Οι ιστορίες της Βάβως | Αυγουστιάτικα φεγγάρια, στην Παραμυθιά του 50′

Της Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά* για την paramythia-online.gr

Παραμυθιά 1950, Αύγουστος, ο μήνας των άστρων, ο μήνας του νυχτιάτικου ουρανού που στολίζται με το πιο λαμπρό φεγγάρι..ή καλύτερα τη Σελήνη. Σήμερα ντόρος μεγάλος γίνεται για να δουν οι άνθρωποι το φεγγάρι. Να πάνε στους αρχαιολογικούς χώρους. Από κει να δουν το Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Και έχουν δίκιο.

Χρόνια έχουν οι άνθρωποι να κοιτάξουν ψηλά, να δουν τον ουρανό, να μιλήσουν με το Θεό, να θαυμάσουν τη δημιουργία Του. Σήμερα όλο κάτω κοιτάν οι άνθρωποι και μέσα στην τσέπη τους, για λεφτά

Κάποτε οι άνθρωποι βλέπανε θαυμάζανε και γράφανε ή απάγγελλαν ποιήματα κάτω από το φως του φεγγαριού.  Ποιητές αλλοπαρμένοι κάτω από το Αυγουστιάτικο φεγγάρι στην Ακρόπολη, κάνουν γιορτή, Απαγγέλουν ποιήματα δικά τους. Σιωπή. Δε χειροκροτούσε κανείς. Δεν έπρεπε να χαλάσει το όνειρο. Έρωτες πλέχονταν και όρκοι αιώνιοι ακούγονταν στο όνομα της Σελήνης.

Σαν έφευγε ο ήλιος ο λαμπροφορεμένος αργά- αργά μέσα στο χρυσό του άρμα, να πάει να κοιμηθεί στα χρυσελαφάντινα παλάτια του, ο ουρανός άλλαζε όψη. Σαν μια τεράστια ομπρέλα λαμπρογάλαζη, ακουμπούσε πάνω στα βουνά μας ο ουρανός. Τα αγκάλιαζε, και τα άστρα του τα φωτεινά, μας έδειχναν με τα σπάνια σχήματα, το δελφίνι, την Άρκτο τη μικρή και τη μεγάλη, και μύθοι έμπλεκαν με έρωτες θεών, και μεις μαγεμένα ακούγαμε ιστορίες, και παραδόσεις.

Πήγαινε ο παππούς να μας πει ένα όνομα αστερισμού και η γιαγιά τον διόρθωνε. Αυτό είναι η πυροστιά. Τον λένε τον αστερισμό και πυροστιά έλεγε ο παππούς και η γιαγιά ένοιωθε περήφανη που τα ήξερε καλύτερα. Μη μετράτε τα άστρα θα βγουν στα χέρια σας. Εκεί στις αρχές του Αύγουστου, καθισμένοι στις ψάθες θαυμάζαμε τους διάτοντες που σαν φλεγόμενα σπαθιά έσχιζαν τον ουρανό και μεις κάναμε ευχές αστείες. Να μας αφήσει η μάνα να πάμε στο ποτάμι για ψάρεμα, να μας κάνει η γιαγιά γλυκό, Να νικήσουμε αύριο στα παιχνίδια κλπ κλπ κλπ. Οι πολλές δουλειές είχαν τελειώσει. Σχολείο δεν είχαμε. Και όλοι περιμέναμε τη γιορτή της Παναγιάς μας.

Μα εκεί, στις 13 του μήνα, άρχιζαν από το πρωί να κοιτάν τον ουρανό, μέρα και νύχτα να δουν τον καιρό που θα κάνει όλο το χρόνο.. Αν έχει κρύο, συννεφιά, αέρα, και έγραφαν στο χαρτί τα μερομήνια όπως τα έλεγαν και ήταν αυτά σαν κάποιος να τους τα δίδαξε. Βέβαια αυτά διαβάζουνταν με το παλιό. Το νέο οι αγρότες μας, δεν το πιστεύουν. Βλέπεις και ο καιρός πάει με το παλιό. Αν το φεγγάρι είναι δίπλα λέγανε, θα κάνει κακό καιρό. Αν το φεγγάρι έχει αλώνι θα χαλάσει ο καιρός. Αυτά ήταν για τον καιρό της ημέρας. Τα μερομήνια δείχνουν τι καιρό θα κάνει όλο το χρόνο. Να έτσι θα μαθαίναμε. Να έτσι, όπως κάθε φορά που σφάζαμε κατσίκι το κόκκαλο της πλάτης μας έλεγε τη μοίρα, της οικογένειας, μα και της πατρίδας. Το διάβαζε ο παππούς και μετά η μάννα μου. Αυτή τα ξέρει καλύτερα, μεγάλωσε στο χωριό της με ζώα έλεγε ο παππούς. Το ίδιο γίνουνταν και με το στεφάνι του φεγγαριού.

Πόσα πολλά τους έλεγε, πόσα τους μαρτυρούσε τούτο το φεγγάρι, και πάντα εκεί η γιαγιά μουρμούριζε πως τότε που έγινε ο πόλεμος το φεγγάρι έσταζε αίμα.

Ακούγαμε όλα αυτά τα περίεργα και τρομάζαμε, εμείς αυτά δεν τα πολυκαταλαβαίναμε. Ο παππούς μας έλεγε δεν πειράζει καθώς θα μεγαλώνετε θα μάθετε, μη βιάζεσθε η γνώση της φύσης θέλει τρία πράγματα. Να την αγαπάς. Να τη διαβάζεις. Να τη σέβεσαι. Και αυτό θέλει υπομονή, παρατήρηση μελέτη, αγάπη, εργατικότητα. Δύσκολο για μας, που βαριούμασταν και το σχολείο.

Όταν ήμασταν στην Παραμυθιά εμεις όλο το Καλοκαίρι κοιμώμασταν έξω στην αυλή με τα χαμομήλια. Σκεπαζόμασταν καλά και ο αέρας μας χάιδευε τα μαλλιά και το πρόσωπο. Νύχτες μαγικές γεμάτες μάγια. Δεν θα το πιστέψετε πως πολλές φορές το πρωί σαν είχε ξημερώσει, βλέπαμε τη συνάντηση του ήλιου με το φεγγάρι και πόσο σεβασμό έδειχνε ο ήλιος στο φεγγάρι. Το άφηνε να λάμπει και κείνο και πάνω του χαράζονταν τα δικά του βουνά οι δικοί του χάρτες ζωής.

Μα το φεγγάρι δεν έχει ζωή μας λένε. Μπορεί να είναι και αλήθεια. Μα κάπου εκεί κρυμμένα είναι τα όνειρα γενιών και γενιών που τα στέλνανε τα βράδια σαν προσευχές. Πριν βγει ο ήλιος και ενώ η γη κοιμάται, η Ηώ περνάει πάνω στον Ουρανό ένα γλυκό φωτεινό χρώμα και από ένα κέρας σκορπάει πάνω στη γη, διαμάντια τις δροσοσταλιές στο χορτάρι, στα λουλούδια, παντού. Και κείνα ύμνους στέλνουν αρωματισμένους ολόγυρα στη θεά Γη, εκείνη τότε ξυπνάει μέσα στην ομορφιά της δροσιάς και των αρωμάτων για να υποδεχθεί το θεό ήλιο.

Αυτά τα υπέροχα παραμύθια ακούγαμε καθώς αντικρίζαμε το υπέροχο Αυγουστιάτικο Φεγγάρι που ακουμπούσε πάνω στο βουνό του Παγκρατίου καθώς έφευγε να πάει να κοιμηθεί. Φανταζόμαστε το παλάτι του γεμάτο κεχριμπάρια, χρυσά και μπρούτζινα στολίδια φκιαγμένα από τον  Υφαντό, για κείνη τη Θεά Σελήνη που εμείς τη λέγαμε φεγγάρι γιατί μας φέγγει. Μεγάλο πολύ μεγάλο, κόκκινο σαν πυρωμένο από τις φλόγες της αγάπης και ονειροπόλο ταξίδευε σκορπίζοντας ρίγη στις νεανικές καρδιές. Αχ πόσα όνειρα παιδιάστικα δεν κάναμε όλα μαζί. Πόσα ταξίδια στον κόσμο δεν ονειρευτήκαμε.

Μα πάντα κονάκι μας, το σπίτι της γιαγιάς, στην Παραμυθιά, λες και η γιαγιά μας θα ήταν αθάνατη. Λες και κει θα μας περίμενε πάντα…. Τούτες τις μέρες οι άνθρωποι για να χαρούν το φεγγάρι αυτό του Αυγούστου που ο λαός μας το τραγούδησε πολύ, πως λάμπει ο ήλιος του Μαγιού, τ΄Αυγούστου το φεγγάρι, έτσι λάμπει και η κλεφτουριά οι καπεταναίοι….. Πόσο καθαρός ήταν ο ουρανός, πόσο λαμπερά τα αστέρια και το φεγγάρι…. Μαγικά και πόσοι μύθοι πόσα περιστατικά πόσα μάγια και ξωτικά έκρυβαν τούτες οι μέρες.

Και μεις, εκεί πάνω στις ψάθες, ζούσαμε την ομορφιά, τραγουδούσαμε το τραγουδάκι που έλεγαν τα σκλαβωμένα ελληνόπουλα… φεγγαράκι μου λαμπρό / φέγγε μου να περπατώ / να πηγαίνω στο σχολειό / για να μάθω γράμματα / γράμματα σπουδάγματα / του Θεού τα πράγματα….

Πολλές φορές εκεί μέσα στον ύπνο μας ακούγαμε, τρέξτε αύριο θα βρέξει το είπε το φεγγάρι και έτρεχαν να μάσουν κάποιες σοδιές μη τις πάρει το νερό.

Και την άλλη μέρα έβρεχε.Το φεγγάρι δεν τους γέλασε. Ποτέ δεν τους είπε ψέματα, αρκεί να το έβλεπαν να το πίστευαν. Πατέρα θέλουμε ένα βιβλίο να μάθουμε να διαβάζουμε, τα σημάδια του Ουρανού. Δεν υπάρχει βιβλίο. Καθένας τούτα τα μαθαίνει από πείρα, να όπως μαθαίνεις να περπατάς, να μαζεύεις χόρτα, έτσι απλά, σιγά σιγά παρακολουθώντας τους άλλους.

Αυτά μας έλεγε ο πατέρας μας και για πολλά μας έλεγε πως ήταν τα ανεξήγητα φαινόμενα που όμως η επιστήμη πολλά έως τώρα τα έχει λύσει.

Να είστε περήφανοι γιατί τις βάσεις για όλες τις επιστήμες της έχει δώσει η πατρίδα μας η μικρή Ελλάδα μας.

Και μεις μέναμε με την απορία πως όλα τα βρήκαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι και μεις; Και μεις και τώρα οι Έλληνες κάνουν θαύματα, αν δεν υπήρχε Έλληνας δεν θα υπήρχα Α’ι’νστάιν. Αν δεν υπήρχε Έλληνας δεν θα είχαμε το τεστ΄ΠΑΠ. πολλοί έλληνες σήμερα φωτίζουν τον κόσμο. Και μεις ονειρευόμασταν να γίνουμε κάτι σαν τους παλιούς ΕΛΛΗΝΕΣ, σαν του ΘΕΣΠΡΩΤΟΥΣ.

Φωτογραφία αρχείου. Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, ήταν συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

In this article

Join the Conversation