Πέρασαν πενήντα μέρες από την Ανάσταση του Χριστού μας, γιορτάσαμε την Ανάληψή Του και τώρα ετοιμάζεται το σπίτι για του Αγίου Πνεύματος και της Γονυκλισιάς.
Στην Παραμυθιά τούτη η γιορτή είχε τους δικούς της κανόνες. Οι μανάδες από το βράδυ ετοίμαζαν τη φαμίλια για την εκκλησιά. Εκεί την Κυριακή θα γιορτάζαμε την επιφοίτηση του Αγίου πνεύματος που σαν φλόγες κάθισαν πάνω από τα κεφάλια των μαθητών του Χριστού μας. Τις γλώσσες όλης της γης μίλησαν οι απλοί ψαράδες… Από το σχολείο γνωρίζαμε όλες τις γιορτές. Ο εκκλησιασμός ήταν μέρος των μαθητικών μας υποχρεώσεων.
Το βράδυ η μάνα μου έκοβε ωραία δυνατά φύλλα από την καρυδιά μας. Δηλαδή ολόκληρο το κλαδί που είχε τα φύλλα σε διάταξη κανονική. Μέτραγε κεφάλια και έκοβε τόσα φύλλα όσοι αυτοί που θα πηγαίναμε στην εκκλησιά μας, επί έξη
Το πρωί φαΐ δεν είχε. Όλοι νηστικοί. Θα παίρναμε αντίδωρο ή θα μεταλαβαίναμε. Αυτό αν κρατάγαμε έστω τρεις μέρες. Το πρωί όλοι μαζί ντυμένοι με τα καλά μας, με τα καρυδόφυλλα σαν βεντάλια φτάναμε στον Αηνικόλα, την εκκλησιά μας, που τώρα είναι έτοιμη να πέσει,,, έτσι λένε. Ποιο παλιά λέγανε πως θα γίνει μόνο νεκροταφείο κλπ
Πως έπρεπε να κάνουμε εκταφή των δικών μας ανθρώπων, κι ας ήταν οι τάφοι οικογενειακοί. Αυτό λέει το δικαίωμα δεν το είχαμε.
Με τα φύλλα στα χέρια μετά από αρκετό περπάτημα ήμασταν στην εκκλησιά μας. Όποιος δεν έχει πάει εκκλησία τη Δευτέρα στη γονυκλισιά χάνει ένα μεγάλο μέρος από την εκκλησιαστική μας ζωή.
Εμείς τα παιδιά κάναμε ότι οι μεγάλοι. Τότε δεν ξέραμε και αν δεν υπήρχε η απειλή, του δεν θα φάτε μπακλαβά και δεν θα έρθετε στους κουμπάρους θα γελάγαμε συνεχώς. Τότε μας φαινότανε πολύ αστείο, να λέει κάτι ο παπάς μας, και να γονατίζει πάνω σε ένα μικρό μαξιλαράκι, και αμέσως και μεις κάναμε το ίδιο πάνω στα καρυδόφυλλα. Βάζαμε κάτω τα φύλλα και ακουμπάγαμε τα γόνατά μας απάνω και στεκόμασταν πολύ ώρα έτσι και σκουντάγαμε το ένα το άλλο μέχρι να σηκωθούμε μα δεν γελάγαμε η απειλές βλέπεις. Ο πατέρας μας κοίταγε με προσοχή και μεις ακούνητα. Τρεις φορές καθόμασταν. Πολλές φορές, γονατίζαμε και σηκωνόμασταν όπως έκανε ο παπάς μας. Έτσι έκαναν όλοι μέχρι οι γριές και οι γέροι. Τότε μπορούσαν. Τώρα λόγο της ακινησίας, «πόδια γιοκ»
Αυτός ο εκκλησιασμός της γονυκλισιάς κράταγε πολύ. Σαν τελείωνε και παίρναμε το αντίδωρο σφίνα για τους κουμπάρους. Τα καρυδόφυλλα τα δίναμε στη μάνα μας που τα έδενε με ένα σκοινί και μετά τους κουμπάρους, θα τα πήγαινε στο σπίτι.
Στην Παραμυθιά όλος ο κόσμος έχει κουμπάρους και σόγια πολλά. Εγώ έχω ας πούμε εβδομήντα άτομα κοντινούς συγγενείς, η Γιωργίτσα αδελφή του πατέρα μου έχει τρακόσιους. Προχθές που τη ρώτησα κάτι να μου πει, ιδού η απάντησή της. Αλήθεια λες δεν θυμάσαι πως τους Τσιαμάτους τους έχουμε σόι από τη μαμά μου. Όχι θεία μου δεν θυμάμαι, θυμάμαι μόνο που μου έλεγε πως έχω συγγενείς την οικογένεια Σιαμά την Αφροδίτη που ήμασταν συμμαθήτριες.
Από κει δεν ξέρεις πως είναι Τσαμάτοι κλπ. Λυπάμαι αλήθεια που δεν γνωρίζω τα σόγια μου και έχω τώρα επιθυμία να ήξερα τα σόγια μου. Αλήθεια τα σόγια μου ξέρουν για μένα; Έχουν ιδέα περί της συγγένειάς μας; Αυτά με τη θεία μου που όλο με μαλώνει που δεν νοιάζομαι για τους δικούς μου και πως η μάνα μου ήταν καλή, και τους ήξερε όλους με σκανιάζει, με γανιάζει γιατί είμαι τέτοια;;;;.
Πηγαίναμε λοιπόν στον κουμπάρο, τρώγαμε πίτες, πίναμε γάλα, οι μεγάλοι έπιναν ούζο και καφέ. Εγώ με τη Λευτερία του Τσίλη Δήμου αυτός ήταν ο κουμπάρος μας, για λουλούδια. Ήμουν τόσα καλό παιδάκι που αν δεν με έδιωχναν, δεν θα σταύρωναν κουβέντα κατά τη μάνα μου.
Αφού περνάγαμε ένα υπέροχο πρωί, γυρίζαμε στο σπίτι. Εκεί τρώγαμε όλοι μαζί στη γιαγιά μας αφού κουβαλάγαμε τα φαγητά μας, Άνοιξη ,Καλοκαίρι, αρχές Φθινωπόρου μας άρεσε στη γιαγιά μέσα στα λουλούδια και στα χαμομήλια. Στο σπίτι μας τρώγαμε το Χειμώνα ή το μισό Φθινώπορο στο σπίτι μας.
Η μάνα μου και η γιαγιά μου όταν ερχόμασταν στο σπίτι άναβαν τα καντήλια. Έλεγαν το Πάτερ Ημών και έβαζαν τα φύλλα στο γιούκο και στα ντουλάπια με τα ρούχα ΄η στις καρσέλες [κασέλες ] και τα σιδερομπάουλα.
Έτσι λίγο η δάφνη των Βαγιών λίγο ο Βασιλικός του Σταυρού λίγο τα κεδρομπούμπουλα ο κόμπιτσας [ σκώρος ] δεν έμπαινε στα ρούχα. Ποντίκια δεν είχαμαν γιατί είχαμαν γάτες σκυλιά και φείδια.
Η εκκλησία μας πάντα έχει γιορτές που ξεκουράζουν τον άνθρωπο. Τον ξεκουράζουν για τον αυριανό κάματο. Μεγάλη έμαθα πως η γιορτή της γονυκλισιάς γιορτάζεται τη Δευτέρα μετά την Κυριακή της Πεντηκοστής. Σε πολλά χωριά που ο παπάς έχει μια δυο ενορίες τη γιορτάζουν τη Κυριακή
Έμαθα ακόμη πως πενήντα μέρες δεν προσκυνάμε, προσευχόμαστε μπροστά στον Θεό με μια απλή κλίση του κεφαλιού μας.Αυτά σε πολύ μεγάλη ηλικία. Έμαθα επίσης πως ο Θεός μας, μας θέλει ελεύθερους ανθρώπους. Ελεύθερους από τα πάθη μας, ελεύθερους από την αμαρτία, δεν είμαστε δούλοι, ούτε στο Θάνατο, ούτε σε κανέναν άνθρωπο, ούτε στο θρησκευτικό νόμο.
Πολλά δεν καταλάβαινα και δεν καταλαβαίνω ακόμα. Εκείνο που γνωρίζω είναι πως όλα μου τα προβλήματα μικρά και μεγάλα τα ξεπερνάω με την προσευχή, που γαληνεύει την ψυχή μου, και μου δίνει λύσεις.
Βέβαια σε κάθε γωνιά της Ηπείρου έχει γιορτές και πανηγύρια. Του Αγίου Πνεύματος ή όπως λένε της Αγίας Τριάδας γιορτάζει η εκκλησία μας στην πάνω Σέλλιανη με δωρεάν φαγητό και με αναμνήσεις που σε πνίγουν λες και η ζωή που πέρασες μακρυά από το έρημο χωριό μας ήταν ένα βράδυ χωρίς όνειρα.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation