομα ο Λάμποβος της Παραμυθιάς η μεγαλύτερη ζωοεμποροπανήγυρη.Να μην το ξεχνάμε.

Σε τούτο το μοναστήρι η γουμένισσα ήταν κόρη βασιλιά, ήταν βασιλοπούλα. Μαύριζε το βουνό από τα κοπάδια, τους καλόγερους τις καλόγριες και τους βοσκούς.
-Μα μπάρμπα Σπύρο, υπήρχαν μοναστήρια μικτά; Νομίζω δεν υπήρχαν.
-Αυτό λέει το παραμυθι πως υπήρχαν. Τότε εγώ δεν ζούσα.
-Πάψε να ακούσουμε, μου λέει ο Χρήστος μου.
-Να σας την πω καλύτερα εγώ, είπε ο Δήμος.
-Μας τη λες εσύ άλλη φορά, του είπα.

Σηκώθηκε πήρε το φορτηγό του και έφυγε θυμωμένος. Κάθε χρονιά τον τρυγητή συνέχισε ο Σπύρος, έκαναν στο μοναστήρι της Παναγιάς το γλέντι.Κόσμος και ντουνιάς μαζεύονταν για να τιμήσουν την Παναγιά μας και να γλεντήσουν.

Λένε, εγώ δεν το είδα, το άκουσα και το πίστεψα, πως κιναγε από την κορφή του βουνού ένα ελάφι μεγάλο, όμορφο, περήφανο, και έρχουνταν στην πόρτα του μοναστηριού. Εκεί περίμενε ήσυχα ήσυχα…

Εκεί μπροστά στην πόρτα λοιπόν περίμενε το σχόλασμα της λειτουργίας. Σαν τελείωνε η λειτουργία, οι παπάδες έβγαιναν έξω στη θύρα που το ελάφι περίμενε υπομονετικά. Τότε ο παπάς το έσφαζε και το μοίραζε στον κόσμο.

Παράξενο πράγμα παιδιά μου, σαν τον αρχαίο καιρό που έστελναν οι θεοί τα ζώα της θυσίας. Γιόρτααν όπως παλιά ήξεραν.

Άρχιζαν το τραγούδι, το καλό το παλιό τραγούδι, και όλοι μαζί γλεντούσαν σαν μια οικογένεια. Μετά τα τραγούδια του τραπεζιού άρχιζαν τα τραγούδια του χορού.

Άρχιζε ο χορός και το γλέντι. Αυτοί οι άνθρωποι εκείνου του καιρού γλένταγαν με πάθος σαν να μη γνώριζαν το αύριο τι τους φέρνει. Εύκολα χάνονταν οι άνθρωποι παλιά. Ο θάνατος έρχουνταν και από έναν πόνο στην κοιλιά, από ένα κρύωμα….

Πέρασαν χρόνια και καιροί….Το Μοναστήρι μέσα στην λάμψη του, στη δόξα του. Μα ήρθε καιρός κακός, δίσεκτος. Πόλεμοι, θεομηνίες, θανατικά. Χαλασμός, πείνα, φωτιές… Χάλασαν πόλεις καταστράφκαν χωριά και ρήμαξαν χωράφια πύργοι εκκλησιές και μοναστήρια. Τότες χάλασε και το Μοναστήρι της Παναγιάς της Λαμποβήθρας. Αυτή είναι Αλεξάνδρα και Χρήστο παιδιά μου, η ιστορία της Παναγιάς της Λαμποβήθρας

*H αείμνηστη Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, ήταν συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation