Παραμυθιά 1954 Ιούλιος. Πέρασε ο Ιούνιος. Έκλεισαν τα σχολεία. Οι οικογένειες μαζώχκαν στα σπίτια τους. Οι οικογένειες οι αγροτικές της Παραμυθιάς κατηφόρισαν στον κάμπο. Εκεί στην άκρη από τα χωράφια είχαν βρυζοκαλύβες που μένανε. Ένα μικρό κομμάτι του χωραφιού το έκαναν μποστάνι. Μαζί τους κουβαλούσαν και τις κότες που τις είχαν περιορισμένες να μην φύγουν οι μπουφιάρες.
Τα βιβλία οι μαθητές, όσα και όπου υπήρχαν, μπήκαν με προσοχή στα μπαούλα. Στην αρχή του σχολικού έτους θα αλλάζονταν με της άλλης τάξης. Ελάχιστα σπίτια είχαν ντουλάπια για βιβλία και λιγότερα βιβλιοθήκες. Τούτον τον καιρό τα πρόσωπα γελαστα τραβούσαν κατά τα περβόλια και τον κάμπο. Πολλές φορές φωνές και καυγάδες τάραζαν τη μουσική του τεμπέλη Τζίτζικα και των γλυκόλαλων πουλιών στον κάμπο.
Μια γιαγιά προσπαθούσε να βρει την κρυμμένη χελώνα να την παλουκώσει.
– Α την κακούργα της έφαγε τα αγγούρια που κράταγε για σπόρια και ήταν τα πρώτα τα καλύτερα.
– Μην κάνεις έτσι ωρ κυρά έχω εγώ θα σου δώκω σπόρια, ακούσθηκε μια άλλη.
Λίγο πιο κάτω άγριος καυγάς για το νερό.
– Σήμερα η γούρνα ήταν δική μου γιατί γύρισες το νερό μωρ σκύλα του κερατά;
– Δεν το γύρισα μόνο του ξέκοψε δεν το πήρα χαμπέρι.
– Σιγά μη σε πιστέψουμε.
Και κάτω εκεί στα αλώνια τραγουδούσαν τα κορίτσια σαν λίχνιζαν τον καρπό. Είχαν περάσει τα άλογα όλη μέρα χτες. Αφεντικό και άλογα σε μια μοναδική συνεργασία. Έτρεχαν τα άλογα δυο είχε το αφεντικό σε τούτο το αλώνι. Άλλοι είχαν ένα. Και έτρεχαν τα άλογα και έτρεχε ο ιδρώτας και μαύριζαν τα κορμιά ενώ ο παππούς στην άκρη φώναζε. Πες του να βάλει φανέλα θα μπουντιάσει. Και μεις γελούσαμε, πως θα μπουντιάσει μέσα στη ζέστα μέσα στην πύρια; Να δεις που πούντιαζαν αφού κάθουνταν για ξεκούραση στον ίσκιο, έπιναν νερό και δεν λογάριαζαν που στέγνωνε ο ιδρώτας πάνω τους. Ρίξ΄του μια πετσέτα μωρή βάβω, θα μποτντιάσει. Και μεις γελούσαμε.
Τα μάτια ήταν ευχαριστημένα. Τα πρόσωπα γελαστά. Το αμπάρι θα γεμίσει φέτος ως την κορφή. Ξέρετε πόσο είναι το αμπάρι; Σαν ένα δωμάτιο ξύλινο από κέδρο ή καρυδιά να μην σαπίζει. Το έχουν περάσει όταν το έκαναν και με βρασμένο λάδι.
Χρόνια κράταγε πολλές φορές πήγαινε από γενιά σε γενιά. Θεέ μου σε ευχαριστούμε. Έκαναν το σταυρό τους και κοίταγαν να τελειώσουν γρήγορα. Καλός τόπος ετούτος μα και διαολό-καιρός. Εκεί που δεν τον περιμένεις μέσ΄ το κατακαλόκαιρο σου δίνει μια μπόρα εκεί στο απόγευμα και αλλοίμονό μας. Πάει ο καρπός.
Λίχνιζαν τα κορίτσια τραγουδώντας και γέμιζαν τα σακιά σπόρο. Αυτός θα άπλωνε για λίγο να καθαριστεί να είναι έτοιμος. Από το πρώτο στάρι θα κρατήσουν για τα τρισάγια, για τα μπόλια, για το ύψωμα. Κατόπι για σπόρο και ύστερα λίγο λίγο θα το αλέθουν. Στο χερόμπολο θα κόψουν να κάνουν κοφτό. Στο μύλο για τραχανά από aσπρόσταρο και με αυτό θα κάνουν τις φυλλοπίτες ή χυλοπίτες, το κριθαράκι. Έτσι το Χειμώνα θα έχουν τα πάντα.
Σε τούτον τον ευλογημένο τόπο το πρωινό του Χειμώνα ήταν ο τραχανάς, να τους κρατήσει ως το γιόμα. Στον κάμπο τούτον τον καιρό πολλοί θα βγάλουν και τις πατάτες. Αυτές θα μπουν στο κατώι πάνω σε σανίδια και θα σκεπασθούν με τσουβάλια. Οι χτυπημένες θα μπουν χώρια να μαγειρευτούν γρήγορα για να μη χαλάσουν.. Τίποτε δεν πρέπει να πάει χαμένο. Και κει στον ίσκιο τα μεσημέρια θα φαν πεπόνι με ψωμί, κρεμμύδι στουμτηχτό, ντομάτα κομμένη στα τέσσερα με φέτα, τυρί, από το μπάτζιο του Μπάρμπα. Θα τραγουδήσουν τα τραγούδια του Καλοκαιριού που πάντα έκρυβαν την επιθυμία ένος καημού, ένός έρωτος, μια αγάπης ανεκπλήρωτης. Και κει θα στηθεί ο χορός από τσούπρες και παιδιά μέχρι να ακούσουν τη φωνή να λέει εμπρός στη δουλειά. Και να αρχίσει πάλι η δουλειά. Αχ Καλοκαίρι….. Και τα τραγούδια δεν σώπαιναν αφού και με τη δουλειά το στόμα τραγούδαγε τα χέρια δούλευαν και τα μάτια μιλούσαν, στέλνοντας μηνύματα,…
Τούτο το Καλοκαιράκι κυνηγούσα ένα πουλάκι. Κυνηγούσα προσπαθούσα να το πιάσω δεν μπορούσα. -Φέτος τα στάρια δεν έγιναν Βασίλω μου και τι ψωμί θα βρούμε στο γάμο που θα μπούμε. Φέτος τα αμπέλια δεν κάρπισαν Βασίλω μου και τι κρασί θα πιούμε στο γάμο που θαρθούμε.
Μέρες ανεβοκατεβαίναμε στον κάμπο. Εκεί στη Χούβιανη ή στα χωριά είχαμε φίλους και συγγενείς. Από την πόλη μας δεν ήταν παρά μια ώρα μοναχά. Και το Καλοκαίρι οι άνθρωποι της πόλης ξέγνοιαζαν με εκδρομές στα γύρω χωριά και στα βουνά μας.
Όλο το Καλοκαίρι είχαν και γιορτές και πανηγύρια. Κάθε χωριό και ο Άγιος του ο πολιούχος που ήταν και ο προστάτης του χωρού. Εμείς στην Παραμυθιά είχαμε πολιούχο τον Άγιο Δονάτο μα και τον Άγιο Αρσένη και τον Άγιο Αναστάσιο Παραμυθιάς. Όλοι όμως η πόλη και τα περίχωρα της Παραμυθιάς πάνω από όλους και όλα είχαν την Παναγιά μας την Παραμυθία, την Παρηγορήτρα του καημού των Ελλήνων, στα χρόνια της σκλαβιάς που για μας ήταν πεντακόσια. Εκεί στη Μεγάλη Εκκλησιά ήταν η παρηγοριά και η ελπίδα κρυμμένη στο λόγο του Θεού…
Τα Καλοκαίρια μας ήταν σαν μια γιορτή που κράταγε τρεις και παραπάνω μήνες. Η Παραμυθιά το έχουμε ξαναπεί. Είχε τις οικογένειες των εμπόρων, των βιοτεχνών, των υπαλλήλων μιας και όλες οι υπηρεσίες της Θεσπρωτίας ήταν στην Παραμυθιά. Ήταν οι οικογένειες των εργατών, που είχαν και μικρές καλλιέργειες, και οι οικογένειες των αγροτοκτηνοτρόφων, με χωράφια στον κάμπο και βοσκοτόπια στα πλάγια του βουνού.
Οι γυναίκες της πόλης μας, τούτον τον καιρό συναγωνίζονταν πια θα κάνει τα ωραιότερα και νοστιμότερα γλυκά του κουταλιού. Κεράσι, Βύσσινο, καρυδάκι συκαλάκι, καρπούζι το υπέροχο, κολοκύθι ντοματάκι, κυδώνι, μελιτζανάακι, χρώμα και άρωμα σε βάζα για όλο τον χρόνο.. Και κει στις αυλές με του κήπου τα αγαθά έβγαινε το ουζάκι με ελιές και τηγανητά, πατάτες φρέσκες πιπεριές μελιτζάνες, ευλογημένο Καλοκαίρι πόσο όμορφο είσαι!
Στα μαγικά σου βράδια το τραγούδι μπαινει από τα παραθύρια σε κάποιες καρδιές. Από τα παραθύρια όμως οι αναστεναγμοί δεν ακούγονταν. Ακούγονταν όμως ένα χαρούμενο γέλιο η το άνοιγμα της κουρτίνας. Ας μπούνε τα κουνούπια, μαζί με το όνειρο. Δροσερά τα βράδια και μικρές οι νύχτες δίνουν ζωή στα νιάτα που ανθίζουν στη νέες ζωές που ποθούν και πλαντάζουν στους ανεκπλήρωτους έρωτες, γιατί υπήρχαν και αυτοί. Καλοκαίρι στην Παραμυθιά σήμαινε βόλτες στο νυφοπάζαρο, βανίλια στα καφενεία στο Καρκαμίσι, ουζάκι, παρέα, στον κινηματογράφο του Δάλλα, παγωτό από τα αυτοκίνητα της ΕΒΓΑ.
Καλοκαίρι σήμαινε ονειροπαγίδες ζωής, σκόρπια φύλλα ανυπόμονων νέων που όμως δεν μπορούσαν να που ένα απλό μου αρέσεις. Αυτό θα ήταν πρόστυχο. Άκου να τολμήσει κάποιος να πει μου αρέσεις. Κλεισμένοι πίσω από το καβούκι της ψεύτικης σοβαροφάνειας έχαναν το σοβαρό, του γεγονότος, τα χτυποκάρδια. Μου αρέσεις σημαίνει χαίρομαι την παρουσία σου, χαίρομαι το χαρακτήρα σου. Μα δυστυχώς ήταν απαγορευμένο. Τα νιάτα όμως δεν γνωρίζουν φράχτες τους πηδούν και ας πληγωθούν και ας τρέξει αίμα από τος πληγές της καρδιάς τους, γιατί πολλές φορές δεν ήταν παρά ψευδαίσθηση και τότε κυλούσε μια ζωή σε συμβιβασμούς. Δεν ξέρω αν τότε ήταν σωστά ή τώρα γιατί και στο τώρα ο εγωισμός σκοτώνει τα συναισθήματα. Δεν ξέρω. Αλήθεια τι σχέση έχουν τα Καλοκαίρια εκείνα με τα Καλοκαίρια του καιρού του σήμερα; Τώρα οι νέοι θα πάν στην καφετέρια χωρίς την παρουσία κανενός. Σήμερα ο ενθουσιασμός αν σβήσει έχει την ευκαιρία της δεύτερης και τρίτης ή πολλαπλής επιλογής. Τότε πίστευαν στη μοναδικότητα του έρωτα. Τώρα τον ξεπερνούν σαν να είναι μόδα, σαν κάτι νέο που παλιώνει και το πετάς σαν άχρηστο σε μια γωνιά της ντουλάπας σου.
Το σήμερα δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από το χτες. Όμως το χτες είχε αισθήματα, τώρα έχει; Ο νέος και η νέα είχαν αιδημοσύνη. Πριν φτάσουν στο κρεββάτι γνωρίζονταν. Τώρα; Σήμερα το 55% των γάμων διαλύεται. Τότε ίσως πολλοί θα ήθελαν να διαλύσουν το γάμο τους μα δεν τολμούσαν. Αλήθεια πότε ήταν καλύτερα;;;; Χθες ή σήμερα;;;
Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, ήταν συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Join the Conversation