1949 – 1955. Παραμυθιά πανέμορφη με τα γύρω της χωριά, τον κάμπο, τα βουνά και αγνάντιο ή λίμνη η το ποτάμι να σου τραγουδάνε.
Αρχοντικιά η πόλη μας, μια και οι αγάδες όντως ήταν αγάδες, με δούλους τους ραγιάδες, με όλες τις κλοπές τους εκβιασμούς, τους φόνους που έκαναν και άρπαζαν τον ιδρώτα και το λίγο ψωμί του ραγιά.
Έτσι τα σπίτια τους ήταν σωστά παλάτια. Χτισμένα τρίπατα, σε σχήμα κάστρων που στη μέση είχαν τεράστιες αυλές με ξινά ακόμα και φοίνικες.
Σαν έφυγαν ή μόνοι τους ή οι γερμανοί κατά τις μάχες ή το μίσος των ελλήνων που χθες έχασαν άδικα τους παραμυθιώτες, πατεράδες αδελφούς παιδιά και ξέσπασαν ακόμη και στα ντουβάρια να μην θυμίζουν τις συμφορές και τους πόνους που τράβηξαν όχι μόνο στα χρόνια της σκλαβιάς μα και από το 1941-1944 τον Νοέμβρη που έφυγαν τελικά από τον τόπο μας.
Απομεινάρια αυτής της πλούσιας ζωής έδειχναν, και σαν ρήμαξαν ήρθαν να τα κατοικήσουν οι κάτοικοι των χωριών που οι αλβανοτσάμηδες με τους γερμανούς είχαν κάψει τα χωριά τους, κατέβηκαν λοιπόν νομίζοντας πως εδώ τους περίμενε μια ζωή πολύ καλύτερη.
Στην αρχή, η Μητρόπολη και η πρόνοια έδιναν κάποια τα τρόφιμα και κάποια χρήματα ρούχα έτσι τους κράτησαν στην πόλη. Μα στην πόλη τους κράτησε και ο φόβος του εμφύλιου. Πουθενά δεν ήταν ασφαλείς. Μα στην πόλη ήταν καλύτερα, είχε αστυνομία και στρατό
Μετά, σαν έπαψαν και τα επιδόματα τα χρήματα ακόμη και τα ρούχα, πως να ζήσουν; Πολύς ο κόσμος, λίγα τα μεροκάματα.
Ο Κάμπος της Παραμυθιάς, που είχε ελιές, τόσες και τόσο πυκνές που πιάνουσαν κλαδί το κλαδί και έρχουσαν από το Φανάρι μέχρι τη Παραμυθιά χωρίς να ακουμπήσεις στο χώμα, τώρα δεν υπήρχαν. Είχαν καεί από τους γερμανούς. Τα έκαψαν για να μην κρύβονται οι αντάρτες. Έμειναν μόνο ελιές στους πρόποδες του βουνού.
Έτσι όλος ο κάμπος φυτεύονταν από στάρι, καλαμπόκι, βρώμη, βρίζα. Το φυτό όμως που φύτευαν σε μεγαλύτερες ποσότητες ήταν το καλαμπόκι ποτιστικό ή ξερικό. Μπορούσε να φυτευτεί πρώιμο ή όψιμο.
Ανάμεσα στα καλαμπόκια έσπερναν ρεβύθια, μαυρομάτικα φασόλια ή άσπρα κοντά φασούλια, που έκαναν γρήγορα και στον ίδιο χρόνο τον καρπό και ήταν για ξερά.
Το καλαμπόκι ήταν το βασικό ψωμί στα χωριά μας. Επειδή ο χρόνος από τη σπορά μέχρι το μάζεμα ήταν λίγοι μήνες, έδινε τη δυνατότητα βοσκής αλλά όταν ήταν όψιμο, και πρώτης καλλιέργειας.
Τότε, τίποτε δεν πήγαινε χαμένο. Ο καρπός για αλεύρι, θα έδινε το ψωμί της χρονιάς. Τα φύλλα από το στέλεχος του φυτού για ζωοτροφή. Τα φύλλα από τον ξέφλο του καλαμποκιού για γέμισμα σε στρώματα ή μαξιλάρια.
Τα κότσιαλα τριμμένα ήταν καλή ζωοτροφή για άλογα και γαϊδούρια, ή έκαναν χρήση φελλού για διάφορες βαρέλες μπούκλες, στάμνες. Ακόμη καίγονταν στο τζάκι το Χειμώνα.
Ακόμη το ότι μαζί με το ψωμί του καλαμποκιού, έβγαζαν και τα ρεβύθια ή φασόλια ήταν διπλό κέρδος.
Το καλαμπόκι από το φύτευση μέχρι το μεγάλωμα ήθελε κόπο, δυο σκαλίσματα και πότισμα αν ήταν ποτιστικό.
Ο καρπός όταν είχε ξεφλουδιστεί χωρίζονταν σε σπόρο για την άλλη χρονιά και λίγο για κοκόσιες [ποπ κορν] και λίγες ρόκες για μπόλια.
Κράταγαν τον καλύτερο και δυνατότερο καρπό. Αυτά μέναν με κάποια φύλλα από το περίβλημά τους δένονταν και μπαίνανε στα σταλίκια,[ στις γρεντές] για να μην υγρανθούν και ο καπνός δεν άφημε τους σκόρους να τα πλησιάσουν.
Τα άλλα αστάκια τα δάρτιζαν για να βγει ο καρπός χτύπαγαν με το δάρτη. Με το δάρτη έφευγε ο καρπός από το κότσιαλο και έμεναν μόνο σπόρια καρπού, αυτός θα απλώνονταν να λιαστεί για μέρες.
Τι ήταν ο δάρτης;;; Ήταν δύο γερά ξύλα από κέδρο, καρυδιά, κυπαρίσσι ή δρυ. Ήταν το ένα ένα μέτρο και το άλλο μικρότερο. Αυτά δένονταν μεταξύ του με τριχιά περίπου 30-40 εκατοστά. Κράταγε ο εργάτης ή ένας από το σπίτι το ένα ξύλο το μακρύ και με δύναμη γύριζε το άλλο να χτυπήσει τα στάχυα. Ο καρπός έφευγε από τα κότσιαλα ή τσόκαλα και απλώνονταν να στεγνώσει.
Μετά έμπαινε στα αμπάρια, που ήταν μεγάλες ντουλάπες με ένα χώρισμα στη μέση για να μπαίνουν τα σιτηρά ή το καλαμπόκι.
Υπήρχαν όμως και οικογένειες που δεν είχαν αμπάρια. Αυτές τότε είχαν βαρέλια, που τα έκαναν μόνοι τους, από κορμό πλάτανου που τον έσκαβαν.
Ήταν υπέροχα αυτά τα βαρέλια, όπως και τα σκεύη της κουζίνας που ήταν από ξύλο γκορτσιά, κέδρου, δρυός και κάναν χρέη τάπερ.
Αυτά όλα τα μαγικά, είχαν τον παλιό καλό καιρό και δόξαζαν τον Θεό σαν είχαν το ψωμί της χρονιάς και τα κρεμμύδια τους.
Και αγριεύομαι η γριά όταν ακούω ανθρώπους της γενιάς μου ή εξήντα χρονών ακόμη και πενήντα να μου λεν. Εγώ χωρίς κρέας δεν μπορώ να φάω, πως νηστεύεις; .
Και σκέπτομαι, πόσα ωραία φαγητά δεν έχουν κρέας και μου αρέσουν μα αρέσουν σε όλους τους φίλους μας. Από όσπρια σούπα ή στο νταβά, ντολμάδες, μακαρόνια, πιλάφια, πίτες, λαχανικά,ακόμη και τις τηγανητές με λαχανικά όπως μάραθο, κολοκυθια, ντομάτα ή ντοματοχυμό,κλπ
Γιατί δεν γράφω γαρίδες καραβίδες, αστακούς, χταπόδια καλαμάρια σουπιές μύδια στρείδια.. Ε.. Τότε στο χωριό δεν είχαμε από αυτά.
Κάναμε όμως λουκουμάδες, χαλβά, μπακλαβάδες κολοκυθόπιτες λαχανόπιτες, και παστίτσια ορφανά.
Οι ελιές με τσαγάκι του βουνού και ψανισμένο ψωμί,τα κακάο με το ζεστό ψωμί, ο χαλβάς ο αγοραστός τα τουρσιά μας,, τα ξερά σύκα οι μπασμάδες, τι να πρωτοφάς.
Και όπως λέγανε τότε, ότι και να φας, σκ–α θα βγάλεις.
Άντε πάλι… ότι θυμάμαι χαίρομαι… Έτσι είναι οι γριές παράξενες και κολλημένες στα παλιά της συχωρεμένης.
H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation