Οι ιστορίες της βάβως | Ένας μεγάλος έρωτας…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Εκείνη μελαχρινή κοντούλα, ζωντανή, απλή, με μάτια που πετούσα φλόγες, με μαλλιά κομμένα ως του ώμους που τα κρατούσε σε τάξη με ένα καφέ κοκαλάκι στέκα, δεν περνούσε απαρατήρητη. Ήταν μια μικρή Αφροδίτη.

Περπατούσε στα καλντερίμια της Παραμυθιάς με βήμα ζωηρό. Και γω την καμάρωνα, μας έδενε μια φιλία αληθινή. Με την ποδιά και τα βιβλία στο χέρι τη βρήκε ο έρωτας.

Εκείνος ξανθός γαλανομάτης, ντροπαλός με ένα χαμόγελο υπέροχο, και πολλές φορές κοκκίνιζε λες και ήταν κορίτσι.

Ήταν μεγαλύτερος αρκετά χρόνια από την μελαχρινή μας κούκλα που ακόμα φορούσε την ποδιά του γυμνασίου με το λευκό γιακαδάκι.

Τότε το Γυμνάσιο είχε πολύ λίγες μαθήτριες. Σε κάθε τάξη τριάντα αγόρια, και πέντε ή έξη μαθήτριες. Ήθελα τόσο να της μοιάσω, μα που, ήμουν στην άλλη άκρη, ασθενική, κατσιασμένη μα καλή μαθήτρια και μάλιστα στα μαθηματικά.

Εγώ νόμιζα πως έγραφα εκθέσεις καλές μα ο φιλόλογός μας διαφωνούσε το δέκα τέσσερα ήταν αρκετό. Σιγά μην έσκαγα. Ήδη είχα αρχίσει να γράφω. Εκείνη διακρίνονταν για τις καταπληκτικές της επιδόσεις, στη γυμναστική. Όταν ανέβαινε στο μονόζυγο, όλοι μας, χειροκροτούσαμε την υπέροχη φίλη μας, με τα όσα έκανε πάνω εκεί, λες και δεν είχε βάρος λες και ήταν αέρινη. Σαν να χόρευε πάνω στη γη.

Τα ανόμοια έλκονται, μας έλεγαν στη φυσική. Έτσι η μελαχρινή γοργόνα, συνάντησε τον ξανθό της άγγελο. Ήταν πάντα τους ένα υπέροχο ζευγάρι. Αθλητικοί ακόμη και όταν τα πόδια βαραίνουν από τα χρόνια. Ευλύγιστοί χαμογελαστοί, ταιριαχτοί, όμορφοι.

Έτσι η όμορφη φίλη μου, με τον φίλο του άντρα μου, ένοιωσαν τα βέλη του έρωτα να τους τρυπάει την καρδιά και να τους τυφλώνει.Λένε σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να έχει, πεθερά και πεθερός. Πολλές φορές τα αυτονόητα δεν είναι για όλους αυτονόητα. Τί πιο απλό, τι πιο ωραίο, αυτά τα όμορφα παιδιά, αυτά τα νιάτα να κάνουν οικογένεια, όπως ποθούσε η καρδιά τους. Και η κούκλα φίλη μου,τα ρελλά ερωτευμένη θα πήγαινε μαζί του στην ακρη της γης.

Ήταν και είναι τόσο καλή, από τη φύση της, που θα πήγαινε και στα πιο άγρια κατσάβραχα, αρκεί να είναι μαζί. ήθελε να πάει κοντά του, να παντρευτούν. Έβλεπε να τους βάζουν εμπόδια πολλά, εμπόδια που δεν ήταν τόσο εύκολα να τα υπερπηδήσει, όπως της γυμναστικής. Εδώ έπρεπε να παλέψουν με το τέρας του εγωισμού, της ανόητης υπερηφάνειας το πείσμα. Πολλές φορές οι γονείς γίνονται επικίνδυνοι για τα παιδιά τους.

Ο εγωισμός αυτός, ο εγωισμός του γονιού που θέλει τα παιδιά του κτήμα, στη εποχή αυτή, ήταν ανεπτυγμένος σε πολύ μεγάλο βαθμό. Τους άκουγες να λένε χωρίς ντροπή. (Τα παιδιά μου θα πάρουν όποιον ή όποια θέλουμε εμείς.) Και δεν ήταν από τους γονείς που δεν γνώριζαν από κόσμο. Τον γνώριζαν, τον ήξεραν, μα ο άκρατος εγωισμός τους, τους έφτασε σε σημεία πολύ σκληρής συμπεριφοράς προς τα δυο παιδιά τους.

Πόνεσαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν το γιατί. Γιατί; Μικρή είναι η πόλη μας και το κορίτσι άμεπτο. Το ίδιο και ο λεβέντης.

Αγαπήθηκαν, ε, και; Μωρέ, τι είναι τα παιδιά, εξαρτήματα του σπιτιού σας, δικά σας είναι; Του Θεού είναι. Τούτα τα παιδιά, τα παιδιά σας, είναι ανάξια, δεν γνωρίζουν δεν θέλουν το καλό τους; Και όμως, οι γονείς του φίλου μας, αφού έκαναν όλα όσα βλέπαμε στις ελληνικές ταινίες αυτές που λέγαμε δράματα, για να τους χωρίσουν, δεν το έβαζαν κάτω.

Έπρεπε κατά τη γνώμη του πατέρα του παλικαριού να χωρίσει την κούκλα μας, από το λεβέντη τους. Έκαναν ότι μπορούσαν, ευτυχώς απέτυχαν. Εξόργισαν όμως και την αντίπερα όχθη. -Και άρχισαν το θα σας κάνουμε, να δείτε θα, θα , θα… -Και μεις να δείτε τι θα κάνουμε, και, και, και. Και οι νέοι μας έβρισκαν παρηγοριά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τίποτε δεν τους κρατούσε μακριά. Οι από δω και οι απο κει ήταν οι δικοί τους, τους αγαπούσαν, όμως δραγάτη στη ζωή τους δεν θέλανε κανέναν.

Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον, δεν μπορούσαν να ζήσουν χωριστά. τη ζωή, τι κακό έκαναν; Ο έρωτας ο πονηρός όλο φούντωνε μέσα στην τόση κατακραυγή, και καταλαλιά. Η κακία αυτών που έσπερναν ζιζάνια τους πλήγωνε, τους θύμωνε, τους δυνάμωνε. Η φίλη μου έκλαιγε και κείνος ήταν μες την πίκρα καθώς την παρηγορούσε, καθώς της έλεγε πως όλα θα περάσουν. Όμως η χαρά είναι αδελφή της λύπης. Έτσι το να είναι μαζύ έστω για λίγο, το πλήρωναν με χίλιους καυγάδες. Αυτό δεν τους βούλιαξε.

Μοναδικές ήταν οι χαρές των στιγμών που ήταν μαζi. Ο καιρός περνούσε και οι όχθες του ποταμού της βλακείας και του εγωισμού θέριευε. Θέριευε και το μίσος, γιατί ο εγωισμός όταν τρωθεί γίνεται μίσος, γίνεται πάθος. Kαι γω που τους γνώριζα απορούσα πολύ. Γιατί; Έτσι. Θέριευε όμως και ο έρωτας του ζευγαριού μας. Από γρανίτη έγιναν από ατσάλι. Κάποτε η κούκλα μας, ένοιωσε στα σπλάχνα της τον καρπό του έρωτά τους.

Αγάπησαν και οι δυο το μωρό τους το αγαπούσαν μα δεν μπορούσαν να παντρευτούν το κράτησε η οικογένεια της. Ανύπαντρη μητέρα, τροφή κουτσομπολιού για την κοινωνία μας. Την υψηλή, τη χαμηλή, την περήφανη, την ταπεινή,την όποια κοινωνία στην όποια γειτονιά. Πάντα στον κόσμο μας, κυριαρχούσε το καλά να πάθουν, που δεν άκουγαν τους γονείς τους.

Είναι τροφή ο πόνος σου και τα δάκρυα σου, για ανθρώπους κακιασμένους. Τα δάκρυα όμως της αγάπης κάνουν ήρωες, δεν κάνουν δυστυχείς. Έτσι νομίζουν μερικοί που έχουν τη σακκούλα με τα δικά τους αμαρτήματα πίσω και δεν τα βλέπουν έτσι χαίρονται που είναι καλύτεροι. Νομίζουν πως αυτοί είναι έξω και μακρυά από όλα. Πως σε αυτούς δεν συμβαίνουν τούτα τα αίσχη. Δυστυχισμένοι, φουκαράδες, αν δεν σκίρτησε η καρδιά σας από έρωτα, αν δεν μοιώσατε αγάπη είστε φτωχοί, πολύ φτωχοί.

Η αγάπη είναι η φωλιά της ευτυχίας. Ο θυμός των παρατάξεων δεν είχε τέλος, οι καταγγελίες από τη μια και από την άλλη πλευρά οδηγούσαν στα άκρα.

Μέχρι την απόλυση του νέου ζητάγανε. Και ύστερα βγήκε ο λευκός καπνός, και ύστερα ήρθε η γαλήνη, και ας υπήρχε ακόμα πολύς δρόμος ως την πλήρη κάθαρση, στο τέλος του δράματος. Δεν υπάρχει λόγος να γράψουμε πολλά. Σήμερα αυτός που άρχισε τον άδικο πόλεμο δεν είναι εδώ. Εδώ είναι η φίλη μου με τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Δε είναι εδώ ούτε ο ξανθός της άγγελος να της κρατάει το χέρι όπως της το κρατούσε όταν περπατούσαν κάτω από τα δένδρα στην εξοχή. Το καταλάβατε πως κάποια στιγμή ο ερωτάς τους νίκησε.

Το χαμόγελο φώτισε τη ζωή τους, μαζύ με τα παιδάκια τους και τα εγγονάκια τους. Τα χρόνια περνούν γρήγορα.Και κείνος, ο πεθερός, κοίταζε τη νύφη που τον φρόντιζε, που τους φρόντιζε, και που τόσο πολύ την πίκρανε, με μάτια λυπημένα. Δεν έχει νόημα μου είπε η φίλη μου να πολεμάς ή να πικραίνεις αδύναμο. Πολεμήσαμε τότε, τώρα είναι ο πατέρας μας. Και ύστερα ο άντρας μου αγαπούσε. Η κουνιάδα της ήταν και είναι ένα καλόκαρδο πλάσμα. Φρόντιζε και κείνη τους γονείς όσο μπορούσε. Δεν είναι όλοι για τα δύσκολα. Είναι όμως καλή κοπέλα, και αγαπούσε τη νύφη της. Πάντα μαζύ τις έβλεπες στις κοινωνικές υποχρεώσεις.

Πέθαναν τα πεθερικά της στα χέρια της. στα χέρια της νύφης τους δίνοντας της, την ευχή τους. Η πεθερά της πάντα έλεγε φταίξαμε. Μα έτσι ήταν ο κόσμος τότε με τέτοια μυαλά. Φταίξαμε στην τσούπρα. Φταίξαμε. έλεγε. Η αλήθεια είναι πως αυτή η γυναίκα ήταν πολύ γλυκιά, και πολύ καλός άνθρωπος, όμως δεν είχε τσαγανό να μπει μπροστά. Τώρα εκείνος κάνει παρέα με το Χρήστο το δικό μου. Τα φιλαράκια τα λένε. Εκείνη φροντίζει τα παιδιά και τα εγγόνια της.

Περίεργο μια ζωή κάποιον φρόντιζε. Ήταν η Ιφιγένεια της θυσίας. Και κείνος ο δικός της Στέφανος. Αγαπημένη φίλοι και οι δυο. Κάπου κάπου τα λέμε οι παλιές μαθήτριες. Πάντα με πρόσεχε, βλέπεις πάντα ήμουν κατσιασμένη. Μια μικρή, ελάχιστη περίληψη από το βιβλίο μου «η Ιφιγένεια της θυσίας». Την ιστορία τους, τον ερωτά τους, έγραψα με αγάπη, σεβασμό και θαυμασμό, που πάντα της είχα, και της έχω. Τότε όταν ήταν άριστη στα αθλήματα και θα έφτανε ψηλά, κάποιοι την σταμάτησαν. Πάντα κάπου κοντά μας, είναι αυτοί που μας κόβουν τα φτερά, να δεις πως έχουν τον τρόπο να το κάνουν και μεις να το δεχθούμε.

Στον έρωτά όμως νίκησε πήρε το χρυσό, με τον χρυσό της το Στέφανο. Έτσι είναι η ζωή, πολλές φορές δεν την ορίζουμε, μας ορίζει και μας καθορίζει.

H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμάείναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

 

In this article

Join the Conversation