Μικρή και χαϊδεμένη η Γιωργούλα. Όταν μπήκαν οι ιταλοί με τους γερμανούς, οι δικοί της είπαν “Πρόσεχε μην παίζεται μακρυα, εδώ να σας βλέπει η μάνα σας, γύρω στα σπίτια”.
Δεν ήθελαν να τα τρομάξουν ούτε να τα αφήσουν ξέγνοιαστα. Τίποτε δεν ήταν σαν και πρώτα. Και πως να ήταν. Σήκωσαν κεφάλι οι αλβανοτσάμηδες και άρχισαν τους εκβιασμούς. ΄Έπρεπε να προσέχουν πολύ μικροί μεγάλοι ακόμα και τις κουβέντες τους. Οι παλιοί στρατιωτικοί έκρυβαν τη ζωή τους, πίσω από εργασίες αγροτικές. Η γη σου δίνει ελευθερία. Σου δίνει ψωμί. Ακόμη και το δάκρυ σου το κάνει γλυκό, το κάνει ένα με το χώμα. Έπρεπε όμως να προσέχουν τα παιδιά.
Στο σπίτι είχαν γάτες και σκυλιά. Δεν τα τάιζαν. Αυτά έβρισκαν την τροφή τους. Και πρώτα δεν τα τάιζαν, τους έριχναν λίγο σκυλόψωμο που έκαναν με τα λαθαρίδια του σταριού ή του καλαμποκιού. Η μεγάλη ήταν ένδεκα χρονών καταλάβαινε. Η μικρή ήταν οχτώ και για τούτη σκιάζονταν όλοι κι όλο την καλόπιαναν να μη πηγαίνει για παιχνίδι κατά το σχολείο και να παίζει στο μικρό τους περβόλι. Κούνια είχαν ριγμένη στην καρυδιά.
Στη βρυσοπούλα έπαιζαν όλα τα παιδιά μα τούτη είχε φιλενάδα που σκιάζονταν το νερό μη κρυώσει και τις πέτρες μη πέσει. Δεν ήθελε να ακούσει κανέναν.
Αφού όταν πήγαινε σχολείο ο μεγάλος αξιωματικός της χαμογελούσε. Ήταν όμορφη, ξανθιά, γαλανομάτα, με υπέροχες πλεξίδες, που η μεγάλη της αδελφή τις έδενε με δυο ωραίους φιόγκους.
Έζωσαν τα φίδια τον πατέρα της. Ούτε στο μαγαζί δεν θα έρχεσαι ούτε στο σχολείο. Να ακούς τη μάνα σου και την αδελφή σου.
Δίπλα στο σπίτι τους, ήταν η μεγάλη πέτρα. Μια μέρα εκεί ήρθε ένας ιταλός και κοίταγε γύρω γύρω. Μαζεύτηκε στο σπίτι και περίμενε να φύγει. Τον είχε ξαναδεί. Τζουζέπε τον φώναζαν. Άγριος ήταν.
Καθώς κοίταζε κρυμμένη πίσω από τη μεγάλη πορτοκαλιά τον είδε να κοιτάει τη γάτα τους.
Όλοι στο χωριό λέγανε πως οι ιταλοί τρώνε γάτες και χελώνες. Για τις χελώνες δεν την ένοιαζε, ας τις φάνε όλες, για τη γάτα της όμως. Τρελάθηκε να της φάει ο ιταλός τη γάτα τους.
-Πατέρα ρώτησε, τρώνε οι ιταλοί γάτες;
-Τρώνε αλλά εσένα τι σε νοιάζει.
Δε μίλησε, γνώριζε πως αν μιλήσει θα τη μάλωναν και δεν ήθελε να τη μαλώνουν. Αυτή ήταν η πιο μικρή η χαϊδεμένη.
Την άλλη μέρα ξέφυγε από τα μάτια της μάνας της και τσουπ στην κατραμπινιερία. Η καρδιά της έτρεμε μα έπρεπε να σώσει τη γάτα τους. Ζήτησε τον μεγάλο. Περίεργοι μαζεύτηκαν γύρω της και φώναξαν τον αξιωματικό τους. Μόλις την είδε της χαμογέλασε. Βέβαια απορούσε τι τον θέλει ένα παιδί. Νόμισε πως ήθελε σοκολάτα. Της έδωσε μια. Δεν την πήρε. Τον κοίταζε άγρια και σοβαρά.
– Ποιος σε πείραξε της είπε Ελληνικά; Οι άλλοι στάθηκαν γύρω δεν ξεκούναγαν. Πήρε θάρρος έδειξε το στρατιώτη και είπε. Αυτός θέλει να φάει τη γάτα μας.
– Όχι, όχι, είπε ο στρατιώτης, ήταν ωραία και την κοίταζα.
– Μη τρομάζεις, κανένας δεν θα πειράξει τη γάτα σου.
Της έδωσε σοκολάτα και μπισκότα. Της είχαν πει να μην παίρνει τίποτε από κανέναν ξένο, Αλλά τώρα τα πήρε. Πόσο καλός ήταν ο ιταλος! Και της είπε πως δεν θα πειράξουν την γάτα της. Εκείνη τη μέρα της είπαν πως λένε ιταλικά το ευχαριστώ. Το είπε και άρχισε τα σούρτα φέρτα κρυφά από όλους στην καραμπινιερία.
Κάποτε το έμαθε ο πατέρας και ο αδελφός της. Της αγρίεψαν μα βρήκαν αντίσταση είναι καλοί, είναι καλοί και μη τους λέτε κακούς. Άρχισαν να της λένε τη σημαίνει σκλαβιά και πως αυτοί μας σκλάβωσαν. Πολλά δεν κατάλαβε. Έδωσε υπόσχεση πως δεν θα ξαναπάει. Πήγε όμως κρυφά να τους το πει.
Ο αξιωματικός έβγαλε από την τζέπη του ένα πορτοφόλι. Έβγαλε από μέσα φωτογραφίες της έδωσε μια και της είπε πως είναι η κόρη του, η όμορφη. Της είπε πως της μοιάζει. Την κοίταξε, γύρισε και τον ρώτησε. Γιατί ήρθες αφού εκεί έχεις παιδάκι; Που το άφησες; Μιλούσαν ελληνικά αυτή και κείνος ιταλικά με λίγες λέξεις ελληνικά.Τι περίεργο, αμέσως μάθαινε τις λέξεις και τι πά να πουν.
Ήταν ένα ωραίο παιχνίδι. Της τα εξηγούσε κάποιος και κείνη σα σφουγγάρι μάθαινε τη γλώσσα την ξένη των εχθρών. Μέσα της δεν ήταν εχθροί. Οι δικοί της κάνουν λάθος, άσε που της έδιναν σοκολάτες και καραμέλες. Δίνουν οι εχθροί;
Κάποιος έλληνας πλησίασε τον ιταλό ήθελε να μάθει τι έλεγαν με τη μικρή. Φοβήθηκαν μήπως λέει τίποτε που δεν έπρεπε. Είδαν την αδυναμία του ιταλού, έμαθαν το λόγο που της είχε αδυναμία, και σκέφτηκαν σοβαρά να τη βάλουν στην αντίσταση. Θέλησαν λοιπόν να τη βάλουν στην αντίσταση, μα ήταν πού αθώα και ανυπάκουη. Κανέναν δεν άκουγε ντουρντούβαλος ήταν. Όλο έκανε του κεφαλιού της. Πάντως αυτή που δεν πήγε γυμνάσιο γιατί δεν της άρεσαν τα γράμματα, σε τρεις μήνες έμαθε άριστα τα ιταλικά. Αν της μιλήσει κάποιος ιταλικά μετά από τόσα χρόνια θα του απαντήσει ιταλικά.
Πόσο χαρούμενη ήταν που δεν ήταν εχθρός. Δεν θυμάμαι το όνομά του, μα αν ρωτήσετε τη Γιωργίτσα του Δ Μουσελίμη θα σας πει και τα ονόματα.Ήταν το κοριτσάκι, που δεν άκουγε κανέναν. Και κανένας δεν της είπε μη πας ξανά.
Όταν περνούσε ο καιρός κατάλαβε πως εχθρός δεν ήταν ο άνθρωπος, έχθρος ήταν ο ιταλός, ο γερμανός, ο αλβανοτσάμης. Έπαψε να πηγαίνει, στον πρώτο καιρό πήγαινε. Αλλά, από τον πρώτο καιρό τα πράγματα άλλαξαν. Η σκλαβιά έγινε σκληρή. Ήρθε πείνα. Έφυγαν από την πόλη, γιατί ο τρόμος, φόβος, και πείνα έκαναν τη ζωή τους δύσκολη. Πήγαν στην Ντουσκάρα και ύστερα για ασφάλεια περισσότερη στη Λάκκα Σούλι. Όλοι και οι άνδρες στην αντίσταση, και οι γυναίκες. Στο Ζέρβα, ο Βασίλης ο πατέρας της ο Μήτσιος. Στον ΕΛΑΣ Ο Σωκράτης ο Αλέξης ο Θόδωρος. Στρώθηκε στη ραπτομηχανή, μάθαινε, άρχισε να γαζώνει και κείνη. Ο αδελφός της όταν δεν ήταν στο βουνό ήταν στη μηχανή του ράφτης. Να βγαίνει το ψωμί. Ο πόλεμος σκληρός κι απάνθρωπος έχει και την ανθρώπινη πλευρά
* Στην φωτογραφία, Ιταλοί στρατιώτες στα πλακόστρωτα της Παραμυθιάς
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation