Μια μέρα με χαμόγελο. Έφυγαν οι άνδρες για τις δουλειές τους. Τα παιδιά φεύγουν για το σχολείο. Και τότε όλες οι γειτόνισσες βγήκαν στην αυλή, το ραντεβού του καφέ. Ντυμένες χωρίς την ποδιά τους θα περνούσαν μια ώρα ξεκούρασης και χαλάρωσης. Ποια θα κάνει τον καφέ; Πριν απαντήσουν ο καφές ήταν έτοιμος.
Δίπλα στο τζάκι η Βέργω είχε μια κατσαρόλα με ζεστό, βραστό νερό. Τρία μπρίκια και ο καφές έμπαινε στα χοντρά φλιτζάνια. Κακά τα ψέματα, όσα ωραία φλιτζάνια κι αν έβαλαν στη σερβάντα τους κανένα δεν κράταγε τον καφέ τόσο ζεστό και κανένα δεν κράταγε το καϊμάκι σαν το χοντρό φλιτζάνι του καφενείου. Δίπλα η στάμνα με το νερό και δίπλα τα ποτήρια για όποια θέλει.
Όλες μαζί, με γέλια και χαρές, αλλά και παράπονα, άρχιζαν την κουβεντούλα τους. Από τα μεσάνυχτα πριν το ρολόι της πόλης χτυπήσει πέντε ήταν στο πόδι. Σκούπα, πιάτα, πρωινό, όλα στην τρίχα και μετά αφού και οι ίδιες έβγαζαν την ποδιά μαζεύονταν για το καφεδάκι τους.
Εκεί πλάι μόλις τελείωνε ο καφές η καφετζού της κάθε γειτονιάς γύριζε το φλιτζάνι αφού το σταύρωνε και μουρμούριζε ακατάληπτες φράσεις. Μετά το γύριζε και αυτό γινότανε με τη σειρά για όλα τα φλιτζάνια. Ύστερα ένα- ένα το έλεγε η καφετζού. Στην Παραμυθιά όλες οι γυναίκες λένε το φλιτζάνι. Άλλες λίγο, άλλες πολύ εκεί στον τελβέ του φλιτζανιού, ήταν ένας κόσμος από σημαδάκια εδώ αυτό εκεί, εκείνο όλα τα γράφει το άτιμο. Όλοι και όλες κάτι έψαχναν. Αγάπη, κατανόηση, παιδιά, τρυφερότητα από το σύζυγο, μα και πονηρές σκέψεις.
Οι μάνες έψαχναν στο φλιτζάνι το τυχερό της τσούπρας τους. Οι ανύπαντρες το δικό τους τυχερό και όλες μαζί χαχάνιζαν με γέλιο καρδιάς και ψυχής. Ήταν τούτη η ώρα, σαν μια ψυχοθεραπεία, αφού το φλιτζάνι η κυρα φλιτζανιού το έλεγε φανερά και όλες έλεγαν πές μου τι βλέπεις, πες μου τι βλέπεις.
Τότε δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα. Καθώς μεγάλωνα, είδα, πως μέσα από το φλιτζάνι βγάζανε τα εσώψυχά τους. Έτσι σαν κάθαρση, σαν ένα ξόρκισμα στο κακό, στο μάτι, στη γλωσσοφαγιά, στη ζήλεια. Όλα αυτά, τα τόσο φτηνά, μα που όλες τις κοινωνίες τις κατατρέχει, έτσι είναι ο άνθρωπος, ύλη και ψυχή. Το άψυχο σώμα δεν αμαρτάνει. Η ψυχή μόνη της χωρίς το σώμα δεν αμαρτάνει.
Η μάνα μου έλεγε το φλιτζάνι και δεν θα το πιστέψετε πόσες γραμμές είχε μέσα αυτό το μικρό φλιτζάνι. Έρωτες γάμους, παιδιά, λεφτά, μέχρι αν το παιδί που θα γεννηθεί είναι τσούπρα ή αγόρι. Στην περίπτωση αυτή υπήρχαν και άλλοι τρόποι, είναι οι γνωρίζοντες το σχήμα της κοιλιάς της γκαστρωμένης. Τσουρλωτή κοιλιά, αγόρι. Κοιλιά πλαδαρή προς τα πίσω. Κορίτσι. Και αν δεν έβγαινε αγόρι, σίγουρα το κορίτσι θα ήταν δυνατό και ζωηρό σαν αγόρι. Εδώ υπήρχε και άλλη διάγνωση οι φακίδες, ασχήμαινε η γυναίκα και έκανε φακίδες; Αγόρι. Ομόρφαινε η γυναίκα έγινε κούκλα; Κορίτσι.
Βέβαια υπήρχε και το σοφό, τσουβάλι κλειστό δεν ξέρεις τι βγάζει. Γιατί δεν έκαναν υπέρηχο; Αλήθεια; Αμ, αυτό και να υπήρχε δεν θα το έκαναν. Τι λες,,, μπριτς.Αν ήταν τσούπρα ποιος θα τους έδινε σημασία όσο ήταν γκαστωμένες, χα χα χα. Εκεί λοιπόν στο χάχανο και το κλάμα άκουγες τα πάντα του σπιτιού τους. Ακόμη και πόσες φορές κοιμήθηκαν με τον άντρα τους και γέλαγαν πλατειά. Μα όταν χτύπαγε το ρολόι, μια ώρα μετά, σαν σούστες σηκώνονταν με μια καλημέρα ή ένα γεια και αύριο πάλε. Σήκωνε μια κοπέλα τα φλιτζάνια και το δίσκο τα έπλενε και τα έβαζε στο σπίτι. Αυτό τις καθημερινές.
Τις Παρασκευές όμως τα πράγματα άλλαζαν. Την Παρασκευή όλες ήθελαν να ακούσουν το φλιτζάνι κατά μόνας. Αλήθεια πόσα μυστικά είχαν και πως να τα κρύψεις σε μια διάφανη κοινωνία που δεν ήταν αγγέλων μα ούτε και διαβόλων. Πολλές φορές και την Παρασκευή έπιναν έξω το καφέ τους και έφευγαν με το χτύπημα του ρολογιού, μα μετά μια- μια έρχονταν στο σπίτι με φλιτζάνι από το σπίτι τους. Δεν το ξέρετε… ότι το πρώτο φλιτζάνι της Παρασκευής που πίνεις καφέ… χωρίς να έχεις φάει, τα λέει καλύτερα, γράφει και περισσότερα. Δεν θέλω αντιρρήσεις ορίστε μας. Η μάνα μου και η θεία μου η Γιωργίτσα επιστημόνισσες του είδους. Τζάμπα χάλαγαν τόσο καφέ καθάριο!
Κάθονταν στην κουζίνα μας, και έλεγαν και έλεγαν και έλεγαν. Η αλήθευα είναι πως το φλυτζάνι ήταν το πρόσχημα. Μια παρηγοριά ήθελαν. Κάπου να πουν κάτι και να μην τον κρίνουν αυστηρά, να μιλήσουν. Και αυτό το κατάλαβα στη δουλειά μου, που μικρές μεγάλες, μου έλεγαν κάθε τους μυστικό. Γιατί; Τότε κατάλαβα και το γιατί. Ήταν απλό. Αν δεν κατακρίνεις, αν προσπαθείς να καταλάβεις τότε βοηθάς έστω και αν δεν πεις το αρεστό. Ένα χαμόγελο. ένα σφίξιμο του χεριού, μια κουβέντα ελπίδας… Είναι σαν όταν πας στην εξομολόγηση και βγάζεις τα βάρη της ψυχής σου, που μπορεί να μην ειναι καν βάρη να μην είναι τίποτε, που εσύ όμως τα βλέπεις βουνά
. Και κει, σου χρειάζεται ένας άνθρωπος χωρίς διάθεση κουτσομπολιού. Ένας άνθρωπος μάνα. Είναι ακόμη η συμπάθεια και η γλύκα της μιας απλής κουβέντας, τι κάνεις έτσι παιδί μου; Κουράγιο, όλα θα παν καλά. Και πολλές φορές πηγαίνουν. Ο έρωτας η αδυναμία, ήταν απαράδεκτο. Μα πως μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς αγάπη χωρίς όνειρα χωρίς ελπίδες; Πώς; Η Ασιγέ ονειρεύονταν τον ερχομό της κόρης της που έφυγε το 1944, μαζί με τους πολλούς. Η Μπισδέκω σχεδίαζε πως οι φτωχές κοπέλες της, που ήταν καλές κι εργατικές, θα μπορούσαν να παντρευτούν χωρίς προίκα. Μάνα ήταν για τις κόρες της νοιάζονταν. Η Ντίνα ποθούσε να γυρίσει ο άντρας της πίσω, στο σπίτι τους το ρημαγμένο. Κάθε πόρτα και το καρφί της, κάθε σανίδα και ο ρόζος της. Ατελέστατοι όπως είμαστε ψάχνουμε τα σακούλια των άλλων που είναι μπροστά μας, τα δικά μας είναι πίσω, δεν τα βλέπουμε, έτσι μας λέει ο μύθος του Αισώπου…
Σε τόσο μικρές κοινωνίες δεν υπάρχουν μυστικά, μάλλον τραβηγμένες αλήθειες υπάρχουν, μέσα από διαθλαστικούς καθρέφτες. Αυτές τις ώρες, εγώ ως μικρή, έπρεπε να είμαι πάνω στο σπίτι ή στο σχολείο. Έτσι το Καλοκαίρι δεν μπορούσα να είμαι μαζί με τις γυναίκες. Έτσι μου άρεσε να κάθομαι στο παράθυρο, να κοιτάω κάτω στον κάμπο και να βλέπω τα σύννεφα να μου χαμογελούν πίσω από τα χαμηλά λοφάκια, που έκλειναν τον κάμπο μας. Πόσο όμορφη ήταν η Παραμυθιάς μας με τα γύρω της χωριά, απλώς υπέροχη, μοναδική.
Τότε δεν μπορούσα να φαντασθώ τι ήταν το αγόρι και γιατί το κορίτσι ήταν βάρος. Στο σπίτι μας μόνο η μάνα μου δεν ήθελε κορίτσια. Όλοι οι άλλοι ήθελαν ένας προς δέκα και βάλε, άρα η μάνα είχε το λάθος. Πολλά με δίδαξε η ζωή, καθώς περίεργη, παρακολουθούσα τα πάντα. Κατέγραφα συμπεριφορές και πολλές φορές δεν μπορούσα να καταλάβω να βρω το δρόμο που οδηγεί στην έξοδο από τα στενά μονοπάτια. Οι άντρες γνώριζαν το γυναικείο πάθος για το φλιτζάνι.
Ωχ αδελφέ, μήπως και κείνοι δεν πήγαιναν στο καφενείο να ξεφύγουν λίγο από τη μιζέρια να πουν κουβέντες αντρίκιες. Ε, και οι γυναίκες, έλεγαν κουβέντες γυναικείες. Δίπλα δίπλα, μάνα και κόρη, νύφη και πεθερά. Περίεργη που είναι η ζωή στο πέρασμα της. Πόσα αγκάθια θα πατήσεις σε πόσα σκαλοπάτια θα γλιστρήσεις μέχρι να βρεις τη δική σου δοκό ισορροπίας. Γιατί τι ήταν και γιατί δεν είναι η γυναίκα, ο ισορροπιστής όλων των προβλημάτων του σπιτιού. Κρύβει την κόρη, κρύβει το γυιο της, κάνει τη χαζή όλα αυτά σε ένα παιχνίδι ισορροπίας και κατευνασμού Από πάνω της περνούσανε και περνούν όλα. Αγάπησε η κόρη εσύ φταις, δεν την πρόσεχες. Έμπλεξε ο γιος εσύ φταις, τι μάνα είσαι. Μέχρι να μεγαλώσουν και να πάρουν το δικό τους δρόμο στον κύκλο της ζωής. Έχει η κόρη σοβαρότητα είναι λιγόλογη και δεν στην ζητάν, τότε εσύ πάλι φταις που δεν είναι γυναίκα και δεν την ορμήνεψες μικρή. Εσύ φταις που την κατάντησε έτσι. Λες και κάθε άνθρωπος δεν γεννιέται με τα διά του χούγια. Ναι, παίρνει και από τη φαμίλια του, όμως πιο πολύ γεννιέται.
Ούτε τα ζώδια τους παίζουν ρόλο. Πως το ξέρω; Τι κάνω, μπρίκια κολλάω; Αφού είμαστε τρία αδέλφια ψάρια και δεν μοιάζουμε καθόλου στο χαρακτήρα μπιτ κατά μπιτ ε, γιατί, άρα τζίφος τα ζώδια.. Νοσταλγώ πολλές φορές την αυλή μας, τη μαγική αυλή μας, με τις τόσες ομορφιές. Ένα χωριό ζούσαμε σε κείνη τη γειτονιά με τις πολύ όμορφες κοπέλες και τα ωραία δυνατά παιδιά, που τα έβλεπες να κυνηγάνε τη ζωή να την πιάσουν από τα κέρατα και να τη βάλουν κάτω.
Μα η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια, κι αν είσαι τυχερός ή τυχερή θα κλάψεις λίγο, δεν θα κλαις συνεχώς. Και θα χαμογελάς όταν βλέπεις απέναντί σου, την οικογένειά σου να χαμογελά. Είσαι ο καθρέφτης τους γυναίκα, είσαι η δύναμή τους. Δεν ξέρω αν είναι ακόμα έτσι περίκλειστη γεμάτη λουλούδια η αυλή μας, αν έχει παιδιά ζωηρά τόσο ζωηρά σαν τα αδέλφια μου και τους φίλους τους, που δεν σταμάταγαν μέχρι να φωνάξουν οι μανάδες, να έρθουν να κάνουν την προσευχή τους να ξαπλώσουν να πέσει το πεπλο της νύχτας και να φέρει τον ύπνο στα μάτια μας και στη ψυχή μας
Τότε μες της νύχτας τη σιγαλιά, άκουγες βήματα να ελαφροπατούν ήταν νεράιδες και μάγισσες, που μιλούσαν με τα αστέρια και έκαναν ευχές με μάγια του έρωτα και ξόρκια της αγάπης.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation