Παραμυθιά τέλη της δεκαετίας του 50. Η πόλη μας σφύζει από ζωή, όλα είχαν μπει σε τάξη και οι ρυθμοί αποκατάστασης της τραυματισμένης μας πόλης είχε ολοκληρωθεί.
Πολλά είναι αυτά που γίνονται κάθε μέρα σε μια κοινωνία. Στις μικρές όμως κοινωνίες το ελάχιστο είχε μεγάλη σημασία, έπαιρνε διαστάσεις τρομερού συμβάντος, με επακόλουθο το κουτσομπολιό, την τραγικότητα, το παραμύθι.
Στη μικρή μας πόλη, στα ανηφορικά της καλντερίμια, ανεβοκατέβαιναν νέοι- νέες παιδιά, γέροι και νοικοκυρές. Κυράδες, κυρές, βάβες και κυρίες, ήταν ο γυναικόκοσμος μας. Οι άνδρες είχαν λιγότερο μερίδιο στους δρόμους, γιατί ή ήταν στις δουλειές τους ή ήταν στο καφενείο τα εντευκτήρια των συζητήσεων και των παιγνίων ταβλιού, και χαρτιών.
Υπήρχαν και οι εργαζόμενες γυναίκες στην μικρή μας πόλη, μα η εργασία τους ήταν μέσα στα σπίτια τους μοδίστρες, κυράδες που έντυναν κουμπιά, κομμώτριες, υφάντρες πλέκτρες με πλεκτομηχανές εργάζονταν σε ένα χώρο του σπιτιού δίπλα στην οικογένειά τους. Η ρόκα το κέντημα το πλέξιμο ήταν σεργιάνι το παίρνεις και το πας όπου πας.
Κάθεσαι με τις ώρες στο πεζούλι της βρύσης ή στον αυλόγυρο του σπιτιού πότε της μιας και πότε της άλλης με τον καφέ που μπορεί να μην ήταν καφές αλλά ρεβίθι ή κριθάρι, και λέγανε και λέγανε ενώ η τουλούπα έφτανε στο τέλος της ή η κάλτσα έκλεινε στη φτέρνα..
Εκείνες που γύριζαν έξω σοβαρές, καλοντυμένες, σικάτες, με τα τακούνια τους τις τσάντες τους και τις μεταξωτές τους κάλτσες, ήταν οι δασκάλες. Καθηγήτριες τότε δεν είχαμε. Είχαμε εκτός από τις δασκάλες, νηπιαγωγούς, και τις δασκάλες της οικοκυρικής σχολής. Οι κυρίες (δασκάλες) και οι κυρίες (παντρεμένες) μπορούσαν με φίλες τους να πάνε βόλτα, Καρκαμίσι- Γαλατά και πίσω. Μόνες γυναίκες στα μαγαζιά δεν έβλεπες για καφέ η για γλυκό, έπρεπε να έχουν κοντά τους έναν άνδρα να τις συνοδεύει.
Βέβαια κάποιες, μπορεί να είχαν φλέρτ αλλά αυτές απλώς τις κουτσομπόλευαν, μα τους μαθητές και τις μαθήτριες τους πέρναγαν από τη σίτα την ψιλή. Αν τους έβλεπε ο παιδονόμος, τους περίμενε λαχτάρα. Αυτός τους περίμενε να στραβοπατήσουν. Ήταν τυπικός στο καθήκον του. Γιατί τον είχαν τον παιδονόμο, για τα μαύρα μάτια;
Ο παιδονόμος σήμερα θα ήταν σαν εξωγήινος, εξωπραγματικός. Μια φορά έγραψε στο μικρό του ντεφτέρι, ότι ο Γιάννης (ο μαθητής είκοσι χρονών, είχε ακόμη μαθητές από αυτούς που έχασαν χρονιές λόγο του πολέμου)φόρεσε, στραβά το καπέλο του με την κουκουβάγια, για μαγκιά. Αυτό σήμαινε αποβολή μιας ημέρας και παρατήρηση. Να έρθει και ο κηδεμόνας. Και αν ο κηδεμόνας είναι και ξένος αν είσαι από μακριά (γιατί στην Παραμυθιά ερχόταν σχολείο από όλη την Ήπειρο), άντε να σε δικαιολογήσει πως να έρθει η μάνα ή ο πατέρας από την άκρη της γης, όπου άκρη της γης είναι το Φιλιάτι, η Βροσύνα κλπ.
Άσκοπα μπορούσαν να βγαίνουν στα χασομέρια οι γριές να μολογάνε τα καθημερινά και να ξεσκολίζουν όποιον ή όποια είχε την τύχη να πέσει στο στοματάκι τους.
Και τα δικά τους μυστικά, δεν ήταν μυστικά, τα μολόγαγαν και έπαιρναν και τις συμβουλές και αφού τα έλεγαν άκουγες την επωδό, κοίτα μη σου ξεφύγει τίποτε μωρ σκύλα του Κερατά ή κιαρατά. Τώρα γιατί άνδρες γυναίκες όταν χαιρετιούνταν έλεγαν ο ένας στον άλλο, τι κάνεις ωρέ σκυλί του κερατά, μη με ρωτήσετε δεν ξέρω να σας απαντήσω σας ορκίζομαι. Είχαν όμως έναν κανόνα, όλων τη γνώμη να ακούς και από τη δική σου να μην βγαίνεις.
Την τροφή του κουτσομπολιού τους την έπαιρναν από τα γυμνασιόπαιδα και τις μικρές που έτσι και συναντούσαν κάποιον να πουν καλημέρα αλλοίμονο τους.
– Τη γλέπεις, τα γλέπεις, ακόμα δεν βγήκαν απ το αυγό, κοίτα- κοίτα χαντακωμάρες, κοίτα ο διάολος κοίτα.
Σε μια τόσο μικρή πόλη, που τα παιδιά τα γνώριζαν όλοι ένα, ένα, είχαμε παιδονόμο. Τι έκανε ο παιδονόμος; Ήταν ο χωροφύλακας των μαθητών, όλη την ημέρα.
Πρόσεχε τα σχολιαρόπαιδα, ποιος έχει το καπέλο στραβά. Ποιος μπαίνει σε καφενείο. Ποιος αγοράζει τσιγάρα, λες και είχαν λεφτά για τσιγάρα, τρία τέσσερα αγόραζαν χύμα από την κούτα Παπαστράτος, κι αν είχαν την τύχη να έχουν βρει ένα πακέτο τα έβαζαν μέσα και πολλές φορές δεν τα κάπνιζαν τα έβαζαν στο αυτί σαν κόσμημα. Ακόμα ο παιδονόμος πρόσεχε ποιος κρατάει την ομπρέλα μάγκικα τώρα μη με ρωτήσετε πως κρατάς μια ομπρέλα μάγκικα. Και το μέγα αμάρτημα ποιος κάπνισε, που και πότε, και τότε να αποβολή μια ολόκληρη εβδομάδα.
Μη πείτε χαρές- χαρές, θα χάσουμε και τα μαθήματα, χα, αυτό ήταν τραγωδία, γιατί με μια ή δυο αποβολές έξω από το σχολείο για πάντα. Αυτά τα τρομερά παραπτώματα είχαν συνέπειες.
Παιχνίδι σε καφενείο, έστω και χιλιόμετρα μακριά από την Παραμυθιά αποβολή από όλα τα γυμνάσια της Ελλάδος και διαγωγή κοσμία. Αυτήν τη ιστορία την έζησα και είναι αλήθεια πως ήταν μια μεγάλη αμαρτία.
Άντε να πεις στη μάνα και στον πατέρα σου, ότι σε έδιωξαν γιατί τις διακοπές των Χριστουγέννων έπαιξες ξερή με το δάσκαλο του χωριού στο μοναδικό καφενείο του χωριού και είχες την ατυχία να κερδίσεις το δάσκαλο. Και κείνος θυμωμένος πήγε και σε κάρφωσε στο γυμνασιάρχη. Έπαιξες, θα πληρώσεις.
Τίποτε δεν μπορούσες να πεις, μα και πως να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα; Αφού ήταν στα καταστατικά των σχολείων, διαγωγή αρίστη ή κοσμιωτάτη αλλιώς να σε κλαιν οι ρέγγες.
Εκεί υπήρχαν κάποιοι που έβαλαν τα παιδιά και το μέλλον τους πάνω από την ξερή.
Ο δάσκαλος αναγκάσθηκε γιατί δεν μετάνιωσε, να πει πως δεν είπε ποτέ, ότι τα παιδιά έπαιξαν στο καφενείο…… μεγάλη ιστορία, πολύ μεγάλη. Ο παιδονόμος είχε καθήκον ιερόν να πει αυτά που έκαναν, οι αλήτες!!!
Δεν είχε υπηρεσία μόνο τις ώρες του σχολείου και των διαλλειμάτων, αλλά όλη την ημέρα. Αυτά που ήταν στο οικοτροφείο της Παραμυθιάς δεν τα πρόσεχε ο παιδονόμος, μα οι κύριοι του οικοτροφείου. Οι μαθήτριες, αυτές ήταν πολύ πιο προσεκτικές, μη τους βγει και το όνομα και άντε βρεις γαμπρό, άντε να πεις πως έχεις δικαίωμα να μιλάς, να γελάς, να τραγουδάς, να πεις πως είσαι αθώα πως το γέλιο, τα τραγούδι, η χαρά, είναι δικαίωμα είναι υποχρέωση της κοινωνίας μας.
Γιατί στάθηκες και μίλησες; Γιατί, και από που τον γνωρίζεις; Αφού ζούμε στα ίδια τετραγωνικά, στα ίδια σπίτια πλάι πλάι. Και ήταν τότε ο καιρός που στα νιάτα, ξυπνάνε οι καρδιές, χωρίς να ξέρουν το γιατί. Ήταν και κείνος ο κινηματογράφος ή τα βιβλία ή τα περιοδικά με τους τρυφερούς έρωτες. Έρωτες άγουρους χωρίς σημασία, μα που τότε ίσως έδειχναν τεράστιοι και μοναδικοί. Οι ηρωίδες, αγαπούσαν με πάθος, περίμεναν, υπέμεναν. Για κοίτα να θες να δίνεις και απλώς να περιμένεις πότε ο αφέντης θα σου ρίξει μια ματιά… έρωτας λέει!!
Κανένας δεν θα σε πίστευε ποτέ, αν σε έβλεπάν μόνο να χαιρετάς ένα παιδί, (όπου παιδί αγόρι) πως δεν είχες τίποτε μαζί του πως δεν τον αγαπούσες πως είστε φίλοι. Εδώ σιγομουρμούριζαν, μπενζίνα και σπίρτο κάνουν φωτιά. Μη βάζεις το σπίρτο κοντά στο φυτίλι θα ανάψει. Ακόμη κι αν τον αγαπούσες το έκρυβες κανείς να μη το δει. Κανείς να μην το μάθει. Μήπως και συ ήξερες από τούτα; Μπορεί να αγαπούσες ναι, μπορεί και όχι, ίσως ήταν το άγουρο ξύπνημα. Μα τούτο ήταν δικό σου, χωρίς ο άλλος να ξέρει και γιατί να ξέρει;. Και τι να ξέρει; Και γιατί να σε πιστέψουν αφού εσύ δεν πιστεύεις στον εαυτό σου;; Αν όλοι πιστεύουν τον κάθε ένα, τότε με τι θα ασχολούνται ο κόσμος (το κουτσομπολιό προσφέρει υπηρεσίες) έτσι λέγανε και το πιστεύανε.;;; Και να έχεις μεγαλώσει μόνο με αγόρια και να μη σκύβεις τα μάτια όταν μιλάς, να μην έχεις το βλέμμα της κόρης, που επειδή κοιτάει κάτω είναι σεμνή και συ που μιλάς σαν αγόρι έστω και μπασμένο αγόρι, να μην είσαι.
Ήθελε τέχνη να είσαι γυναίκα εκείνης της εποχής. Ακόμα και το κοκκίνισμα των παρειών ήταν προσόν, σεμνότητας, ( μια μέρα φίλος καλό μου είπε θα παντρευόμουνα μόνο μια γυναίκα που κοκκινίζει και σκύβει τα μάτια της όταν σε κοιτάει.)
– Και γι΄αυτό έμεινες ανύπανδρος, ανύμφευτος.
– Και προσοχή στο βάδισμα, σεμνά, ταπεινά, μη κουνιέσαι αδελφάκι μου.
– Μα εγώ θέλω να είμαι αγριοκάτσικο, εγώ έτσι μεγάλωσα, θα με αλλάξετε;
– Όχι, αλλά θα ψάχνεις για γαμπρό και δεν θα βρίσκεις.
Μα στη μικρή μας πόλη ήταν και τα προξενιά. Εκεί η εξωτερική εικόνα σου ήταν αυτή που θα έκρινε την τύχη σου. Αν ήσουν αρραβωνιασμένος ή αρραβωνιασμένη τότε αφού είχες την ευχή των γονέων μπορούσες να βγαίνεις και να πας και κινηματογράφο στα κατάλληλα και όπου επέτρεπε το σχολείο.
Και οι καθηγηταί μας όμως, μας έκαναν ελέγχους. Όταν τους βλέπαμε τους χαιρετούσαμε με κλήση της κεφαλής μας εις ένδειξην σεβασμού. Όχι σε στάση προσοχής, τα αγόρια έβγαζαν το καπέλο κι έκαναν μια ελαφρά υπόκλιση. Αν σε έβλεπαν έξω από το σπίτι μετά τις οκτώ, από τη Άνοιξη με το μεγάλωμα της ημέρας, ή από τις έξι και μετά το Χειμώνα κάηκες νομίζω πως αυτές ήταν οι ώρες. Ο παιδονόμος έγραφε σε ένα χαρτί όνομα, ώρα και που ήσουν.
Όχι δεν σε βάραγε με τη ζωστήρα του, νομίζω πως κράταγε κάτι σαν καμουτσίκι αλλά μπορεί και να μην θυμάμαι καλά.
Βέβαια θυμάμαι πως τα αγόρια φόραγαν το καπέλο συνεχώς. Αν σε τσάκωνε ο παιδονόμος χωρίς το καπέλο σου, στη σωστή του θέση, κάηκες. Το καπέλο έπρεπε να είναι ίσια βαλμένο. Η κουκουβάγια να είναι μεσόφρυδα, και όχι στραβά. Και τα κορίτσια φορούσαν φορέματα κόσμια και τα μαλλιά τους μαζεμένα ή κοτσίδες και όσες είχαν κοντά μαλλιά, να τα έχουν μαζεμένα με κορδέλα ή με κοκαλάκια η κότσο ή ουρά που τη λέγανε, αλογοουρά.
Τα ρούχα μας έτσι και αλλιώς ήταν σεμνά, βλέπεις ακόμα δεν υπήρχε το παντελόνι, το μίνι τα σχιστά μέχρι πάνω τα διάφανα, αυτά ήταν για τις…… Ακόμα ήταν στο (και σηκώθηκε το ποδοφουστανό της και της φάνηκε ο ποδαστραγαλός της). Αυτά όλα στην Παραμυθιά, γιατί στην Αθήνα κάτι κοντά και κάτι καφτά σόρτς που φορούσαν οι μαθήτριες, άλλο πράγμα.
Εμείς στη γυμναστική φοράγαμε κάτι φουφούλες πολύ φαρδιές και μακριές κάτω από το γόνατο. Στην Αθήνα σορτς. Αν δείτε ταινίες εποχής θα το διαπιστώσετε.
Βέβαια ο κινηματογράφος ήταν απαγορευμένος και μόνο με το σχολείο πηγαίναμε να δούμε ταινία ή με τους γονείς μας, μόνο σε κατάλληλες. Έτσι ήταν τότε και όσο κι αν ήταν αυστηρά, όσο κι αν ένοιωθες την ανάγκη επανάστασης, πάντα πίσω σου τον παιδονόμο με το ντεφτέρι του. Και τα όνειρά μας έφταναν μακριά σας ατίθασα άλογα. Όση αυστηρότητα κι αν υπάρχει, όσα μάτια κι αν σε περιεργάζονται, σε τούτα τα όνειρα, κανένας δεν μπορεί να σου βάλλει χαλινάρι. Μα στην Παραμυθιά γνώριζαν όλοι, όλους.
Δύσκολο σε τούτη τη μικρή πόλη να μην νοιώσεις άβολα. Όμως στα όνειρά σου κανένας δεν μπορεί να μπει, είναι δικά σου, είναι μπροστά σου, είναι δικά σου, καταδικά σου.
Πόσο θράσος θέλει, να είσαι δέκα πέντε χρονών να διαβάζεις ποιήματά σου στον ……. και να μην ντρέπεσαι. Αλήθεια θέλει θράσος μα και ενθάρρυνση. Εκείνον το καιρό, υπήρχαν πολλές φήμες για φαντάσματα και γυναίκες που καλούσαν τις νύχτες τους έξω από δω, για να κάνουν μάγια κι άλλες χαζομάρες. Οι μαύρες κότες και τα κοκκαλάκια ή νύχια νυχτερίδας είχαν μεγάλη ζήτηση, σε αγράμματους μα και γραμματισμένους.
Ήταν πολλές οι γυναίκες μα και οι άνδρες, (βλέπεις ο έρωτας είναι προνόμιο και των δυο) που έκαναν μάγια και βοτάνια[ όχι βότανα αυτά είχαν το όνομα τσάι ]Ακούγαμε τις γριές να μιλούν για μια οικογένεια γιαχωβάδων και έλεγαν πως μαζεύουν τους διαόλους κάθε βράδυ με τα αστέρια χωρίς φεγγάρι και τους δέρνουν και…και…και. ..Αχ αυτό το φεγγάρι, αχ αυτό το φεγγάρι… που πάνω του, έχει πολλές σελίδες γραμμένες με μυστικά και προβλέψεις του μέλλοντος μας…
Όταν πηγαίναμαν παλιά γύρω στα 1950 -1952 κατά τον Αγιώργη με τα αδέλφια μου να ανάψουμε τα καντήλια, πηγαίναμε από πάνω φοβόμασταν το αίμα, φοβόμασταν τα φαντάσματα, τους βρυκολάκκους… φοβόμαστε τους ήχους της ζωής, της φύσης.
Μια μέρα μου είπαν παλιά ήμουν τότε μικρή γύρω στα δέκα, να πάω να φωνάξω τη θεία μου τη Γιωργίτσα που μάθαινε μοδίστρα στη Φανούλα, στους Γιαχωβάδες, και από τότε δεν τους ξαναφοβήθηκα γιατί ήταν πολύ καλοί άνθρωποι και στο σπίτι τους τίποτε περίεργο δεν είχαν και ούτε έλεγαν τίποτε σε κανέναν. Σήμερα δεν μπορώ να πω αν ήταν ή δεν ήταν γιαχωβάδες μα κι αν ήταν δικό τους καπέλο. Όπως δικό μου να είμαι ΧΟ και να το λέω ομολογώντας την πίστη μου.
Ήταν η Φανούλα ένα ωραίο σεμνό κορίτσι και όλη η μικρή τους οικογένεια ήταν χαριτωμένη.
Είπα πως θα σας μιλήσω για τον παιδονόμο, όμως τίποτε δεν είναι μόνο του αποκομμένο, όλα είναι ένα μαζί, όλα είναι την ίδια ώρα την ίδια στιγμή στον ίδιο χώρο.
Ο παιδονομός ήταν η ασφάλεια των μαθητών. Ήταν εκείνος που θα φρόντιζε να μην παραπατήσουμε!!!!! όσο ήμασταν μαθητές, όσο θα ήμασταν στο σχολείο. Δεν ξέρω πόσο τον πλήρωναν, όμως θα έπρεπε να δίνει το Γυμνάσιο και παπούτσια στον παιδονόμο μας, γιατί βρε παιδάκι μου, από τη μια μεριά της πόλης τον έβλεπες στην άλλη και από πάνω, έφτανε ως κάτω στου Μαρέτα φάντης μπαστούνι. Συγχωρέστε με που δεν θυμάμαι τα ονόματα όλων, όμως έφυγα μικρή από την πόλη μας, ύστερα έζησα σε πολλά μέρη έζησα στα Γιάννενα τρία χρόνια στην Κέρκυρα τρία και στα γύρω χωριά. Η βάση μου ήταν η Παραμυθιά και αφετηρία μου το σπίτι της γιαγιάς μου.
Σκεφτείτε ένα παιδί να τρέμει αν του φωνάξει ιο παιδονόμος έστω και για καλησπέρα. Και το έκανε πολλές φορές έτσι να έχουν το φόβο του όπως έλεγε, ή ότι ο φόβος φυλάει τα έρημα. Και τα φύλαγε. Έτρεμαν τότε οι μαθηταί γιατί τα γράμματα θα ήταν η ζωή τους, το μέλλον τους και ο παιδονόμος είχε κι αυτός μοιράδι στη ζωή του..
Έτσι ήταν τότε η πόλη μας, μια πόλη με το δικό της πρόσωπο που ήταν έντονο δυναμικό και είχε τη σφραγίδα των ανθρώπων της. Είχε έναν πολιτισμό αυτή η πόλη, που δεν έμοιαζε με τον πολιτισμό της Κέρκυρας μα είχε το δικό του ηχόχρωμα τη δική του πολυχρωμία.
Άφησαν οι κάτοικοι της Παραμυθιάς, οι παραμυθιώτες και οι νέοι κάτοικοι που ήρθαν από τα γύρω χωριά, τη σφραγίδα τους στην ιστορία της περιοχής μας. Ελπίζω πως μια τέτοια σφραγίδα άφησαν ο πατέρας μου και ο παππούς μου. Δίνετε και σε μένα την ευκαιρία να βάλω ένα λιθαράκι σε τούτη την ιστορία. Ευχαριστώ. Μου αρέσει που βάζετε φωτογραφίες από το παρελθόν. Είδα σε πολλές τον πατέρα μου και τη μάνα μου, ήταν σαν ένα άλλο μνημόσυνο.
Μου αρέσει που μέσα στα πολύτιμα που κουβαλάω στην ψυχή μου, στην καρδιά μου, είναι τα καλντερίμια της πόλης μας, οι ήχοι της, τα πουλιά της, τα ζαμπάκια και τα κίτρινα κρινάκια του Μάρτη το σαφράν, τα πατήματα των αλόγων πάνω στα καλντερίμια, η ζωή που τα Σάββατα γίνονταν ορμητικό ποτάμι, τα νερά που με νανούριζαν το βράδυ καθώς κελάριζαν στις βρύσες και στο κατώι του σπιτιού του παππού μας, εκεί, είχε μια μπουρίμα, με πολύ νερό.
Αν δεν στέγνωναν τα δάκρυα στα μάτια μου, μια μπουρίμα δακρύων θα είχα δίπλα μου, κάθε φορά που γράφω για τον τόπο μας, τη Σέλλιανη, την Παραμυθιά τον Γκουρύλα..τον Κωκκυτό και τα χωριά του που και κει πέρασα κομμάτια της ζωής μου.
Σας ευχαριστώ από καρδιάς γιατί τα δικά μου όνειρα, ήταν και είναι, μολύβια, πένες, στυλό. Το μολύβι που τώρα δεν μπορώ να το κρατήσω στα χέρια μου, αντικατέστησε ο υπολογιστής μου. Μου δίνει τη δύναμη να γράφω, να γράφω, να γράφω… Τα βιβλία μου είναι καθρέφτης μια ευρύτερης περιοχής. Τα διηγήματά μου είναι ολοκληρωμένες ιστορίες αληθινές ιστορίες του τόπου μας. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν τόσα ποτάμια μνήμης θα ήταν μέσα στην ψυχή μου, αν ζούσα αλλού και με διαφορετικό τρόπο.
Διαβάστε όλες τις ιστορίες της Βάβως, από εδώ.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation