Μάρτης, οι Βλάχοι γυρίζουν στα βουνά τους. Η Παραμυθιά και τα χωριά της όπως έχουμε γράψει παλιά είναι χώρος υποδοχής των βλάχων. Βέβαια τώρα πολλά έχουν αλλάξει πολλά δεν μοιάζουν με το παραμύθι που θα σας διηγηθώ.
Μια φορά κι έναν καιρό, στα μέσα του Σεπτέμβρη, κατέβαιναν οι βλάχοι να ξεχειμάσουν στα χωριά της Θεσπρωτίας…
Τους είδαμε να κατεβαίνουν με τα γυναικόπαιδα, με τα ζώα τους, άλογα, μουλάρια και συμπαθητικά γαϊδουράκια. Ντυμένες ζεστά οι γυναίκες με τις χρωματιστές κεντησμένες στον αργαλειό ποδιές και τα πολύχρωμα μαντήλια τους δεμένα πάνω να φαίνονται οι κόσες τους και οι χάνδρες τους.
Οι άνδρες με τις κάπες τους τις γκλίτσες τους να σφυρίζουν έτσι που να μαζεύονται γύρω τους τα σκυλιά τους μεγαλώσωμα και φοβερά… Στα άλογα ριγμένα χρωματιστά κιλίμια, δεμμένα κακάθια με κότες και τα κατσαρολικά τους..
Ολόκληρο το νοικοκυριό τους. Μπροστά δυο τρεις άνδρες, μετά τα κοπάδια τους και τι να πρωτοθαυμάσεις.
Τις ψιλόλιγνες όμορφες γυναίκες, τα μωρά που ήταν φορτωμένα σε ειδικά σακκούλια, τους άνδρες με τις γκλίτσες τους ή τα καλάθια μέσα στα οποία κουβαλούσαν κότες, ρόκες, το νοικοκυριό τους…. Κοντά και οι βάβες που τότε ήταν χέρια δουλειάς. Κουνάραγαν τα παιδιά και έφκιαχναν το φαγητό ή μπάλωναν κανένα σκουτί. Μάζευαν λάχανα, έκλεναν τα γεννημένα ζώα, να μην πίνουν το γάλα, να μάθουν να βοσκάν… Στο δρόμο μια φορά την ημέρα στέκονταν να φαν καλά να ξαποστάσουν και να κοιμηθούν.
Τον ίδιο δρόμο του γυρισμού έπαιρναν και τώρα. Τον γνώριζαν καλά άνθρωποι και ζώα… Μα τώρα πήγαιναν στο σπίτι τους, στο χωριό τους, στα κονάκια τους.
Το κοπάδι ήταν μεγαλύτερο τα γεννημένα αρνιά ήταν μικρά αλλά όμορφα. Οι τσελιγγάδες είχαν πουλήσει το σερνικά κράτησαν μονάχα κάποια για ράτσα. Τα άλλα πουλήθηκαν στα χασάπικα για κρέας.. Κράταγαν τα θηλυκά για να μεγαλώσουν το κοπάδι τους. Το γάλα ήταν αυτό που θα τους έδινε το χρήμα αφού το έπαιρναν τα μπατζαριά.
Μέχρι το Μάη και πιο πέρα ακόμη είχαν γάλα τα γαλάρια. Μετά σιγά σιγά λιγόστευε. Τότες βάζανε τα δικά τους τυριά… Το δρόμο της επιστροφής δεν τον όμορφαιναν μόνο τα αρνάκια και η προσδοκία του γυρισμού στο σπίτι τους αλλά και ο καιρός .Η μέρα μεγάλωνε ξαστέρωνε, και οι κούκοι άρχισαν να τραγουδάν. Ξέρουν καλά να βλέπουν τον καιρό οι βλάχοι.
Διάβαζαν και τα μερομήνια. Δεν λάθαιβαν ποτές τους. Τα παιδιά τους πιο κουναρημένα, και η διατροφή καλύτερη αφού είχαν μπόλικο γάλα για τρίψα, έσφαζαν και κανένα αρνί ή καμιά στέρφα και όλο ανέβαιναν και όλο ανέβαιναν… Ότι και να έβρησκαν δύσκολο στο δρόμο το πήδαγαν, ήταν μαθημένοι στα δύσκολα.
Έχετε δει λαιμαριές των αλόγων και των γυναικών; Συναγωνίζονται σε όμορφιά. Έχετε ακούσει συναυλία από τα κουδούνια τους τα κυπριά και τις λαιμαριές; Μαγεία Έχετε δει τις βλαχοπούλες σε μια πηγή να μαζεύουν λάχανα για την πίτα τους η να κάνουν κριγιασόπιτα με πολλά πέτρα για να είναι χορταστικη;
Άλλη ράτσα δωρική είναι οι βλάχοι και οι βλάχες τους.Δωρειείς είμαστε και μεις μα διαφορετικοί. Ποιο όμορφοι, πιο περήφανοι σαν αετοί είναι οι βλάχοι. Μη ρωτάτε τι τους κάνει έτσι. Τά άγρια βουνά και ο όμορφος κάμπος. Ζουν σαν τα χελιδόνια σε δυο πατρίδες.
Όταν πέρναγαν μέρες από την Παραμυθιά στέκονταν να αγοράσουν πράγματα. Να καλιβώσουν τα άλογα, να πάρουν κλωστές υφάδια για τον αργαλειό τους. Ακόμα υφάσματα για ρούχα οι γυναίκες, κουδούνια για τα γκεσέμια οι άνδρες, πουθενά τα κουδούνια δεν ήταν τόσο μελωδικά, σαν τα παραμυθιώτικα…..
Η Παραμυθιά και το παζάρι της ήταν ξακουστό και οι βλάχοι άφηναν πολύ χρήμα. Τώρα τα κοπάδια είναι κλεισμένα σε κλουβιά. Εκεί τα πα’ι’ζουν τα ποτίζουν εκεί αποφασίζουν για την τύχη τους. Ευτυχώς στην Παραμυθιά υπάρχουν πολλά κοπάδια γιδοπρόββατα ελεύθερα, όπως και πολλά μοσχαράκια μικρά ράτσας Πίνδου. Και είναι τα πιο νόστιμα αφού όλη μέρα γυρνούν και τρώνε τα υπέροχα βότανα που έχει ο τόπος μας.
Τώρα, βλάχοι όπως τους ζήσαμε δεν υπάρχουν. Οι βλαχοπούλες δεν υφαίνουν στον αργαλειό. Είναι μοντέρνες ωραίες, χορεύουν μοντέρνους χορούς και μόνο στις γιορτές θυμούνται τα δικά τους ήθη και έθιμα…. Μα κάποιοι παλιοί, θυμούνται και νοσταλγούν, αρχαίους καιρούς,,, που ήταν όπως τα χρόνια των παραμυθιών και ήταν στην Παραμυθιά…
Μια φορά κι έναν καιρό οι βλάχοι και οι βλαχοπούλες γύριζαν στα ψηλά βουνά τους. Να καθήσουν να ξεκουραστούν να μην τους τρώει η ζέστη. Κι αν καμιά λάχει να παντρευτεί στον κάμπο, μοιρολογάει. Μάνα με κακοπάντρεψες και μ΄έδωσες στον κάμπο. Εγώ στον κάμπο δεν βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω.
H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation