Το παράθυρό μου, είναι ένα μέρος της ζωής μου, της ψυχή μου. Το ανοίγω το πρωί και βλέπω τον κόσμο να μου χαμογελά ή να με πονά.
Αλλά, ότι και να συμβαίνει στον γύρω κόσμο, εδώ στον δικό μου μικρόκοσμο όλα έχουν το ίδιο άρωμα το ίδιο χρώμα. Η Καλυψώ, μου κουνάει την ουρά της, αν δεν της δώσω σημασία θα με γαυγίσει. Τα σπουργίτια περιμένουν να ρίξω λίγα ψυχούλα στο πήλινο κουπάκι του γιαουρτιού…
Ενώ, ένα κοτσύφι με την κίτρινη μυτούλα του, ξεκουράζεται στα κλαδιά της κουτσουπιάς και η σύντροφός του η μαυρομύτα, παίζει με κάποιους ξερούς καρπούς της μουσμουλιάς μας. Από τις έξη το πρωί μου τραγουδούσαν. Δεν το έκαναν για μένα;; Για μένα το έκαναν το νοιώθω…
Σήμερα όμως η ψυχή μου πονάει. Αύριο θα έχουμε Χριστούγεννα. Αύριο.
Όμως στη σκιά των γιορτών, ο Χριστός μας δεν είναι στους δρόμους μας.
Σε όλη τη γειτονιά υπάρχει μια σιωπή. Να, σαν να την κρατάει μουγκή κάποιος αόρατος ή ορατός πόνος. Είμαστε μια γειτονιά που γνωριζόμαστε πολλά χρόνια. Καλημερίζουμε ο ένας τον άλλον. Είμαστε της παλιάς σχολής γείτονες. Χαμογελάμε. Γνωριζόμαστε καλά.
Σήμερα κοιτάω τα παράθυρα απέναντι. Ούτε ένα φωτάκι έτσι για το καλό. Ούτε μια κόκκινη μπάλα ούτε μια κορδέλα.
Έφτιαξα ένα στεφάνι από κισό. Του έδεσα μερικές κατακόκκινες μπάλες και κόκκινους φιόγκους, και το κρέμασα στο μονόγραμμα της πόρτας μας. Χρήστος Θωμάς. Δεν είναι εδώ, μα θα του αρέσει…Εγώ μυστικά θα τον γιορτάζω όπως και τον αδελφό μου το Χρήστο που έφυγε στα 20 του χρόνια…
Και όπως συμβαίνει με τους γέρους, με πήρε το σήμερα και με σκαπέτησε στα χρόνια της αθωότητας. Χρόνια πίσω. Τότε που οι σκανταλιές των παιδιών,ήταν κάτι φυσικό.
Ήταν και τότε παραμονές Χριστουγέννων. Ποια χρονιά ακριβώς δεν θυμάμαι. Όλα μαζί τα αδερφάκια στη γωνιά, πλέχαμε ωραία καλάθια με χόρτο που μέσα θα βάζαμε τα δώρα του παππού και της γιαγιάς.
Τα δικά μας δώρα, που τα φκιάχναμε με τα αδέξια χέρια μας. Μόνο ο Δημήτρης ήταν μάστορας, μα και τα δικά μας ωραία ήταν. Πριν από μέρες είχαμε κάνει ωραία πιάτα για τον τοίχο κάδρα να πούμε γύψινα που τα ζωγραφίζαμε. Μια λίμνη, ένα καραβάκι, ένα χελιδόνι και πολλά πολλά όνειρα…
Τα καλαθάκια όμως τα αγαπούσε πολύ η γιαγιά μας, και η θεία μας η Γιωργίτσα, όλο έλεγαν πως τα χρειάζονται και μεις όλο τους φκιάχναμε.
Σήμερα αν πεις πως καθώς κάναμε τις χειροτεχνίες μας ΄΄ίσως κανείς δεν θα το πιστέψει΄΄΄΄ πως τραγουδούσαμε το ΄΄Η Παρθένος Σήμερον τον Υπερούσιο τίκτει, και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει, άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι,μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι,δι, ημάς γαρ, εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.΄΄ Επίσης το΄΄ Η γεννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών,ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως,εν αυτή γαρ, οι τοις άστροις λετρεύοντες,υπό αστέρος εδιδάσκοντο, Σε προσκυνείν, τον ήλιον της δικαιοσύνης, και σε γιγνώσκειν εξ΄ύψους ανατολήν Κύριε Δόξα Σοι.
Η γιαγιά γέμιζε τις κούπες μας με τσάι του βουνού και μας έδινε από ένα κομμάτι σταφιδόψωμο. Έφαγαν της έλεγε η μάνα μας. Κάνει κρύο έλεγε η γιαγιά μας. Το τσάι θα τα ζεστάνει…
Το δένδρο μας ήταν ένα κλαδί από τα δένδρα του κήπου μας. Λίγα κλαδιά από τα κυπαρίσσια μας, και μια φάτνη φκιαγμένη από χαλοκομανίες κολλημένες σε χαρτόνια… Θυμάται πόσο όμορφες ήταν οι χαλκομανίες πόσο όμορφα τα αγγελάκια, η Παναγίτσα με τον μικρό Χριστό αγκαλιά, οι τσοπάνηδες, με τις κάπες και οι μάγοι με τα δώρα… γυαλιστερές εικόνες, φωτεινές όπως ο κόσμος των παιδιών, κι ας ήταν πριν λίγο πόλεμος και χαλασμός. Τα παιδιά ξεχνούν, τα παιδιά είναι η ζωή, το μέλλον…
Τα στολίδια του δέντρου μας, χάρτινα ή γύψινα χρωματισμένα με τα χρώματα από τις κερομπογιές μας. Λίγες μεταξωτές κλωστές και φόγκους ήταν από την θεία μας την Αθηνά. Η Γιωργίτσα έραβε δεν έπαιρνε ανάσα.
Εμείς όμως παίρναμε πανάκια χρωματιστά από το καλάθι με τα άχρηστα κουρέλια,να κάνουμε μπαλίτσες ή μικρούς φιόγκους έτσι το πολύχρωμο κλαδί μας έστω κι αν δεν είχε λαμπάκια ήταν φωτεινό αφού πίσω σε κάποιο σημείο η μάνα μας όσο θα το βλέπαμε έβαζε μια λάμπα πετρελαίου σε απόσταση για να μην καούμε…
Στα μεγάλα καλάθια, σε μια γωνιά δίπλα στον αργαλειό ήταν ένα ντουλάπι χωρίς πορτόνια. Είχε τρία ράφια από σανίδες καφετιές.Εκεί ήταν φανεροί οι καρποί του περβολιού του παππού μας… Πάνω η μάνα μας έβαζε σπόρτες με καρύδια, αμύγδαλα και λευτόκαρα.
Βάζαμε τον Δημήτρη σε μια καρέκλα και μας έδινε πολλά κι από όλα.
Τα ακουμπούσαμε στην χόβολη να ψηθούν. -Φάτε τα έτσι, φώναζε η μάνα μας. Θα ψηθήτε και σεις μαζί τους. Μμμμ πως μοσκοβόλαγαν καθώς ψήνουνταν και έβγαιναν τα λάδια τους..το άρωμά τους,….Υπέροχα..
Μα εμείς σαν παιδιά, κάτω από το χαμογελαστό βλέμμα της γιαγιάς… κάναμε τα δικά μας.
Μοσκοβόλαγε ο τόπος, ήταν κάτι που το κάναμε μόνο στις γιορτές των Χριστουγέννων. Θυμίζουν τα δικά μας Χριστούγεννα…
Είναι μια μυρωδια χριστουγεννιάτικη και αυτή, όπως τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, οι μπακλαβάδες, οι δίπλες και οι τηγανήτες της πλάκας. Είναι οι μυρουδιές της δικής μας πόλης…της δικής μας ζωής…
Εμείς δεν τους φοβόμασταν τους καλικατζαρους αφού η γιαγιά κάθε βράδυ θύμιαζε και ράντιζε το σπίτι με αγιασμό. Δεν πλησιάζουν όπου είναι ο Χριστός, έλεγε η γιαγιά μας και μεις την πιστεύαμε. Αλλά και πως να μπουν στο σπίτι μας αφού είχαμε τα σκυλιά. Θα τους έπιαναν από την ουρά τους και θα τους έδιωχναν.
Και περνούσαν οι μέρες μέχρι την ημέρα που θα γεννιούνταν ο Χριστός μας μωρό σε μια Φάτνη, για να μας χαρίσει την αιώνια ζωή. Αυτά τα έλεγε ο παππούς, όμως εμείς είμασταν πολύ μικρά, για να καταλάβουμε.
Και το βράδυ, μέσα στο κρύο, τυλιγμένα στα παλτουδάκια μας μετά τη θεία λειτουργία και αφού είχαμε κοινωνήσει γυρίζαμε μέσα στα φιλιά και στις αγκαλιές να πάρουμε τα μικρά δωράκια μας, που ήταν ένα παιχνιδάκι ένα ρουχαλάκι και να φάμε την κοτόσουπα με την βραστή κόττα γιατί έπρεπε μετά τη νηστεία να μπούμε στα κρέατα προσεκτικά.Πριν όμως μόλις μπαίναμε στο σπίτι τραγουδούσαμε τα κάλαντα και μετά από μας τα τραγουδούσαμε όλοι μαζί και ο παππούς μας… Κατόπιν τα τραγούδια που λέγαμε ήταν δημοτικά και κανένα μοντέρνο ή από τις οπερέτες που άρεσανν στο πατέρα μας,,και τραγούδια της Βέμπω ή της Άννας Καλουτά…μοντέρνα, όπως τα έλεγαν και που ήταν καλά διαλεγμένα. Πολλά είναι στην ψυχή μου.
Τετράδια θα γέμιζαν οι απλές ζαβολιές μας,όμως εσείς, θα κλείνατε τον υπολογιστή σας με την φράση.. Πάλι η βάβω παραληρεί.
Αλήθεια είναι, οι γέροι έχουν αυτήν τη τάση. Θέλουν να αφήσουν πίσω τη ζωή τους, γραμμένη στην πέτρα των αιώνιας μνήμης. Ματαιοδοξία, αγωνία, ποιος ξέρει; ίσως όλα μαζί.
Καλά Χριστούγεννα και καλή φώτιση σε όλους μας. Καλή φώτιση στους…. κυβερνήτες μας….
* H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation