Φθινόπωρο στη Παραμυθιά και στα χωριά της. Οι άνθρωποι συνήθως αγαπούν το Καλοκαίρι, την Άνοιξη, εγώ αγαπώ το Φθινόπωρο
Χαίρομαι τη μελαγχολική του ατμόσφαιρα, κάνω όνειρα γλυκά, τρυφερά, ακόμη και τώρα. Οι άνθρωποι όσο ζουν κάνουν όνειρα, ακόμη κι αν γνωρίζουν πως έχουν λίγο χρόνο ζωής, αυτοί ονειρεύονται, περισσότερο. Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς τα όνειρα; Τίποτε. Πάντα πίστευα, πως τα ωραιότερα όνειρα τα κάνουν τα άγρια άλογα των βουνών. Τρέχουν χωρίς να νοιάζονται. Σκύβουν μόνο για να φαν και να πιούν νερό. Μετά με καλπασμό κυριεύουν κάθε γωνιά της άγριας γης μας. Δεν τα σκιάζουν οι γκρεμοί και τα βουνά, χαίρονται τον ουρανό. καλπάζουν μέσα σε λίμνες και ποτάμια. Είναι ελεύθερα. Κάποτε νοιώθαμε την ελευθερία, μα μόνο στα όνειρα.
Οι κοινωνίες ζουν με κανόνες. Ο παππούς μου ο Χρήστος πατέρας της μάνας μου είχε πολλά άλογα. Φορτιάρικα, για καβάλα, και άγρια που μήτε το αφεντικό τους δεν μπορούσε να τα δαμάσει. Αυτά τα άλογα ήταν παρέα μας όταν ανεβαίναμε στη Λάκκα του Σουλιού. Αυτά τα άλογα με πολλά ζώα θα τα έφερνε στο Λάμποβο της Παραμυθιάς έξω στο Γαλατά ο παππούς μας. Εκεί θα πούλαγε θα έκανε τράμπες αλλαγές και μετά, θα του πήγαιναν τα ψυχοπαίδια από το χωριό και κείνος ότι περίσσεψε και στην εμποροπανήγυρη της Φιλιππιάδας.
Έτσι γεννιέται ο άνθρωπος, ελεύθερος σαν ατίθασο άλογο. Και όμως ζαλώνεται το σαμάρι μόνος του, γιατί αν όλοι είναι ελεύθεροι, πως θα ζήσουν. Σαν τα άγρια άλογα;;;;
Έτσι μεγαλώναμε στην Παραμυθιά και στα γύρω χωριά. Χωρίς τα χαλινάρια του μη που πας τι κάνεις. Αυτό μέχρι τα δέκα τρία. Μετά τα μεν αγόρια ακόμη πιο ελεύθερα, πιο άνδρες, τα δε κορίτσια, μέσα. Μη μιλάς μη χορεύεις μη τραγουδάς. Και γω όλο τραγούδαγα, δεν είχα ωραία φωνή μα είχα αυτί και δεν έχανα τις νότες. Τραγούδαγα για μένα. Και τώρα τραγουδάω πάλι για μένα, όμως τα τραγούδια μου άλλαξαν σκοπό. Τότε τραγούδαγα αυτά που άκουγα στο ραδιόφωνο. Τώρα αυτά που άκουγα από το μπάρμπα Λάμπρο και θυμάμαι και τραγουδάω και αρχαιολογίες άστα. Αυτά έχουν ακροατήριο τα εγγόνια μου που μου λενε, γιαγιά, τι ωραία φωνή που έχεις. Και γω γελώ. Αφού έτυχε να κάνω μαθήματα μουσική και όργανο,, ξέρω πως… δεv… αλλά γιατί να τους το πω;
Εκεί λοιπόν στην Παραμυθιά καθώς έπεφτε η βροχή του Φθινοπώρου, πότε άγρια και πότε σιγανή και σιγοπότιζε τα χωράφια να τα ετοιμάσει για τη σπορά τους, ήταν σαν προσευχή, ήταν σαν μυστήριο σε αρχαίο ναό. Αυτή η βροχή όταν έπεφτε τρέχαμε με το πρόσωπο στραμμένο στον ουρανό και τα μικρά μας χέρια ενωμένα σε χούφτες να μαζέψουμε το νερό της βροχής να το πετάξουμε το ένα στο άλλο και να ξεδιψάσουμε από τις σταγόνες που περιμέναμε να πέσουν στο στόμα μας. Πολλές φορές θέλαμε να μας βάλουν άλλα ρούχα. Τότε πηγαίναμε κάτω από τους τσίγκους σε κάποιο σημείο της αυλόπορτας και γινόμασταν λούτσα.
Και μετά με τις γαλότσιες γεμάτες νερό αφήναμε τις λασπωμένες πατούσες μας πάνω στην ασπρισμένη σκάλα. Αγρίευε το μάτι της μάνας μας, θα φώναζε αν πρώτη έμπαινα εγώ και έδινα το κακό παράδειγμα. Εγώ όμως έμπαινα τελευταία. Με αγριοκοίταζε μα τι να πει; Αν έπεφταν τρεις τέσσερεις σιγανές βροχές πολλών ωρών σε λίγο θα βλέπαμε τον παππού με το δικέλι [ έτσι νομίζω πως λέγεται] να γυρίζει το χώμα ή αν ήταν πιο βρεγμένο με την τσάπα. Αυτό το γυρισμένο χώμα έμενε έτσι να λιαστεί και μετά θα τον ξαναγύριζε. Θέλει κόπο η γη, μα δεν σε αφήνει απλήρωτο. Σου δίνει όλα τα αγαθά που χρειάζεσαι να ζήσεις.
Ευλογημένοι οι άνθρωποι που ζουν κοντά στη φύση και ζουν από τον ιδρώτα τους που ποτίζει μαζί με τη βροχή τη γη. Μόλις αρχίζουν οι βροχές πολλές εκατοντάδες διαφορετικά χόρτα και λουλούδια φυτρώνουν. Και ο άνθρωπος της φύσης ξέρει να τα μαζεύει. Εκτός από τα χόρτα να και οι σαλίγκαροι μεγάλοι άσπροι με τη βροχή τους ξυπνούν και τρέχουν να βοσκήσουν. Εμάς μας άρεσε να τους μαζεύουμε το Καλοκαίρι που κοιμόνταν κάτω από το θυμάρι ή τις μπουρδέγκες. Αλλά και αφού είχαν φάει τους μαζεύαμε όμως δεν τους μαγειρεύαμε αμέσως μετά τα σχετικά πλυσίματα με αλάτι ξύδι, βραστό νερό κλπ.. Αυτούς που είχαν φάει τους βάζαμε σε πίτουρο μέσα σε ένα καλάθι να φάνε να καθαρίσουν. Αυτά έτρωγα το πίτουρο και καθάριζαν έτσι έλεγαν οι μανάδες μας.
Μα το Φθινόπωρο μας έφερνε και πολλές γιορτές. Στις οκτώ του Σεπτέμβρη μας έφερναν τη Παναγιούλα, γενέθλιο της Θεοτόκου μας. Πολλά κορίτσια παλιά τις βαφτίζανε Παναγιούλες και τις φώναζαν Γιούλες. Παραμονή βράζαμε μπόλια. Το ίδιο κάναμε στα εισόδια της Θεοτόκου και στου Αγίου Ανδρέα κλπ χειμωνιάτικες γιορτές.. Τα μπόλια ήταν μια σούπα, ας την πω, με βάση το σιτάρι, το καλαμπόκι, και λίγα σπυριά από όσπρια. Τα βράζανε το βράδυ και τα τρώγανε μετά τη γιορτή και αφού είχαμε μεταλάβει. Βγάζανε τα σπόρια τα ανακάτευαν με καρύδια και αμύγδαλα, έβαζαν ζάχαρη κανέλα και γαρίφαλο και τα τρώγανε. Στο ζουμί ρίχνανε αλεύρι καλοκαβουρδισμένο σε βούτυρο, να γίνει σκούρο όπως στο χαλβά και στα γιαχνιά, σκούρο πολύ, ρίχνανε ζάχαρη και όλα μαζί στο ζουμί. Ήταν μια πού ωραία κρέμα του την έτρωγαν οι μεγάλοι. Εμένα δεν μου άρεσε. Από όλες τις κρέμες μου άρεσε το ρυζόγαλο.
Βέβαια το Φθινόπωρο για μας τα παιδιά, έφερνε και το Άνοιγμα του σχολείου. Πότε να ανοίξει το σχολείο να ησυχάσει λίγο το κεφάλι μας, έλεγαν οι μανάδες πολλές φορές. Τότε γράμματα μάθαιναν όσα ήθελαν βλέπεις υπήρχαν και οι τέχνες. Μετά τους έπιασε όλους η αρρώστια να βγάλουν γιατρούς, μηχανικούς, δικηγόρους. Για μας το σχολείο ήταν διαφορετικό. Τα αδέρφια μου στην Παραμυθιά και εγώ με τον μπαμπά μου στα χωριά.
Έμαθα τόσα πολλά κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους που ζούσαν με τη καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία. Έμαθα να περπατώ ξυπόλυτη. Να γειώνομαι. Να πλέκω κάλτσες με πέντε βελόνες. Έπλεκα αλλά κάλτσες όχι, τη φτέρνα δεν μπορούσα να την κάνω. Έμαθα πόσα πολλά, είχα εγώ,,, και πολλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να τα ονειρευτούν, αυτά που είχα… Ντρεπόμουνα να φοράω το ωραίο μουσαμαδένιο αδιάβροχό μου, και την ομπρέλα μου την καρώ. Ντρεπόμουνα να έχω γάντια δερμάτινα και μάλλινα, όταν άλλα παιδιά είχαν στα πόδια τους και τα χέρια τους χιονίστρες.
Και αυτό μου έκανε πολύ μεγάλο καλό. Έμαθα από μικρή να προσεύχομαι όχι μόνο για τον εαυτό μου και την οικογένειά μου μα και για τους άλλους. Έμαθα να αποχωρίζομαι και αγαπημένα πράγματα γιατί κάποιοι δεν είχαν παρά ελάχιστα. Μα έμαθα πάνω από όλα να ζω με τα βασικά. Το φαγητό είναι για να ζούμε. Τα ρούχα είναι για να μην κρυώνουμε και να μην είμαστε γυμνοί.
Που να διδαχθούν αυτά όλα, τα παιδιά που ζουν εσώκλειστα σε διαμερίσματα με απόντες γονείς και φίλους, που ότι βλέπουν είναι από το χαζοκούτι η κάποια οθόνη; Τι θα διδαχθούν όταν η διδαχή είναι ότι τους προσφέρει το συμφέρον κάποιων. Έτσι αυτό που σήμερα είναι καλό. αύριο είναι κακό. Αυτό που σήμερα θαυμάζεται αύριο πάει στα σκουπίδια.
Με πόση χαρά και αυθορμητισμό οι Παραμυθιώτες ετοιμάζουν το Λάμποβό τους. Και θα παρακαλέσω με πολύ σεβασμό τους δασκάλους. Καθηγηταί και δάσκαλοι γνωρίζω πόσο νοιάζεστε για τις γνώσεις των παιδιών σας [μαθητές σας]. Μήπως όμως θα έπρεπε να νοιάζεστε και για τον πραγματικό πολιτισμό που σήμερα δεν υπάρχει στα σχολεία μας. Λέω δάσκαλοι,, δε λέω καθηγητές, οι καθηγητές καθοδηγούν. Σας παρακαλώ όλους, μέχρι και τους καθηγητές των πανεπιστημίων να γίνετε όλοι δάσκαλοι, να διδάσκετε και όχι να καθοδηγείτε…
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
ηταν συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation