Παιδιά μικρά ακούγαμε στο σχολειό μας στις μικρές τάξεις εκείνο το τραγουδάκι που ο γεωργός πάει στον αγρό. Να οργώσει. Να σπείρει. Να βρέξει. Να φυτρώσει το στάρι, να μεγαλώσει. Να καρπίσει να θεριστεί. Να φτάσει μέχρι το μύλο μετά το θερισμό και να γίνει αλεύρι να γίνει ψωμί.
Μεγάλο το τραγουδάκι και μεις χαρούμενα κάναμε τις ασκήσεις για τις γυμναστικές επιδείξεις. Ο ρυθμός ήταν υπέροχος και όταν μιλούσε για το σιτάρι, αυτό έδινε το ψωμί το πρόσφορα, την αρτοκλασία. Τούτο το τραγούδι ήταν για ένα όργωμα του Φθινοπώρου. Ήταν για τον Σεπτέμβρη τον μήνα που μετά τον τρύγο δίνει βροχές και οι βροχές μπαίνουν στο χώμα που το κάνουν έτοιμο για τις γεωργικές εργασίες με πρώτο το όργωμα. Το όργωμα γίνο υνταν και δεύτερη φορά, ώστε αφού λιαστει το χώμα να γίνει πιο δυνατό, μα έτσι με τον ήλιο χάνονται και πολλά ζουζούνια βλαπτικά. Αυτά τον Σεπτέμβρη που στα χωριά μας τον λένε και τρυγητή.
Όμως στον κάμπο της Παραμυθιάς λίγα στάρια σπέρνανε. Έτσι την ιεροτελεστεία του οργώματος την είχαν και τον Μάρτη.
Και το Μάρτη είχαμε την ίδια διαδικασία. Άλλη η σπορά, ίδια η διαδικασία. Όργωμα, φυτεμα καλαμποκιού, πατάτας, φυστίκι αράπικο, και κάπου κάπου, κάποια μποστανικά, και κηπευτικά. Δεν ξέρω αν έχετε σταθεί μπροστά στην ιεροτελεστία του οργώματος. Αρχίζει πολύ πρωί. Τα άλογα έχουν καλοπιαστεί με λίγο ζα’ι’ρέ που τους βάζουν με το σακούλι στο στόμα
Πρώτα τους περνάει τις λαιμαριές, κάτι σχοινιά με γάντζους,και ύστερα το αλέτρι. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο ζευγάς ήταν τον σταυρό του και να παρακαλέσει τον Θεό να πάει καλά η σπορά να έχουν τον επιούσιο. Μετά σταυρώνει το σπόρο που θα ρίξει ύστερα από μέρες που θα ξαναοργώσει το χωράφι Θα ρίξει σπόρο και θα σβαρίσει να τον κρύψει στη μάνα γη όπου θα πάρει ζωή και θα αναστηθεί να ξαναγεννηθεί. Αυτή η θεία δημιουργία είναι για τον αγρότη κούραση και προσμονή.
Περιμένει η γη να του δώσει το ψωμί του. Αυτό που ρίχνει το σπόρο ο σπορέας, πάντα μου θύμιζε την παραβολή. Και ο λόγος του Θεανθρώπου ήταν μέσα στην παιδική μου ψυχούλα ίδια όπως η σπορά του κυρ΄ Φάνη η του κυρ΄ Κώστα του γείτονα. Ίδρωναν τα ζωντανά, μα ο αφέντης τους, εκεί του τα μάλωνε σαν έκαναν μια άγραπη κίνηση εκεί τα πήγαινε στην άκρη να φαν λίγο γρασίδι να ξεκουραστούν μασουλώντας λίγο κριθάρι από το τα’ι’σάρι. Τα καλαμπόκια δεν τα πετάνε όπως το στάρι η το κριθάρι έτσι σαν μισοφέγγαρο. Στη σπορά του καλαμποκιού ο σπορέας ρίχνει το σπόρο σε γραμμή. Ανάμεσα ύστερα θα ρίξει ρεβίθια ή φασόλια.
Στρέμματα όργωναν. Όχι μόνο τα δικά τους, μα και μεροκάματο σε όποιον δεν είχε ζευγάρι.
Στα χωριά μας ζευγαρίζανε με άλογα στα χωριά πάνω από τη Σκάλα και με βόδια. Πολλές φορές αντί για μεροκάματο,έγραφαν ανάλογα μεροκάματα χρωστημένα. Το μεροκάματα του ζευγά ήταν ένα ο ζευγάς και από έναν τα άλογα. Αυτά ο ζευγάς θα τα έπαιρνε στο θέρο ή στο σκάλο. Το γιατί στην Παραμυθιά ζευγαρίζουν με άλογα και πάνω από τη Σκάλα με βόδια δεν το ξέρω.
Ίσως το έδαφος παίζει κάποιο λόγο. Έχω δει και χωράφια να σπέρνονται χωρίς αλέτρι. Οι γυναίκες με τσάπες τσάπιζαν ανάμεσα στις πέτρες και έριχναν λίγους σπόρους. Εκεί ανάμεσα στις πέτρες μεγάλωνε το στάρι και τάιζε κόσμο. Τόση ήταν τότε η φτώχεια που υπήρχαν οικογένειες που το ψωμί του καθενός ζυγιάζουνταν. Δεν έτρωγαν όσο ήθελαν. Μου άρεσε πολύ από όλα τα φυτά που φύτρωναν στο κάμπο να παρακολουθώ τα αράπικα φυστίκια. Σαν μεγάλωναν, τσουπ, το νέο φύτρο το νιο βλαστάρι έμπαινε στη γη και κάτω έκανε φυστίκια και πάνω νέα κλαδιά και περπάταγαν και περπάταγαν. Εγώ έβαζα μια γλάστρα τόσο πολύ μου άρεσαν.
Ακόμη μου άρεσαν οι πατάτες με την πλούσια πρασινάδα,τα πολλά βλαστάρια που πέταζε η γη και που έκαναν από μια τούφα μπλε λουλουδάκια με κίτρινη καρδιά. Πόσο θύμωνα που τα δένανε και έτσι στέγνωναν. Μα ο Μάρτης δεν ήταν σαν το Σεπτέμβρη. Αυτός άνοιγε τη μέρα λες και ήταν Καλοκαίρι και ξαφνικά η μπόρα. Μα ας έβρεχε όσο ήθελε, χαλάζι μόνο να μην έριχνε γιατί το χαλάζι σπάει το φυτό και το ρίχνει στη γη μισοπεθαμένο. Σκούπιζε τα άλογα ο ζευγάς μη του κρυώσουν σαν άρχιζε η βροχή η σαν τελείωνε το όργωμα. Ήταν οι σύντροφοι του το ζευγάρι του. Έχετε δει ζευγά να μιλάει στα άλογά του. Ούτε παιδιά ούτε γυναικά με τόση στοργή. Τα πρόσεχε πολύ όταν ήταν ιδρωμένα. Πήγαιναν κάτω από ένα δένδρο να γλυτώσουν την κακή ώρα. Σε λίγο θα έφευγαν.
Μετά τη βροχή, αν δεν περάσουν μέρες, αν δεν στραγγίξει το χώμα, χωράφι δεν οργώνεται. Μετά, ήρθαν οι μηχανές που όργωναν τη γη με πολλά αλέτρια με πολλές κόψεις και μεγάλη δύναμη. Αυτές έσπερναν κιόλας. Και έκανε πάλι το σταυρό του ο γεωργός να πάει καλά ο καιρός να γεμίσει τα αμπάρια. Αυτά τότε παλιά. Μετά,,, άλλαξε ο κόσμος,, μετά άνοιξαν οι δρόμοι της έρμης ξενιτιάς. Οι δρόμοι του πόνου και του καημού. Γιατί πως να το κάνουμε όταν έμενε η νια κοπέλα πίσω κι ας είχε τρία παιδιά ήταν δεν ήταν εικοσιπέντε χρονών.
Και ήθελε να του πει. Μη φεύγεις. Αν τολμούσε να το πει όμως, θα την στραβωκοίταγαν. Έμενε πίσω και περίμενε και περίμενε και τα χρόνια περνούσαν. Έρμα και ξάλμα χρόνια θα σου πουν, σαν τις κουβεντιάσεις, αν τις ρωτήσεις. Παιδιά μεγάλωναν σαν ορφανά. Έρχονταν το τσέκι μα,,, τριγύρω ερημιά. Και να κρύβουν τη νιότη τους μην τους βγει το όνομα. Από την άλλη θα σου πουν δόξα το Θεό. Χάσαμαν τα νιάτα μας μην πει ο κόσμος κουβέντες, κερδέσαμαν όμως.Δεν μετράγαμε πια το ψωμί.
Μπήκε το κρέας στο πιάτο μας. Έφυγαν τα μπαλώματα από τα ρούχα. Ξεχάσαμαν τα μπαλώματα. Μπορεί να κλάψαμε μέρες δαγκώνοντας το μαξηλάρι, μπορεί να ζάρωσε το μούτρο μας μπορεί να γεράσαμαν μακρυά ο ένας από τον άλλον αλλά τουλάχιστον τώρα παίρνουμε σύνταξη. Λίγο το έχεις αυτό…. Σπουδάσαμαν και τα παιδιά. Φκιάξαμαν σπίτια.
Πήραμαν αυτοκίνητα. Χορτάσαμαν από τα όλα. Και δεν τις ρωτάς. Αν γύριζε η ζωή πίσω το ίδο θα έκανες; Αν γύριζε η ζωή πίσω, όλοι, όλο και κάτι άλλο θα κάναμε, όλο και κάτι θα αλλάζαμε. Μα η ζωή δεν γυρίζει πίσω για κανέναν.
Τα όνειρα άλλα βγαίνουν και άλλα όχι. Έτσι τα έφτιαξε ο Θεός και μεις δεν έχουμε παρά να θυμούμαστε και να χαιρόμαστε ότι πέρασε και μας άφησε τη γεύση της αληθινής ζωής.
Φωτογραφία αρχείου Σωτήρη Ν. Δοντά
H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation