Τον πατέρα μας τον έλεγαν Βασίλη είχε το όνομα του ξακουστού Βάσιο Παύλου και όλη η οικογένεια γιόρταζε με ότι καλύτερο και όσο καλύτερα μπορούσε.
Τότε ο κόσμος στις γιορτές δεν πήγαιναν δώρα. Μόνο οι συγγενείς. Δώρα παραγωγής τους καρύδια, πίτα, τυρί φρέσκο ανάλατο κλπ. Εμείς τα δώρα μας τα κάνουμε σαν οικογένεια τα Χριστούγεννα.
Επειδή όμως πολλοί ή μάλλον οι πιο πολλοί έδιναν τα δώρα τους την πρωτοχρονιά, πάντα ο παππούς μας, μας έφερνε ένα μικρό δωράκι στον κάθε ένα μας, που ήταν ένα βιβλίο ή ένα μελανοδοχείο με μελάνι σινική και μπλοκ ζωγραφικής ή μικρά μπλοκάκια χαρτοπλεκτικής…
Η σινική μελάνη είχε κάτι πολύ μικρά πενάκια. Η ιστορία της μελάνης αυτής που έρχονταν από τη μακρινή Κίνα ήταν ένα παραμύθι. Η σινική μελάνη, ήταν μαγική μα και οι ζωγραφιές που έκανε το μικρό πενάκι υπέροχες. Ένα τόσο δα κούτσικο μελανοδοχείο που μέσα είχε ένα χρώμα μελάνης και υπήρχαν πολλά μικρά μελανοδοχεία και πολλά χρώματα για υπέροχες ζωγραφιές.
Εκείνη τη χρονιά ο παππούς σε μένα έφερε ένα κομμάτι τσουβάλι και μια πλεξίδα με ειδικές μάλλινες κλωστές με βελόνα και τυπωμένο ένα χαρτί με ένα σχέδιο ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Δεν είχε χρώματα το χαρτί μόνο τα σχέδια είχαν τελείες, ν, χ, γραμμές πλάγιες δεξιά και αριστερα. Ήμουν δεν ήμουν οκτώ χρονών.
-Παππού δεν θα μπορέσω να το κεντήσω δεν έχει τα χρώματα. Δεν θα μπορέσω να τα δω τα σημάδια, δεν βλέπω καλά.
Η θεία μου η Αθηνά, πήρε τα χρώματα του Δημήτρη, ήταν κερομπογιές και ζωγράφισε το μπουκέτο μου.
-Τώρα μπορείς μου είπε, ενώ ο Δημήτρης γκρίνιαζε γιατί πήρε τα χρωματά του.
-Αυτή όλα μου τα παίρνει άντε είπε για μένα.
-Δε στα πήρα εγώ η θεία σου τα πήρε βρε.
-Όποιος γκρινιάζει σήμερα θα γκρινιάζει όλο το χρόνο είπε ο πατέρας μας και σταμάτησε η γκρίνια αμέσως.
-Όποιος γκρινιάζει δεν θα παίξει πάρτα όλα συμπλήρωσε η μάνα μας. Δε φταίτε εσείς φταίνε οι μεγάλοι που σας κακομαθαίνουν. Το ξέρετε ότι σήμερα πολλοί δεν έχουν ούτε ψωμάκι; Ε΄κακομαθημένα.
Μα σήμερα όλοι έχουν τα χρειαζούμενα είπε η γιαγιά. Κανένας δεν πρέπει τούτες τις μέρες να μην είναι καλά, όλος ο κόσμος πρέπει να έχει ότι χρειάζεται…
Μάθημα πρώτο πως όσοι έχουν ας δώσουν κάτι έτσι θα περάσουν όλοι καλά ό Αγιος Βασίλης όλη του την περιουσία της έδωσε στους φτωχούς, έκανε σχολεία, γηροκομεία, νοσοκομεία
Εκεί άρχισε το παραμύθι με τους καλικάντζαρους, με και με τη μαγική φλογέρα. Αυτά είναι για τις καθημερινές είπε ο πατέρας, σήμερα θα παίξουμε πάρτα όλα με λεφτόκαρα. Στο μεγάλο τραπέζι όλοι εμπρός μάρς. Σηκωθήκαμε και καθίσαμε όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι με τις ψάθινες καρέκλες. Η θεία μας έριξε κούτσουρα στη φωτιά να μην κρυώσουμε.
Μπήκαν όλοι γύρω από το πιατάκι του πάρτα όλα. Εμείς τότε χαρτιά δεν παίζαμε χαρτιά έπαιζαν νωρίς οι άνδρες στο καφενείο. Εκεί γύρω στις δέκα όλοι ήταν στο σπίτι.
Εμείς στο σπίτι μας μόνο ποδαρικό κάναμε και βάζαμε μια μπότσκα στην πόρτα για το μάτι και την καλή χρονιά. Είχαμε και ένα παλιό πέταλο σιδερένιο από τον παππού το Χρήστο.
Στο σπίτι του παππού μας του Χρήστου είχαν πολλά έθιμα παράξενα, μα εμείς στο δικό μας σπίτι όχι. Εκεί είχαν κοπάδια γιδοπρόβατα. Σπάζαμε και ένα ρόιδο στην πόρτα μόλις μπαίναμε για το γούρι. Έρχουνταν και ο παπάς να μας αγιάσει πρωί πρωί μετά τη θεία λειτουργία. Η γιαγιά μας η Γεωργία έκανε για τα ζώα ειδικές κουλούρες κεντημένες. Η μάνα μας, μας γέμιζε συνέχεια τις τσέπες με λεφτόκαρα μέχρι τις ένδεκα η ώρα. και σε μικρά πιάτα έβαζε μεζεδάκια, και κάστανα που έψηνε μόνη της στο τζάκι για τους άντρες..
Εκεί λοιπόν γύρω στις ένδεκα, η μάνα μας πήρε τα μικρά μεζεδάκια που ήταν για τους άνδρες και έβαλε στη μέση την κοτόπιτα και την κρεατόπιτα της γιαγιάς μας. Σε ένα νταβά είχαν κάνει κατσίκι με πατάτες για τα παιδιά, εμάς.
Να φάνε τα παιδιά είπε ο παππούς μα εμείς απόψε δεν θέλαμε να φάμε είχαμε σκάσει από τα κάστανα και τα λεφτόκαρα, να ξαπλώσουμε δε θέλαμε, θέλαμε να είμαστε μεγάλοι με τους μεγάλους. Είχαμε σχεδόν τελειώσει το φαγητό όταν χτύπησε το ρολόι μας μία. Αγκαλιές φιλιά και ευχές. Και στα κορίτσια μας, όλοι έλεγαν καλό τυχερό καλό τυχερό. Εμένα γιατί δεν μου λέτε καλό τυχερό αφού είμαι κορίτσι πατέρα;
Κορίτσι είσαι, που θες και να σου πουν καλό τυχερό γέλασε η μάνα μου. Κορίτσι είσαι μου είπε ο πατέρας, όμως πρέπει να μάθεις να κάνεις μπουγάδα να ζυμώνεις ψωμί και τότε θα σου πούμε και σένα καλό τυχερό.
Δεν ήθελα να κάνω μπουγάδα ούτε να ζυμώσω ψωμί όπως η γιαγιά μου που ζύμωνε μια σκάφη ψωμιά κάτι ντεψιά μεγάλα και πολλά, α, πα, πα, πα, πα.
Όταν λοιπόν η ώρα χτύπαγε μια μέσα στις ευχές μπερδευόμασταν, ορμάγαμε, και φιλάγαμε πρώτοι το πατέρα μας και του λέγαμε χρόνια πολλά μπαμπάκα μας χρόνια πολλά. Μετά ο παππούς και κατόπιν η γιαγιά που πάντα σκούπιζε τα μάτια της. Της έλειπε ο Μήτσιος ο γιος της, που τραυματίσθηκε στον εμφύλιο και σε λίγες μέρες πέθανε.
Μετά τα φιλιά και τις ευχές τα τραγούδια κόβαμε την βασιλόπιτα που ήταν μια γλυκιά κολοκυθόπιτα και μετά το 1952 έγινε καρυδόπιτα από τη θεία μας την Αθηνά, ενώ η γιαγιά μας μας έβαζε κουραμπιέδες και δίπλες που εμείς τις λέγαμε φιογκάκια και έλεγε σιγά σιγά να τρώτε μην μας αρρωστήσετε..
Τη βασιλόπιτα την έκοβε πάντα ο παππούς όπως και το ψωμί. Τη σταύρωνε, και έκοβε με τη σειρά του Χριστού, του Αί Βασίλη, του σπιτιού, του φτωχού και με τη σειρά πρώτα του μπαμπά που γιόρταζε. Μετά δικό του της γιαγιάς κλπ. Σε όποιον και να έπεφτε το νόμισμα, απλώς ήταν ο τυχερός και το νόμισμα έμπαινε στο εικόνισμα. Στον τυχερό άντε να του δίνανε καινούριες ευχές.
Μπακλαβά και γκαντα’ι’φι δεν θέλαμε, τρώγαμε όλη τη σαρακοστή μπακλαβά με σπιτικό φύλλο και λάδι που ήταν νηστίσιμος. Από όλα τα τραγούδια που λέγαμε τα πρωτοχρονιάτικα εκτός από το πάει ο παλιός ο χρόνος, λέγαμε πολλά δημοτικά δικά μας όπως στη βρύση στα Τσερίτσιανα τη Τζαβέλαινα,το φισούνι, και το ταταταμ ταρατατάμ με την τρομπέτα και μας ξεκούφανες τα αυτιά βουλώσατέ τα. Παντού χαρά να φιληθούμε εχθροί και φίλοι και θα σας πω τραγουδιστά τον Άι Βασίλη.
Απόψε γλέντια μας και δώρα και λαούτα. Και το τραπέζι θα στρωθεί με όλα τα φρούτα. Και ο παππούς τη βασιλόπιτα θα κόψει και σ΄όποιον τύχει το φλουράκι θα προκόψει. Γιόρταζε ο πατέρας μας και ήταν η χαρά του σπιτιού μας. Βέβαια είχα ένα μεγάλο παράπονο όλο το Μπούλη έβαναν να κάνει ποδαρικό εμένα ποτέ.
Την άλλη μέρα ήταν πολύ όμορφα όλα, κόσμος πολύς έρχονταν για να πουν χρόνια πολλά για τον πατέρα μας, και η μάνα μας γελαστή μαζύ με τη γιαγιά και τις θείες έστρωναν και ξέστρωναν το τραπέζι γιατί αν έπεφτε κρασί το άλλαζαν γιατί βάφει και δεν βγαίνει.
Εμείς καθόμασταν στη μεγάλη κουζίνα και παίζαμαν και κάναμε ζαβολιές. Τι όμορφα που ήταν τα μικρά ποτηράκια σαν δαχτυλήθρες που έβαζαν το λικέρ, τα πιατάκια τα γυάλινα που μοιάζανε με λουλούδια τα πετσετάκια τα κεντητά που έμπαιναν σε κάθε επισκέπτη Είχε μια επισημότητα το σερβίρισμα ένα σεβασμό στον κάθε έναν που θα έρχονταν για χρόνια πολλά.
Στο σπίτι μας πάντα την παραμονή της πρωτοχρονιάς, όπως και σε όλες τις μεγάλες γιορτές παίρναμε ένα, έως τρία μοναχικά άτομα. Το πάσχα περισσότερους.
Καλή κι ευλογημένη χρονιά σε όλους
Φωτογραφία αρχείου
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation