Είχαμε έρθει στην Ήπειρο για διακοπές. Πρώτα πήγαμε στην πεθερά μου, στο Πολύδωρο. Εκεί θα καθόμασταν τις πιο πολλές μέρες, τις άλλες λίγο εδώ λίγο εκεί. Τότε είχαμε ένα ανοιχτό “που έκλεινε” αυτοκίνητο δίπορτο αλλά σκληρό. Πήγαμε λοιπόν και στο σπίτι της γιαγιάς να τη δούμε.</span></span>
Ο μπαξιές ήταν μες τα χρώματα και τα αρώματα. Εγώ αφού φίλησα τη γιαγιά μου, πήρα ένα πιάτο και πήγα στη σύκερη συκιά μας, αυτή καρπίζει από τον Ιούνιο.
– Που πας, ακόμα δεν μπήκες μέσα, που πας
– Έχω γλυκά μου είπε η γιαγιά θυμωμένη που την πρόσβαλα. H Γιαγιά μου η Αθήνα έχει όλων των ειδών τα γλυκά μα τέτοια σύκα δεν έχει.
– Αλήθεια, κοτζάμ Αθήνα και δεν έχει σύκα σαν αυτά;
– Δεν έχει γιαγιούλα μου δεν έχει.
Έφερα τα σύκα που ήταν από τη δική μου συκιά. Άσπρα μεγάλα νόστιμα. Όλοι έπεσαν με τα μούτρα στα σύκα και γω βγήκα να μαζέψω κι άλλα. Ήθελα να μαζέψω τόσα όσα τις χρονιές που δεν μπόρεσα να έρθω. Μετά πήρα τα παιδιά και τα πήγα στο περβόλι. Να η αλτάνα, το καρυοφύλλι μυρίστε τα. Εδώ η μαντζουράνα και και και..
Μεγάλη ήμουν με παιδιά μάνα όμως αυτές τις ώρες γίνουμαν εγώ το παιδί. Ήμουν στο σπίτι που μεγάλωσα. Ντρεπόμουνα μα δεν μπορούσα να το κρύψω όπως δεν μπορούσα να κρύψω τα δάκρυά μου, και αυτά τα δάκρυα έτρεχαν λυτρωτικά. Και κάθε φορά που πηγαίνω σε τούτο το περβόλι κλαίω από ένα μυστήριο καημό ένα πόνο για μένα, για τόσες αγκαλιές που χάθηκαν, για όσα πέρασαν και για το πανέμορφο περβόλι που σήμερα απότιστο ακλάδευτο μέσα στα βάτα, άχρηστο και λυπημένο περιμένει το χέρι που θα του δώσει αγάπη, που θα του δώσει ζωή ξανά.
Δεν θυμάμαι ποια χρονιά ήταν, γιατί εμείς πάντα άδεια μας την παίρναμε τον Ιούλιο, να είμαστε στη γιορτή της Αγίας Κυριακής στο Πολύδωρο. Εκεί κάθε χρόνο κάνουμε πανηγύρι. Εκείνη τη χρονιά στο σπίτι της γιαγιάς πάνω στο ψυγείο ήταν μια μεγάλη τηλεόραση σκεπασμένη με ένα ωραίο καρέ σταυροβελονιά.
Γιαγιά δεν βάζουμε ποτέ καρέ στην τηλεόραση για να μην καεί. Όλες οι γυναίκες έχουν καρέ μου είπε εγώ αλλιώτικα;
Η γιαγιά όμως είχε άλλη απορία πως ο ίδιος άνθρωπος μπαίνει σε όλα τα κουτιά των τηλεοράσεων του κόσμου. Πως το κάνει αυτό; Δεν ήταν εύκολη η εξήγηση μα έκανε πως κατάλαβε. Στη θεία μου είπε πως ούτε εγώ που είμαι έξυπνη αυτό δεν το ξέρω. Μου είπε η Αλεξάνδρα πως έρχεται σαν τη φωνή στο τηλέφωνο, πως μπαίνει μέσα όπως στη μηχανή του φωτογράφου,, άντε από την Αθήνα ως εδώ, μπααα…
Πήρε τηλεόραση μόλις πήγε σήμα στην πόλη μας, και μπορούσε να γλέπει και να περνάει η ώρα της. Μάζευε και τις φίλες της στο δωμάτιο το καλό. Εκείνη κοιμούνταν στην κουζίνα με τη μαςίνα. Είχε έτσι το Χειμώνα ζέστη και το Καλοκαίρι, έκανε τα φαγιά της και κάθουνταν όξω. Όξω στο σκαλοπάτι και τον πέτρινο πάγκο κάθουνταν οι γειτόνισσες και τα έλεγαν. Κάθε μέρα έλεγαν τα ίδια, τώρα όμως είχαν πολύ καλύτερα θέματα.
Ήταν κάποια σειρά, της ΥΕΝΕΔ ο άγνωστος πόλεμος. Ο στρατηγός Βαρτάνης είδωλο…
Απόγευμα και άρχισαν να έρχονται οι φίλες της γιαγιάς. Τους έκανα καφέ και τους έβαλα κουλουράκια, καμάρωνε η γιαγιά, για την προκόπω, που μπορούσε να κάνει καφέ και να τον σερβίρει. Σε λίγο έβλεπα μια ανησυχία, μια αγωνία. Όταν έφευγα προς την κουζίνα κάτι μουρμούριζαν.
– Αλεξάνδρα δεν θα πας τσουπρούλα μου να δεις και τις φιλενάδες σου.
– Πάμε μου είπε ο Χρήστος οι βάβες θέλουν να φύγουμε.
– Τι λες Χρήστο μου, εγώ δεν ήρθα για βόλτες, ήρθα να δω τη γιαγιά μου.
– Δε βλέπεις πως κάτι γίνεται.
– Γιαγιά είναι κάποια φίλη σου άρρωστη;
– Χτυπησαν ξύλο όλες μαζί.
– Αφού γιαγιούλα μου δεν συμβαίνει τίποτε γιατί είστε έτσι;
– Πάμε μέσα είπε η γιαγιά σε όλες. Κάτσε και συ, αλλά πρώτα βάλε τη Λεωνόρα.
Αχ ακούσθηκε μια φωνή επι τέλους κατάλαβε. Φαντάσθηκα πως θα έλεγε από μέσα της ο μπούφος. Κάρφωσαν το βλέμμα τους στην οθόνη και μεις φύγαμε να πάμε σε κάποιο χωριό έτσι για μια βόλτα. Ψυχή στις γειτονιές, κάποιοι άνδρες μόνο κυκλοφορούσαν. Ρώτησα όταν γύρισα τη γιαγιά μου.
– Γιαγιά μου τι βλέπετε;
– Τον πόλεμο εσείς δεν τον βλέπετε;
– Γιαγιά μου βλέπουμε μα όταν έχουμε χρόνο; Αφού δουλεύουμε, μπορούσες εσύ να κάτσεις όταν ήσουν στο μαγαζί ή πήγαινες στα ρύζια.
– Που τα θυμήθηκες τα ξάλιμα, αχ μες το νερό,, που μου έτρωγαν οι βδέλες το γαίμα.
– Σπουδαία πράγματα βλέπουμε Αλεξάνδρα μου, λένε πως και στην Παραμυθιά σκότωσαν έναν άνθρωπο αθώο μα που να ξέρω τώρα δεν θυμάμαι.Αχ αχ τι τραβάει αυτός ο άνθρωπος στη Λεωνόρα αχ αχ τι τραβάει κλπ κλπ κλπ.
– Εσάς τι σας λέει αυτό;
– Τι μας λέει που ξεκοτισθήκαμαν να κουβαλάμε, να πεινάμε, να, να, και στον πάτο χάσαμαν και τα παιδιά μας;
– Δεν το ζήσαμαν εμείς τον πόλεμο. Δεν σας τα λέγαμε. Τι, να τώρα που τα δείχνουν στην Λεωνόρα..
Και να κλαίνε οι βάβες με μαύρο δάκρυ.
– Αχ που δεν καταλαβαίνεις και είσαι και έξυπνη. Αλεξάνδρα μου, να βλέπεις, να θυμάσαι, τους δικούς μας που χάθηκα στον πόλεμο!
Τι να πεις, δεν χωράει λόγος.
Γιατί το γράφω τώρα αυτό το γεγονός, γιατί βγαίνοντας προχθές από το σπίτι μου, , είδα όλους να κρατάνε ένα κινητό ή τάμπλες στο χέρι. Ξέχασαν το χαμόγελο, ξέχασαν τη συνάφεια, τα βιβλία, τον λόγο. Ύστερα ζητάμε ανεξαρτησία από τα εθισμένα άτομα. Ελπίζω πως ίσως κάποιοι ανακαλύψουν ξανά την κουβεντούλα, τον καφέ, την εξοχή, τον έρωτα, τη φιλία, την αντίσταση, την Ελευθερία.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation